Το ποίημα βρέθηκε σε πάπυρο του πρώτου μισού του 1ου αιώνα μ.Χ. Από τα δύο αποσπάσματά του το πρώτο είναι εντελώς κατεστραμμένο και μόνο λίγα γράμματα έχουν απομείνει απ' αυτό. Το δεύτερο είναι καλά αναγνώσιμο από το στίχο 13 κ.εξ. Κάποιο παιδί θρηνεί τον πετεινό του, ο οποίος έφυγε για χάρη μιας κλώσας. Μόνη παρηγοριά για το παιδί και ανάμνηση απομένει το κλωσόπουλο του πετεινού:
.............το παιδί του το φύλαγε ο φίλος μου ο Τρύφων
σαν να 'τανε δικό του, μες στην αγκάλη του το φρόντιζε.
Δεν
ξέρω πού να πάω. Το πλοίο μου συντρίφτηκε.
Κλαίω
που έχασα τ' αγαπημένο πετεινάρι.
Μα να! το βλαστάρι του θα πάω να φροντίσω,
παιδί του μάχιμου, του αγαπητού Ελληνικού.
παιδί του μάχιμου, του αγαπητού Ελληνικού.
Χάρη σ'
αυτόν περνιόμουν για σπουδαίος στη ζωή μου
μακάριο με λέγανε όσοι αγαπάν να τρέφουν ζώα.
Ψυχομαχώ. Το πετεινάρι μου με ξέχασε,
μια κλώσα
αγάπησε κι εμένα μ' άφησε.
Μια
πέτρα στην καρδιά μου πάω να βάλω
και να κάτσω ήσυχος.
Φίλοι μου σεις την υγειά σας να 'χετε.
Φίλοι μου σεις την υγειά σας να 'χετε.