Η καταγωγή του κινητου (εφελκυστικου) -ν στην ιστορία της Ελληνικής


Το εφελκυστικό ή κινητό -ν φαίνεται ότι έχει την αρχή του στην δοτική πληθυντικού της προσωπικής αντωνυμίας. Βλέπε αττικό-ιωνικό ἡμῖν, δωρική ἁμίν, αιολική ἄμμιν. Παρατηρούμε σε πρώιμες επιγραφές την απόσπαση αυτού του τελικού -ν και την επέκτασή του πρώτα στη δοτική πληθυντικού των ονομάτων της τρίτης κλίσης (π.χ. ὄρνισι-ν). Αυτό συνέβη προπάντων στην αττική-ιωνική και λιγότερο σε μερικές ακόμα διαλέκτους (θεσσαλική χρήμασιν, διάλεκτος της Ηράκλειας ἔντασσιν). Από εκεί και πέρα μόνο στην αττική-ιωνική επεκτάθηκε κατ’ αναλογία πρώτα στο τρίτο πληθυντικό των ρηματικών μορφών και τέλος στο τρίτο ενικό: -σι(ν) και -ε(ν): π.χ. λύουσι(ν), ἔλεγε(ν). Όπου βρίσκουμε ρηματικούς τύπους με κινητό -ν σε άλλες διαλέκτους οφείλεται συνήθως σε επίδραση του έπους ή της Ελληνιστικής Κοινής. Τέλος παρατηρούμε ένα προαιρετικό -ν σε ορισμένα άλλα επιθήματα, όπως λόγου χάρη στο ὄπισθε(ν) και στο βίηφι(ν).
Η διάδοση της χρήσης του εφελκυστικού -ν στην καθημερινή ομιλία προκάλεσε μια ανάλογη εξέλιξη και στην επική ποίηση. Η ομηρική και μεθομηρική ιωνική επική παράδοση και αργότερα άλλες μη ιωνικές μορφές ποίησης στηρίζονται όλο και περισσότερο στο κινητό -ν προκειμένου να αποφύγουν τη χασμωδία και να επιτύχουν να μετατρέψουν μία ελαφριά συλλαβή σε βαριά μπροστά από ένα σύμφωνο που ακολουθεί. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή η πρακτική προηγείται του Ομήρου, όταν η επική ποίηση πέρασε στα χέρια των Ιώνων αοιδών. Από την άλλη αντίστροφα η χρησιμότητα του κινητού -ν στη μετρική των στίχων προκάλεσε την περαιτέρω εξάπλωση της χρήσης του και στην καθημερινή γλώσσα, αφού η σχέση ανάμεσα στη λογοτεχνική και την καθημερινή γλώσσα είναι πάντα συμβιωτική. Στην ακολουθία των διαφόρων φωνητικών αλλαγών μπορούμε, χρησιμοποιώντας εσωτερικά κριτήρια, να αποδείξουμε ότι, αφού εισήχθη στην ποίηση το κινητό -ν, οι ποιητές άρχισαν να παραμελούν το αρχικό δίγαμμα ϝ (=/w/). Στην αρχή εμφανίζονται φόρμουλες που χρησιμοποιούν και τα δύο προκειμένου να μετατρέψουν μια συλλαβή από ελαφριά σε βαριά. Βλέπε π.χ. Οδύσσεια τ 519, καλὸν ἀείδῃσιν (ϝ)ἔαρος νέον ἱσταμένοιο. Από την άλλη το κινητό -ν χρησιμοποιείται σε φράσεις όπου αντικαθιστά το αρχικό δίγαμμα, προκειμένου να αποφευχθεί η χασμωδία: ἔδωκε ϝάναξ ἀνδρῶν > ἔδωκεν ἄναξ ἀνδρῶν. Αυτή η εξέλιξη πρέπει να συνέβη μερικές γενεές πριν τον Όμηρο.
Η εισαγωγή του κινητού -ν είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν ορισμένες δυσεξήγητες λέξεις που εμφανίζονται στην ομηρική ποίηση μέσω της παράδοσης, όπως για παράδειγμα το επίθετο νήδυμος σε συνδυασμό με το ουσιαστικό ὕπνος. Το επίθετο προκάλεσε μεγάλα προβλήματα στους αρχαίους και τους νεότερους ερμηνευτές, οι οποίοι επιδόθηκαν σε ευρηματικές προσπάθειες ετυμολογίας και απόδοσης νοήματος. Ωστόσο η απλούστερη εξήγηση είναι ότι κατάγεται από το επίθετο ἡδύς (=γλυκός) και ότι προήλθε από μετα-ανάλυση μιας φρασεολογίας του τύπου ἔχε ϝήδυμος ὕπνος (=τον κυρίεψε γλυκός ύπνος) > ἔχεν ἥδυμος ὕπνος > ἔχε νήδυμος ὕπνος. Αλλά και η αντίστροφη διαδικασία, δηλαδή η αφαίρεση, επίσης παρατηρείται στο παραδομένο ομηρικό κείμενο: ἀνδράσι νηπεδανοῖσι > ἀνδράσιν ἠπεδανοῖσι: εδώ το αρχικό ν- της δεύτερης λέξης θεωρήθηκε εφελκυστικό -ν και μετατέθηκε στο τέλος της προηγούμενης δοτικής πληθυντικού.
[βλ. Steve Reece, Homer’s winged words, 2009, 39-41]


Σχόλια