[Επειδή κυκλοφορεί πολύ μια ανάρτηση με ερμηνείες και ετυμολογίες αρχαίων ονομάτων που έχει κατά τη γνώμη μου ανακρίβειες, είπα να δώσω τη δική μου εκδοχή για μερικά από αυτά, στηριγμένος κυρίως στον Chantraine, αλλά και άλλες έγκυρες πηγές]
Διομήδης: το πρώτο συνθετικό από το Ζεύς /
Διός και το δεύτερο από το μήδεα = η
σκέψη (< μήδομαι =σκέφτομαι,
σχεδιάζω). Συνεπώς Διομήδης = η σκέψη, το σχέδιο του Δία.
Λαέρτης: λαός και ἐρέθω =ερεθίζω, διεγείρω, ξεσηκώνω. Πβ. με αντιστροφή στη σειρά των
συνθετικών το μυκηναϊκό Ἐρτίλαος.
Λέανδρος: «ο άνδρας του στρατού», δηλαδή ο
στρατιώτης. Εδώ λαός = στρατός.
Ορέστης: από το ὄρος και την κατάληξη -της. Δεν είναι σύνθετη λέξη, αλλά παράγωγη.
Η λέξη είχε δύο θέματα: ὄροσ- και ὄρεσ-. Το πρώτο θέμα χωρίς κατάληξη έδωσε την
ονομαστική ὄρος, το δεύτερο θέμα
υπέστη φωνητικές αλλοιώσεις στις πλάγιες πτώσεις:
π.χ. γενική ενικού ὄρεσ-ος>
ὄρεhος> ὄρεος> (τοῦ) ὄρους
Ο Όμηρος διατηρεί λείψανο τοπικής/οργανικής ὄρεσ-φι (=στα βουνά). Πραγματικό σύνθετο
είναι λ.χ. το ὀρεσίβιος (αυτός που
ζει στα βουνά). Το Ὀρέστης σημαίνει επομένως απλώς «ο ορεινός».
Πάτροκλος: «η δόξα του πατέρα του», όχι της
πατρίδας (αλλιώς το πρώτο συνθετικό θα ήταν πατρίδο-). Πρόκειται για
υποκοριστικό από το Πατροκλέης, Πατροκλῆς
(<πατήρ/πατρός και κλέος).
Σόλων: πιθανώς από το σόλος = όγκος σιδήρου, σιδερένια σφαίρα ή δίσκος στους αθλητικούς
αγώνες, μύδρος, πυρακτωμένο μέταλλο, μετεωρίτης.
Σωκράτης: «Αυτός που η δύναμή του (κράτος) είναι
σώα, υγιής, ακέραιη, απείραχτη». Πβ. σώφρων =αυτός που το πνεύμα του, ο νους
του είναι σώος, υγιής.
Τηλέμαχος: «αυτός που μάχεται από μακριά». Σε
αντίθεση με το ἀγχέμαχος = «αυτός που
μάχεται από κοντά».
Ιώ, Ίων, Ίωνες: το όνομα της Ιούς όσο και μια από τις εκδοχές του ονόματος
του πατέρα της, η μορφή Ίασος (Σ Ευρ., Ορ. 932, Παυσ. 2.16.1, Απολλόδ. 2.1.3), σχετίζονται πιθανότατα ετυμολογικά με το όνομα των Ιώνων μέσω του ομηρικού χαρακτηρισμού
«Ίασον Άργος». Η υπόθεσή αυτή στηρίζεται στη σύνδεση του Ίασου με παραδόσεις
του προδωρικού αποικισμού: έτσι λ.χ. στον Παυσ. 2.16.1 είναι εγγονός του Φόρβαντος
και γιος του Τρίοπα. Ο τελευταίος συνδέεται με το Τριόπιο απέναντι από τη Ρόδο
και θεωρείται ο πρώτος Έλληνας αποικιστής της Ρόδου. Περίπου 50 χιλιόμετρα βόρεια
του Τριόπιου στην Καρία υπήρχε η Ιασός, η οποία ιδρύθηκε από το προδωρικό
Άργος. Η αποικία του Τρίοπα στη Ρόδο, σύμφωνα με το Διόδωρο (4.58.7),
προηγήθηκε του δωρικού αποικισμού με τον Τληπόλεμο, γιο του Ηρακλή. Το γεγονός
ότι στην Οδύσσεια το Άργος ονομάζεται
«Ίασον Άργος» εξηγείται από τον Ακουσίλαο (απ. 36a,b) με την
επισήμανση ότι οι πολλαπλές ονομασίες του Άργους (Πελασγικό, Ίασον) προέρχονται
από τους γιους του Τρίοπα. Ο Στράβων (8.6.5) αναλύει αυτές και άλλες ονομασίες
του Άργους σε συμφραζόμενα που δηλώνουν πληθυσμούς και «έθνη». Οι
ονομασίες αυτές απαντούν στο ερώτημα «ποιο Άργος;» με όρους «εθνικότητας» του
πληθυσμού. Έτσι μπορούμε να υποπτευθούμε ότι όπως το «Πελασγικό» Άργος είναι το
Άργος των Πελασγών, έτσι και το «Ίασον» είναι το Άργος των Ιώνων. Στην
περίπτωση αυτή θα έπρεπε κανείς να υποθέσει ότι το -w- στις παλαιότερες σωζόμενες μορφές
του ονόματος, όπως το Iawon [βλ. Γραμμική Β΄ = KN B 164.4 και πβ. τις διάφορες μορφές της λέξης στις γλώσσες
της Ανατολής[1]],
αναπτύχθηκε από την απώλεια ενός μεσοφωνηεντικού -h- (< s).[2] Τότε το όνομα Ιώ θα
μπορούσε να θεωρηθεί συντομευμένη μορφή (υποκοριστικό) του Ιασίς ή Ιασίη.
[1] Πβ. Πέρσ.
178, Αριστοφ., Άχ. 104 και 106 (βλ.
και το Σ Αριστοφ., Άχ. ad loc., ὅτι
πάντας τοὺς Ἕλληνας Ἰάονας ἐκάλουν οἱ
βάρβαροι προείρηται), Τιμόθ., Πέρσ. 149 κ.α. Στις περσικές πινακίδες από την Περσέπολη οι Έλληνες
καλούνται με το εθνικό Yauna.
Τον ίδιο όρο (Yawanaya)
χρησιμοποίησαν οι Ασσύριοι ήδη από τον 8ο αιώνα π.Χ. καθώς και οι Αιγύπτιοι (Yawan). Στη Γένεση 10.2 ο Ιωυάν (Jawan) είναι
εγγονός του Νώε.
[2] Δηλαδή: Ιάσονες> Ιάhονες> Ιάwονες>
Ιάονες (ο συνήθης ομηρικός τύπος του ονόματος)> Ίωνες. Στη δωρική η
συναίρεση έδινε α μακρό (βλ. γεν. πληθ. Ἰάνων
αντί Ιώνων).
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου