ΑΝΤΟΝΕΛΑ ΑΝΕΝΤΑ (ANTONELLA ANEDDA) -8 ΠΟΙΗΜΑΤΑ



Μετάφραση: Σταύρος Γκιργκένης
Traduzione: Stavros Girgenis

IN UNA STESSA TERRA

Se ho scritto è per pensiero
perché ero in pensiero per la vita
per gli esseri felici
stretti nell’ombra della sera
per la sera che di colpo crollava sulle nuche.
Scrivevo per la pietà del buio
per ogni creatura che indietreggia
con la schiena premuta a una ringhiera
per l’attesa marina – senza grido – infinita.
Scrivi, dico a me stessa
e scrivo io per avanzare più sola nell’enigma
perché gli occhi mi allarmano
e mio è il silenzio dei passi, mia la luce deserta
– da brughiera –
sulla terra del viale.
Scrivi perché nulla è difeso e la parola bosco
trema più fragile del bosco, senza rami né uccelli
perché solo il coraggio può scavare
in alto la pazienza
fino a togliere peso
al peso nero del prato.

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΓΗ

Αν έγραψα, είναι από ανησυχία,
γιατί ανησυχούσα για τη ζωή
για τα χαρούμενα όντα,
τα στριμωγμένα στον ίσκιο του δειλινού,
για το δειλινό που κατέρρευσε ξαφνικά στον αυχένα.
Έγραψα για την ευσέβεια του σκότους
για κάθε πλάσμα που οπισθοχώρησε
με την πλάτη πιεσμένη σ’ ένα κιγκλίδωμα
για τη θαλάσσια αναμονή -δίχως κραυγή-, την άπειρη.
Γράφε, λέω στον εαυτό μου,
και γράφω για να προχωρήσω πιο μόνη στο αίνιγμα
γιατί τα μάτια με συνεγείρουν
και δική μου είναι η σιωπή των βημάτων, δικό μου το έρημο φως
-από χέρσο τόπο-
στη γη της λεωφόρου.
Γράφε, γιατί δεν προστατεύεται τίποτα και η λέξη δάσος
τρέμει πιο εύθραυστη από το δάσος, δίχως κλαδιά ή πουλιά,
γιατί μόνο το θάρρος μπορεί να σκάψει
ψηλά την υπομονή
μέχρι να αφαιρέσει βάρος
από το μαύρο βάρος του λιβαδιού.


1998

Ora è solo pioggia che benedice la strada
e nell’acqua che trema quasi una luce redenta da seguire.
Sarà una piccola distanza dal fulgore.
Dal forno dove il cibo si innalza
alle nuvole brune
tutto appena diverso dalla vita di sempre:
uno scarto nel gesto che depone i piatti per la sera
una luce nella crepa del muro
schiusa verso terre di pace.
Fuoco di cedro lungo i bordi del campo.
Così vedremo i volti degli assenti
le iniziali dei nomi travolte dai lapilli
nessun dolore ma il moto delle mani
che allontanano il fumo
e notte tra la notte: una fessura.

1998

Τώρα είναι μόνο η βροχή που ευλογεί το δρόμο
και στο νερό που τρέμει σχεδόν ένα φως λυτρωμένο για ν’ ακολουθήσεις.
Θα είναι μια μικρή απόσταση από τη λάμψη.
Από το φούρνο όπου το φαγητό υψώνεται
στα καφέ σύννεφα
όλα ελάχιστα διαφορετικά από τη συνήθη ζωή:
μια απόκλιση στη χειρονομία που αποθέτει τα πιάτα για το βράδυ
ένα φως στη ρωγμή του τείχους
που επωάζεται σε εδάφη της ειρήνης.
Φωτιά από κέδρο κατά μήκος των ορίων της πεδιάδας.
Έτσι θα δούμε τα πρόσωπα των απόντων
τα αρχικά των ονομάτων κατεστραμμένα απ’ την τέφρα
πόνος κανείς πλην της κίνησης των χεριών
που απομακρύνουν τον καπνό
και νύχτα ανάμεσα στη νύχτα: μια σχισμή.

I

Vedo dal buio
come dal più radioso dei balconi.
Il corpo è la scure: si abbatte sulla luce
scostandola in silenzio
fino al varco più nudo -al nero
di un tempo che compone
nello spazio battuto dai miei piedi
una terra lentissima
– promessa

Ι

Βλέπω από το σκοτάδι
ωσάν από το πιο ακτινοβόλο μπαλκόνι.
Το σώμα είναι ο πέλεκυς: πλήττει το φως
παραμερίζοντάς το σιωπηλά
μέχρι το πιο γυμνό χάσμα -στο μαύρο
ενός χρόνου που αποτελεί
στο χώρο τον σφυρηλατημένο απ’ τα πόδια μου
μια βραδύτατη γη
-υπόσχεση

VIII

Forse se moriamo è per questo? Perché l’aria liquida
dei giorni
scuota di colpo il tempo e gli dia spazio
perché l’invisibile, il fuoco delle attese
si spalanchi nell’aria
e bruci quello che ci sembrava
il nostro solo raccolto?

VIII

Ίσως, αν πεθάνουμε, είναι γι’ αυτό; Επειδή ο υγρός αέρας
των ημερών
διεγείρει αιφνιδίως το χρόνο και του δίνει χώρο
γιατί το αόρατο, η φωτιά των προσδοκιών
ανοίγεται στον αέρα
και καίει αυτό που νομίζαμε
ως τη μόνη συγκομιδή μας;

XIII

Anche questi sono versi di guerra
Composti mentre infuria, non lontano, non vicino
Seduti di sghembo a un tavolo rischiarato da lumi
Mentre cingono le porte di palme
Anche questo è un canto verso Dio
Che chini lo sguardo sui suoi vermi e ci travolga
Amati e non amati.
Non una tregua – un dono
Per questa terra folgorata.

XIII

Κι αυτοί επίσης είναι στίχοι πολέμου
συνθεμένοι πάνω στην οργή, όχι μακριά, όχι κοντά
καθισμένοι λοξά σε ένα τραπέζι φωτισμένο από λάμπες
ενώ το περιβάλλουν οι πόρτες από φοίνικα
Και αυτό επίσης είναι ένα τραγούδι προς τον Θεό
που σκύβει το βλέμμα στα σκουλήκια του και μας κατακλύζει,
αγαπημένους και μη αγαπημένους.
Όχι μία ανάπαυση -ένα δώρο
γι’ αυτή την κεραυνόπληκτη γη.

XIV

Benedetta tu a distanza
la più innocente tra le cose lontane
nicchia di tavolo e mela
una sfera un piano e contro l’alta fiamma del fuoco
le due forme congiunte a scavare il nitore di un vano.
Nulla in realtà ci chiama
eppure ci accostiamo agli oggetti
quasi fossero gli echi di una voce
l’annuncio indifeso di altre vite.
L’acqua nera, la sagoma del cane contro il molo.
Nessuno può dirli ricordi e fischiare davvero come allora
ma noi vediamo le tre stanze, lo scatto
di chi ancora viveva
e a un tratto gli armadi ci rimandano
un fuoco errante la stella incerta di un viso.
Nulla è compiuto nulla è ancora profondo.
C’è solo il tonfo di una calce improvvisa
e queste grida tra felci che sferzano le schiene
grida che non capiamo come accade nel buio agli inseguiti.
Alberi, corpi, folate contro i muri.
Basta un gesto: il rovescio di un gomito che spegne una candela.
Di colpo diventiamo ciò che aveva tremato.

XIV

Ευλογημένη εσύ σε απόσταση
η πιο αθώα ανάμεσα στα απομακρυσμένα πράγματα
κόγχη τραπεζιού και μήλο
μια σφαίρα μια επιφάνεια και απέναντι στη μεγάλη φλόγα της φωτιάς
δύο μορφές συνδυασμένες για να σκάψουν τη διαύγεια ενός κενού.
Τίποτα στην πραγματικότητα δεν μας καλεί
κι ωστόσο προσεγγίζουμε τα αντικείμενα
σχεδόν σαν να ήταν οι απόηχοι μιας φωνής
η ανυπεράσπιστη αναγγελία άλλων ζωών.
Το μαύρο νερό, το σώμα του σκύλου με φόντο την προβλήτα.
Κανείς δεν μπορεί να τα αποκαλέσει αναμνήσεις και να σφυρίξει στ’ αλήθεια όπως τότε
αλλά βλέπουμε τα τρία δωμάτια, την κίνηση
αυτών που ζούσαν ακόμα
και άξαφνα οι ντουλάπες μας θυμίζουν
μια περιπλανώμενη φωτιά το αβέβαιο αστέρι ενός προσώπου.
Τίποτα δεν έχει συντελεστεί, τίποτα δεν είναι ακόμα ουσιώδες.
Υπάρχει μόνο η πτώση ενός απρόβλεπτου ασβέστη
κι αυτές οι κραυγές ανάμεσα σε φτέρες που μαστιγώνουν τα νώτα
κραυγές που δεν κατανοούμε πώς συμβαίνουν μες στο σκότος στους κυνηγημένους.
Δέντρα, σώματα, ριπές ενάντια στους τοίχους.
Μια χειρονομία είναι αρκετή: το πίσω μέρος ενός αγκώνα που σβήνει ένα κερί.
Αίφνης γινόμαστε αυτό που ήταν τρεμάμενο.

QUELLO CHE DELL’AMORE RESTA

Molto era in quell’alba, in quell’albergo, nella carta
che mostrava l’acqua dura del muro e del soffitto.
Tutto, forse il senso del mondo, era nel singhiozzo di lei
con la nuca che batteva contro il letto
e nel gesto di lui
che le avvolgeva i seni nel lenzuolo.
Fuori cresceva il giorno
innaturale, come lo stelo di ferro della lampada
scosso a lungo con ira quando il corpo dell’altro era più solo.

ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΑΠΟΜΕΝΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ

Πολλά συνέβαιναν εκείνη την αυγή, σ’ εκείνο το ξενοδοχείο, στο χαρτί
που αποκάλυπτε το σκληρό νερό του τοίχου και της οροφής.
Τα πάντα, ίσως το νόημα του κόσμου, ήταν στο αναφιλητό της
με τον αυχένα που χτυπούσε ενάντια στο κρεβάτι
και στη χειρονομία εκεινού
που του τύλιγε στο σεντόνι το στέρνο.
Έξω η μέρα μεγάλωνε
αφύσικα, όπως η σιδερένια ράβδος της λάμπας,
κλονισμένη για ώρα με θυμό, όταν το σώμα του άλλου ήταν πιο μόνο.

A SOFIA
19,11,1993

Davvero come adesso, l’ulivo sul balcone
il vento che trasmuta le nubi. Oltre il secolo
nelle sere a venire quando né tu né io ci saremo
quando gli anni saranno rami
per spingere qualcosa senza meta
nelle sere in cui altri
si guarderanno come oggi
nel sonno – nel buio
come calchi di vulcano curvi nella cenere bianca.
Piego il lenzuolo, spengo l’ultima luce.
Lascio che le tue tempie battano piano le coperte
che si genufletta la notte
sul tuo veloce novembre.
*
Siedi davanti alla finestra
Guarda, ma accetta la disperazione:
c’è verità nella luna che sale
eppure non si alza a scudo sul dolore
si traduce –
come ho appena tradotto il libro aperto verso il muro –
semplicemente unisce il tavolo al pensiero
in un’attesa che arde ma non spiega
e tormenta ogni foglio dentro l’aria
con musica di abeti, luci ostili.

ΣΤΗ ΣΟΦΙΑ
19,11,1993

Πραγματικά όπως τώρα, η ελιά στο μπαλκόνι
ο άνεμος που μεταλλάσσει τα σύννεφα. Πέρα από τον αιώνα
στα δειλινά που θα έρθουν όταν ούτε εσύ ούτε εγώ θα υπάρχουμε
όταν τα χρόνια θα είναι κλαδιά
για να ωθείς κάτι δίχως στόχο
τα δειλινά στα οποία άλλοι
θα κοιτάζουν όπως σήμερα
στον ύπνο -στο σκοτάδι
σαν εκμαγεία ηφαιστείου σκαλισμένα στη λευκή τέφρα.
Διπλώνω το σεντόνι, σβήνω το τελευταίο φως.
Επιτρέπω στους κροτάφους σου να χτυπούν απαλά τις κουβέρτες
να υποκλίνεται η νύχτα
στον γοργό σου Νοέμβρη.
*
Κάθισε μπροστά στο παράθυρο
Κοίτα, αλλά αποδέξου την απελπισία:
υπάρχει αλήθεια στο φεγγάρι που ανεβαίνει
κι ωστόσο δεν υψώνεται ασπίδα απ’ τον πόνο
μεταφέρει-
όπως μόλις μετέφερα το ανοιχτό βιβλίο προς τον τοίχο -
απλώς ενώνει το τραπέζι με τη σκέψη
σε μια αναμονή που καίει αλλά δεν εξηγεί
και βασανίζει κάθε φύλλο στον αέρα
με μουσική ελάτου, εχθρικά φώτα.

ΣΥΝΤΟΜΗ ΕΡΓΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Η Αντονέλα Ανέντα (Antonella Anedda) είναι ποιήτρια, πεζογράφος και δοκιμιογράφος. Γεννήθηκε στη Ρώμη το 1955, αλλά κατάγεται από παλαιά οικογένεια της Σαρδηνίας. Έλαβε πτυχίο στην ιστορία της σύγχρονης τέχνης στο Πανεπιστήμιο La Sapienza της Ρώμης. Το 1982 έλαβε υποτροφία από το Ίδρυμα Giorgio Cini στη Βενετία και έγραψε άρθρα κριτικής της τέχνης για εφημερίδες και περιοδικά. Δίδαξε σε διάφορα ιταλικά πανεπιστήμια. Συμμετείχε σε ραδιοφωνικά προγράμματα για την RAI 3 και για το Ελβετικό Ραδιόφωνο. Η εμφάνισή της στην ποίηση χρονολογείται στα 1992 με τον βραβευμένο τόμο Residenze invernali. Το 2000, με το δεύτερο έργο της Notti di pace occidentale της απονεμήθηκε το Διεθνές Βραβείο Montale για ποίηση. Συνεχίζει να συνεργάζεται με διάφορα λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά περιοδικά. Συνεργάστηκε κατά καιρούς με διάφορους καλλιτέχνες και μουσικούς. Επεξεργάστηκε ανθολογίες ποίησης και της πεζογραφίας. Και τα άλλα ποιητικά της έργα βραβεύτηκαν: τα Il catalogo della gioia (2003), Dal Balcone del corpo (Mondadori 2007) έλαβαν διάφορα βραβεία, ενώ το Dal Balcone del corpo επιλέχτηκε ως Βιβλίο της Χρονιάς. Έλαβε μέρος σε διάφορα διεθνή φεστιβάλ ποίησης. Επιμελήθηκε, εξέδωσε, έγραψε εισαγωγές και σχόλια σε πλήθος μεταφρασμένων έργων της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Το πιο πρόσφατο βιβλίο ποίησής της, Salva con nome (Mondadori 2012), έλαβε επίσης πλήθος βραβείων. Τα κείμενά της έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες από εκδότες σε διάφορες χώρες του κόσμου. Η πιο πρόσφατη πεζογραφική δουλειά της είναι το Isolatria. Viaggio nell'arcipelago della Maddalena (Laterza 2013). Από το 2012 ζει μεταξύ Ιταλίας και Ηνωμένου Βασιλείου, για την έρευνά της σχετικά με τη σχέση μεταξύ Leopardi και Erasmus Darwin. Τον Ιανουάριο του 2014, της απονεμήθηκε το Βραβείο Puškin για το ποιητικό και δοκιμιακό της έργο.

Σχόλια