Η λέξη ἔρεβος δηλώνει το σκότος του Κάτω Κόσμου και προέρχεται από ρίζα *hregw-, που δήλωνε γενικά το
σκοτάδι, με την προσθήκη της κατάληξης των δευτερόκλιτων ουσιαστικών -ος > *hregwos. Το αρχικό λαρυγγικό
τράπηκε σε ε- πιθανότατα από επίδραση του -ε- που ακολουθεί, ενώ το
χειλοϋπερωικό -gw- τράπηκε
σε -β- μπροστά από στρογγυλό οπίσθιο φωνήεν (πβ. πόλος < qwolos, αλλά τέλος < qwelos).[1]
Συνοπτικά: hregwos >
ἔρεgwος > ἔρεβος. Η πρώτη
φωνητική εξέλιξη ήταν προ-μυκηναϊκή, ενώ η τελευταία εξέλιξη ήταν
μετα-μυκηναϊκή.[2] Από παραλλαγή
της ίδιας ρίζας, αλλά με διαφορετική φωνητική εξέλιξη προέρχεται η λέξη ὄρφνη, που δηλώνει το σκοτάδι και τη
νύχτα (από *horgwhna
> orgwhna > orphna > ὄρφνα/ὄρφνη).[3]
Μια άλλη λέξη που δηλώνει το
σκοτάδι (αλλά και τη Δύση) είναι ο ζόφος,
προφορά dzophos. Από
την ίδια ρίζα προέρχεται το όνομα του ανέμου Ζέφυρος = ο άνεμος που φυσά από τα
δυτικά, δηλαδή από το μέρος που δύει ο ήλιος και πέφτει το σκοτάδι.[4]
Πβ. Επιζεφύριοι Λοκροί = οι Λοκροί της Δύσης. Από την ίδια ρίζα παράγονται τα δνόφος (dnophos), το οποίο έδωσε στην
Ελληνιστική Εποχή την παραλλαγή γνόφος. Κι εδώ πρέπει να υπήρχε ουδέτερο
ουσιαστικό *δνέφος ή *δνέφας που χάθηκε, αλλά πρόλαβε να
δώσει το επίθετο ἰοδνεφής (σκούρος
μενεξελής). Πιθανότατα στην ίδια κατηγορία ανήκει η λέξη κνέφας/κνέφος.
[1]
Θυμίζω ότι οι χειλοϋπερωικοί φθόγγοι διατηρούνται ακόμη στη Μυκηναϊκή (π.χ. gwasileus αντί βασιλεύς), όχι
όμως και τα αρκτικά λαρυγγικά που έδωσαν ανάλογα με το φωνητικό περιβάλλον ο,
ε, α ή χάθηκαν εντελώς.
[2]
Παράγωγες λέξεις: αιολικό ἐρεβεννός
(< ἐρεβεσνός), ἐρεμνός (<ἐρεβνός),
ἐρεβώδης.
[3] Παράγωγα:
ὀρφναῖος, ὀρφνώδης, ὄρφνινος, ὀρφνός, ὀρφνήεις,
ὄρφνιον, ὀρφνίδες κ.ά.
[4]
Η παραλλαγή ζεφ- αντί ζοφ- παραπέμπει στην ύπαρξη ενός ουδέτερου ουσιαστικού *ζέφος, το οποίο χάθηκε, αφού όμως πρώτα
έδωσε το παράγωγο ζέφυρος.
ΝΕ ΦΩΣ = Νέφος Νε = αρνητικό Νε τρώει, Νε πεινει....,
ΑπάντησηΔιαγραφή