Υπερρεαλισμός και ψυχανάλυση: μια καταγωγική σχέση




Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μια από τις βασικές ιστορικές επιδράσεις που ασκήθηκαν στο πρώιμο υπερρεαλιστικό κίνημα προέρχεται από το πεδίο της ψυχανάλυσης. Στο σύντομο άρθρο που ακολουθεί θα προσπαθή­σω να δείξω τη στενή σχέση, αλλά και την βασική αντίθεση ανάμεσα στα δύο σπουδαία αυτά πολιτιστικά κορυφώματα του μοντέρνου κόσμου. Το εύρος του θέματος θα με κάνει να περιοριστώ αναγκαστικά στους δύο α­ντίστοιχους πρωτεργάτες, τον Φρόιντ και τον Μπρετόν, παραλείποντας σημαντικές μορφές όπως ο Μπουνιουέλ, ο Γιουνγκ ή ο Λακάν.

Ο 19ος αιώνας σημαδεύει μια πολύ σημαντική εποχή στην εξέλιξη της επιστημονικής συζήτησης για το ασυνείδητο τμήμα του ανθρώπινου νου ή της ψυχής. Η συζήτηση αυτή διεξάγεται από φιλοσόφους και ψυχιάτρους, οι οποίοι θεωρητικά και κλινικά αντίστοιχα, αλλά πάντως όσο το δυνατόν πιο επιστημονικά, προσπάθησαν να ερμηνεύσουν ένα μεγάλο πλήθος πα­ραστάσεων, συμβόλων, συναισθημάτων και συμπεριφορών που αποδίδο­νταν παλαιότερα σε μεταφυσικούς παράγοντες, όπως δαίμονες, θεότητες ή πνεύματα. Ανάμεσα στα φαινόμενα που έγινε προσπάθεια να τους δοθεί επιστημονική εξήγηση συμπεριλαμβάνονται η έκσταση, τα όνειρα, η  γλωσσολαλιά,  η αυτόματη γραφή,  οι αστοχίες της μνήμης,  οι ψευδαισθή­σεις ή φαινόμενα που ακόμη και σήμερα θεωρούνται παραεπιστημονικά, όπως είναι η τηλεπάθεια. Ανάμεσα στους ψυχιάτρους που μελετούσαν την ανθρώπινη ψυχή και τα προβλήματά της ήταν και ο Αυστριακός Σίγκμουντ Φρόιντ, ο οποίος μελετούσε τα συμπτώματα της υστερίας σε έναν αριθμό ασθενών. Η μελέτη του αυτή τον οδήγησε στο συμπέρασμα ότι η υστερία και τα συμπτώματά της οφείλονται σε ασυνείδητα ένστικτα, ορμές, επιθυ­μίες, άγχη και συγκρούσεις που βρίσκονται βαθιά κρυμμένα στον ανθρώ­πινο ψυχισμό. Το βάθος απόκρυψής τους έχει ως αποτέλεσμα να μην είναι άμεσα ορατά, αλλά να εκδηλώνονται έμμεσα με ψυχοσωματικά συμπτώ­ματα, τον παραληρηματικό λόγο, γλωσσικά ολισθήματα, παραναγνώσεις και άλλα παρόμοια φαινόμενα. Όλες αυτές οι επιφανειακές εκδηλώσεις των βαθύτερων ψυχικών αιτιών δεν αποτελούν παρά μόνο μια μεταμφίεση πίσω από την οποία κρύβονται τα ασυνείδητα αιτία, ένα είδος προσωπίδας. Η κατεξοχήν σχετική προσωπίδα είναι το όνειρο, το οποίο παράγεται από τη μετατόπιση, τη συμπύκνωση, την οπτικοποίηση, τη δραματοποίηση και τη συμβολοποίηση των πραγματικών ασυνείδητων επιθυμιών. Ακόμη όμως και αυτή η προσωπίδα δεν είναι στο σύνολό της ορατή. Και τούτο διότι ο άνθρωπος, όταν ξυπνά, θυμάται μονάχα θραύσματα από το όνειρο που εί­δε. Αυτή η θραυσματική μνήμη αποτελεί μια δεύτερη προσωπίδα πάνω στην προσωπίδα, απέχοντας δεύτερον από της αληθείας από την υποκείμε­νη ασυνείδητη αιτία. Για τον Φρόιντ τελικός σκοπός της νέας ψυχαναλυτι­κής μεθόδου που εισηγούνταν ήταν, όπως είναι λογικό για έναν θεραπευτή, η ίαση του ασθενή, συχνά μετά από μια μακρά περίοδο παρακολούθησης. Για να θεραπευτεί ο ασθενής θα έπρεπε όχι μόνο να αποδεχτεί το πρόβλη­μά του, αλλά και την ερμηνεία που έδινε σε αυτό ο θεραπευτής του. Σήμε­ρα, με το πλεονέκτημα του χρόνου που έχει περάσει από την εποχή της θεμελίωσης της ψυχανάλυσης από τον Φρόιντ, είμαστε σε θέση να κατα­νοήσουμε ότι ο ασθενής στην πραγματικότητα υπόκειται στην ασυνείδητη επίδραση που ασκεί επάνω του ο θεραπευτής και οι αντιλήψεις που έχει σχετικά με την ψυχανάλυση. Αυτό το δεδομένο εξηγεί ιστορικά την ύπαρ­ξη πολλών διαφορετικών μεταξύ τους ψυχαναλυτικών σχολών, κάθε μια από τις οποίες ερμηνεύει το ίδιο ονειρικό υλικό και την ίδια συμπτωματο­λογία υποθέτοντας πολύ διαφορετικές αιτίες πίσω από την ασθένεια. Αυτό επίσης εξηγεί για ποιο λόγο πολλοί κλινικοί ψυχίατροι αντιμετωπίζουν α­κόμη και σήμερα την ψυχανάλυση όχι ως καθαρή επιστήμη, αλλά περισσό­τερο ως μια φιλοσοφική προσέγγιση στη θεραπεία, ενώ εδώ εδράζεται και η μεγάλη επιφυλακτικότητα που εκφράζουν οι ιστορικοί και οι κριτικοί της λογοτεχνίας και της τέχνης γενικότερα απέναντι στις διάφορες ψυχαναλυ­τικές ερμηνείες των έργων τέχνης, καθώς κάθε σχολή ψυχανάλυσης αντι­μετωπίζει το ίδιο έργο πολύ διαφορετικά. 
Παρ’ όλα αυτά δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι θεωρίες του Φρόιντ και των επόμενων ψυχαναλυτών συνέβαλαν σημαντικά στην ανάδειξη του  βαθύτερου ανθρώπινου ψυχισμού και αποτελούν ένα εξέχον κατόρθωμα του σύγχρονου υποκειμενισμού. Γενικά μπορεί κανείς να πει ότι τα διάφο­ρα είδη ψυχανάλυσης δύνανται να ενταχθούν σε μια ευρύτερη τάση της μοντέρνας δυτικής κουλτούρας, από τον Διαφωτισμό και μετά, να αποδί­δονται στην υποκειμενική εσωτερική σφαίρα της ανθρώπινης ύπαρξης όσα φαινόμενα δεν μπορούν να ερμηνευτούν με βάση την καθιερωμένη φυσι­κοχημική αναπαράσταση της πραγματικότητας. Με τον τρόπο αυτό περι­θωριακά φαινόμενα που κάποτε θεωρούνταν εξωτερικά προς τον άνθρωπο, όπως τα θαύματα, τα πνεύματα, οι θεοί αντιμετωπίζονται πλέον ως προβο­λές του ασυνείδητου κόσμου που βρίσκεται μέσα μας. Δεν υπάρχουν ξένες δυνάμεις που αποκτούν τον έλεγχο και βασανίζουν τον άνθρωπο: τα παθή­ματα του συνειδητού εαυτού προέρχονται από τις δικές μας εσωτερικές δυνάμεις, από το ασυνείδητο. 
Μετά από αυτή τη σύντομη ιστορική αναδρομή στην ψυχανάλυση, ας στρέψουμε τώρα το βλέμμα μας στον υπερρεαλισμό και ειδικά στον Μπρε­τόν. Ο Μπρετόν ως φοιτητής της Ιατρικής είχε την ευκαιρία από πολύ νω­ρίς να έρθει σε επαφή με ψυχικά ασθενείς, αφού επιστρατεύτηκε στο γαλ­λικό στρατό κατά τον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο σε ψυχιατρικές κλινικές. Εκεί εντυπωσιάστηκε από την ζωηρή εικονοποιία και αυτό που ο ίδιος α­ποκαλούσε κρυμμένη ποίηση μέσα στα παραληρήματα στρατιωτών που υπέφεραν από μετατραυματικό σοκ. Ταυτόχρονα μελετούσε πολλούς ψυ­χιάτρους και ιδιαίτερα τον Φρόιντ, το έργο του οποίου τον εντυπωσίασε. Ξεκίνησε λοιπόν να εφαρμόζει τις μεθόδους του Φρόιντ στον εαυτό του, αποσπώντας αυτό που ήταν μια απόπειρα θεραπείας από το πλαίσιό του. Προσπάθησε να εκφράσει μονολόγους όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, προ­τού προλάβει ο συνειδητός νους να επιβάλει στη ροή του ασυνείδητου τους δικούς του κανόνες και περιορισμούς, αισθητικούς, ηθικούς και γλωσσι­κούς. Οι ελεύθεροι συνειρμοί αποτελούσαν για τον Φρόιντ μια από τις πρωταρχικές μεθόδους θεραπείας και τώρα ο Μπρετόν χρησιμοποιεί την αυτόματη γραφή, ή το αυτόματο σχέδιο στην περίπτωση της ζωγραφικής, ως βασική μέθοδο πρόσβασης στο ασυνείδητο. Ταυτόχρονα γίνεται δεκτή η σημασία των ονείρων και των υπναγωγικών καταστάσεων που αντιπρο­σωπεύουν την αυθόρμητη κίνηση του νου. Ο Μπρετόν και οι φίλοι του εξασκούνται στην ομιλία σε κατάσταση υπνωτικής έκστασης, ενώ οργανώ­νουν ακόμη και σεάνς, στα πρότυπα των μέντιουμ, χωρίς όμως παραπομπή σε νεκρούς. Ο Μπρετόν ανακαλύπτει λοιπόν ότι στην αυτόματη γραφή προκύπτουν συχνά απρόβλεπτες και θαυμαστές αισθητικά συναντήσεις εικόνων χωρίς κάποια λογική ή αιτιακή σχέση μεταξύ τους. Έτσι από το 1924 και μετά ο Μπρετόν και διάφοροι άλλοι ποιητές και καλλιτέχνες που ανήκαν στον κύκλο του συναντιόντουσαν τακτικά σε καφέ για να εξασκη­θούν στην αυτόματη γραφή ή σχέδιο, να αφηγηθούν τα όνειρα που είδαν, να προκαλέσουν υπνωτικές εκστάσεις ο ένας στον άλλον.
Για όλα αυτά ο Φρόιντ ήταν ενήμερος από τον ίδιο τον Μπρετόν, αλλά διαφωνούσε βαθύτατα, διότι για τον ίδιο μια συλλογή από όνειρα χωρίς γνώση του πλαισίου τους και χωρίς σύνδεση μεταξύ τους, αλλά προπάντων χωρίς προσπάθεια ερμηνείας με σκοπό τη θεραπεία δεν είχε κανένα ενδια­φέρον. Από την άλλη ο Μπρετόν δεν έδειχνε κανένα ενδιαφέρον για την ερμηνεία, παρά μόνο για τον παράλογο αλλά υπέροχα ποιητικό χαρακτήρα των ίδιων των ονειρικών εικόνων. Ενώ μέσω της θεραπείας ο Φρόιντ προ­σπαθούσε να προσαρμόσει ξανά τον ασθενή στον πραγματικό κόσμο, ο Μπρετόν δεν επιθυμούσε να εξουδετερώσει τις ασυνείδητες δυνάμεις και να τις υποτάξει στην αρχή της πραγματικότητας. Ο υπερρεαλισμός για τον ίδιο στοχεύει αντιθέτως στην ένωση του ασυνείδητου με το συνειδητό σε μια ενοποιημένη προσωπικότητα. Αυτή είναι ίσως η βαθύτερη διαφορά στη χρήση της ψυχανάλυσης ανάμεσα στις δύο αυτές σπουδαίες προσωπικότη­τες.   
    Κλείνω με ένα τελικό συμπέρασμα: οι υπερρεαλιστές αναζήτησαν τις γραμμές των συνδέσεων και των τυχαίων συναντήσεων μιας ονειρικής ει­κόνας με μια άλλη εικόνα, χωρίς όμως να διερευνούν κάποια βαθύτερη σχέση που προκύπτει από κρυφές αιτίες, αλλά μόνο για χάρη των ίδιων των εικόνων. Αντίθετα από την ψυχανάλυση και τις διαφορές σχολές της που προσπαθούν να συστηματοποιήσουν την πολυπλοκότητα και την ποικιλία των αναπαραστάσεων του ασυνειδήτου σε ένα περιορισμένο αριθμό συμ­βόλων, επιθυμιών, συγκρούσεων, οι υπερρεαλιστές, αγνοώντας επίτηδες την ερμηνεία, παρακινούμενοι από το ασυνείδητο, πολλαπλασιάζουν εκθε­τικά τον αριθμό των εικόνων που συσσωρεύονται -εικόνες που πολλές φο­ρές δεν τις έχει δει ή δεν τις φαντάστηκε κανείς- με αποτέλεσμα το ασυνεί­δητο να μετατρέπεται σε μια ανεξάντλητη μηχανή παραγωγής εικόνων που ποτέ δεν σταμάτα να μας εκπλήσσει.

Σχόλια