Από δρόμο μοναχικό κι αδιόρατο,[1]
με νοσηρούς στοιχειωμένο μονάχα αγγέλους,
όπου είδωλο ένα με τ΄ όνομα Νύχτα
σε μαύρο θρόνο βασιλεύει ορθό,
μόλις έφτασα σε τούτη τη γη
απ’ την έσχατη δυσδιόρατη Θούλη,
από άγριο παράδοξο τόπο που έξοχος στέκει
έξω από χώρο και χρόνο.
Φαράγγια απύθμενα, δίχως όρια πλημμύρες,
χάσματα και σπηλιές και τιτάνια δάση,
με μορφές που κανείς δεν μπορεί να γνωρίσει
απ’ τα δάκρυα που ολόγυρα στάζουν.
Βουνά που εσαεί καταρρέουν
σε θάλασσες χωρίς ακρογιάλια,
θάλασσες που παλεύουν ακούραστα
σ’ ουρανούς της φωτιάς να υψωθούν.
Λίμνες που αδιάκοπα απλώνουν
τα μοναχικά τους νερά -νεκρά και μόνα-
τα ακίνητά τους νερά -κρύα κι ακίνητα-
με τα χιόνια κρεμάμενων κρίνων.
Πλάι στις λίμνες που έτσι απλώνουν
τα μοναχικά τους νερά -νεκρά και μόνα-
τα θλιμμένα νερά τους -θλιμμένα και κρύα-
με τα χιόνια κρεμάμενων κρίνων.
Πλάι στα όρη, κοντά στο ποτάμι
που με τόνο χαμηλό ψιθυρίζει, παντοτινά
ψιθυρίζει,
πλάι στα δάση τα γκρίζα, πλάι στον βάλτο
όπου μένουν ο φρύνος κι ο τρίτωνας,
πλάι στα κατηφή τα τέλματα και τις στέρνες,
όπου κατοικούνε οι δαίμονες-
κάθε σημείο και πιο ανόσιο-
κάθε γωνιά και πιο μελαγχολική-
εκεί ο ταξιδιώτης έμφοβος βρίσκει
καλυμμένες μνήμες του παρελθόντος,
σαβανωμένες μορφές που κινούν να στενάζουν
καθώς προσπερνούνε τον οδοιπόρο,
λευκοντυμένες μορφές φίλων δοσμένων καιρό
στον ουρανό και τη γη, μ’ αγωνία.
Στην καρδιά που αμέτρητοι οι πόνοι της είναι
είναι ετούτη η χώρα ειρηνική και παρήγορη,
για το πνεύμα που στο σκότος βαδίζει
είν' αυτή ένα Ελ Ντοράντο.
Μα ο ταξιδιώτης που μέσα απ’ αυτήν ταξιδεύει
είναι καλό να μην τολμήσει φανερά να την δει.
Τα μυστικά της ποτέ δεν εκτίθενται
στ’ ανοιχτά αδύναμα ανθρώπινα μάτια.
Έτσι είναι του βασιλιά η βουλή που απαγόρεψε
το ανασήκωμα των παρυφών του πέπλου.
Κι η θλιμμένη ψυχή που περνά από δω
την βλέπει, αλλά μέσα από γυαλί σκοτεινό.
Από δρόμο μοναχικό κι αδιόρατο,
με νοσηρούς στοιχειωμένο μονάχα αγγέλους,
όπου είδωλο ένα με τ΄ όνομα Νύχτα
σε μαύρο θρόνο βασιλεύει ορθό,
μόλις γύρισα από ταξίδι πίσω στο σπίτι,
απ’ αυτή την έσχατη δυσδιόρατη Θούλη.
Ανάλυση του
ποιήματος
Το ποίημα ανοίγει με έναν μυστηριώδη δρόμο
ή μονοπάτι μέσω του οποίου πορευόμαστε από ένα μέρος σε ένα άλλο. Δεν ξεκαθαρίζεται
ωστόσο με σαφήνεια από πού προέρχεται ο οδοιπόρος ή ποιος είναι ο τελικός
προορισμός του ταξιδιού του. Η χρήση της λέξης obscure είναι αμφίσημη,
αφού σημαίνει κάτι που είναι σκοτεινό, αλλά και κάτι που είναι δύσκολο να το
βρεις ή να το προσδιορίσεις. Η μοναχικότητα του δρόμου υπονοεί και τη μοναξιά
του ταξιδιώτη. Έτσι με λίγες λέξεις ο Πόε κατορθώνει να μας μεταδώσει μία
συγκεκριμένη ατμόσφαιρα. Η χρήση της λέξης ill για τους αγγέλους που
στοιχειώνουν την περιοχή είναι επίσης αμφίσημη. Μπορεί απλώς να υποδηλώνει έναν
κακό άγγελο, αλλά ακόμη χειρότερα έναν αρρωστημένο άγγελο, ο οποίος ίσως
λειτουργεί ως αντανάκλαση των εσωτερικών παθών του ομιλητή. Σε κάθε περίπτωση
έχουμε να κάνουμε με μια νοσηρή ατμόσφαιρα. Ο βασιλιάς ή μάλλον η βασίλισσα της
περιοχής είναι η Νύχτα ή καλύτερα το είδωλό της, το φάσμα της, το οποίο
βασιλεύει στητό (upright)
και ακίνητο στον μαύρο του θρόνο. Μας θυμίζει τα αγάλματα αρχαίων
θεοτήτων τα οποία δεσπόζουν μέσα στην ακινησία τους. Αμέσως μετά ο αφηγητής μάς μιλά για την Θούλη, το αρχαίο όνομα ενός νησιού στην άκρη
του κόσμου, το μακρινότερο μέρος στο οποίο μπορεί κανείς να πάει, ένα μέρος
έξω από τον γνωστό κόσμο, έξω από τον χώρο και τον χρόνο. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα μέρος υπερφυσικό.
Στη δεύτερη στροφή μαθαίνουμε περισσότερα για
την τοπογραφία και τα στοιχεία της γεωγραφίας του τόπου στον οποίο κατέφτασε ο
αφηγητής. Έχουμε τη χρήση μιας σειράς επιθέτων, τα οποία δηλώνουν την έλλειψη
ορίων ή τον γιγαντισμό όσων υπάρχουν στην περιοχή, όπως τα τεράστια δάση. Οι
μορφές των πραγμάτων είναι ακαθόριστες, γιατί παντού κυριαρχούν τα δάκρυα, τόσο
στα μάτια του αφηγητή, όσο και στο γύρω περιβάλλον,[2]
καθιστώντας ελλιπή την όραση και δίνοντας την εντύπωση ότι μετέχουμε σε μια
παραίσθηση. Τα όρια των πραγμάτων συγχέονται, τα βουνά καταρρέουν, οι θάλασσες
δεν έχουν ακτές, Προσπαθούν να αγγίξουν, όπως κανονικά κάνουν τα βουνά,[3] έναν
πύρινο ουρανό. Σε αντίθεση με τις θάλασσες και τα βουνά και τον ουρανό που
βρίσκονται σε διαρκή αναταραχή, οι λίμνες της περιοχής εκφράζουν αντιθετικά την
ακινησία, την στασιμότητα, τη μοναξιά και τον θάνατο. Η ακινησία αυτή επισφραγίζεται
από το χιόνι που καλύπτει τα πάντα και έχει το χρώμα του κρίνου.
Στην τρίτη στροφή επαναλαμβάνεται με
μικρές παραλλαγές η εικόνα των λιμνών, δημιουργώντας ένα είδος υπνωτικής
επανάληψης. Αμέσως μετά εισερχόμαστε σε ένα καινούργιο μέρος αυτής της
παράξενης χώρας. Εδώ υπάρχει ένα ποτάμι που δεν σταματάει να κυλά ποτέ, γκρίζα
δάση, έλη και βάλτοι, στάσιμα νερά. Ο αρρωστημένος αυτός τόπος κατοικείται
από νοσηρά πλάσματα, δαίμονες και βρικόλακες. Εδώ επίσης κατοικούν φαντάσματα
από μνήμες του παρελθόντος, από φίλους οι οποίοι παραδόθηκαν για πάντα στη γη
και στον θάνατο. Οι φασματικές αυτές μορφές προσπερνούν τον ταξιδιώτη δίχως να
τον αναγνωρίσουν, γεγονός που δείχνει ότι είναι στερημένες από τη μνήμη τους. Η
περιγραφή είναι εμπνευσμένη εδώ από την κάθοδό του Οδυσσέα στον Άδη και τη
συνάντηση του με τα είδωλα των νεκρών που περιπλανιούνται άσκοπα και χωρίς να
θυμούνται τίποτα στα λιβάδια του Κάτω Κόσμου. Με μια παράδοξη ανατροπή της
συναισθηματικής κατάστασης, ο αφηγητής μάς βεβαιώνει πως εδώ νιώθει καλύτερα,
παρά την τρομακτική υφή του κόσμου που αντικρίζει. Ίσως γιατί η ψυχή του είναι
εξίσου νοσηρή και βρίσκει ανακούφιση στη νοσηρότητα αυτού του αρρωστημένου
κόσμου. Όσο όμως και αν ο ταξιδιώτης αισθάνεται μία ορισμένη εσωτερική ειρήνη εδώ
που έχει φτάσει, ωστόσο δεν πρόκειται για τη χώρα του, γι’ αυτό και είναι απλώς
περαστικός και δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει στην πληρότητά τους τα μυστικά
αυτού του κόσμου, τα οποία τα βλέπει μονάχα μέσα από ένα θολό καθρέφτη,
Πρόκειται για μια προφανή αναφορά στο διάσημο χωρίο της επιστολής του
αποστόλου Παύλου (Α΄ Κορ. 13.12, βλέπομεν
γὰρ ἄρτι δι' ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι). Τα
μυστικά αυτά ίσως να του αποκαλυφθούν οριστικά, όταν θα επιστρέψει
όχι ως θλιμμένη περαστική ψυχή, αλλά ως μόνιμος κάτοικος, σαν τα
φαντάσματα των νεκρών αυτού του κόσμου. Δεν είμαστε βέβαιοι αν ο βασιλιάς αυτής
της περιοχής ταυτίζεται με το είδωλό της νύχτας που αναφέρθηκε στην αρχή του
ποιήματος, αν και η ταύτιση αυτή ενισχύεται από την επανάληψη των αρχικών
στίχων που αποτελεί και το τέλος του ποιήματος. Υπάρχει μόνο μια μικρή διαφορά.
Ο ταξιδευτής έχει επιστρέψει πια στο ανώνυμο σπίτι του.
Λαμβάνοντας υπόψη τον τίτλο του ποιήματος, Ονειροχώρα,
μπορούμε να υποθέσουμε ότι όλα όσα προηγήθηκαν αποτελούν το περιεχόμενο ενός συμβολικού
ονείρου. Επομένως η υποθετική επιστροφή στο σπίτι αποτελεί στην πράξη το
ξύπνημα του ποιητικού υποκειμένου. Ωστόσο αυτό το όνειρο γειτονεύει ανησυχητικά
και με την πραγματικότητα, όπως την βιώνουμε όταν είμαστε ξύπνιοι, αλλά
ενδεχομένως και με τη μεταφυσική αλήθεια, όπως θα την βιώσουμε μετά τον θάνατο.
Συνεπώς η χώρα του ονείρου είναι ένας ενδιάμεσος τόπος και χρόνος, ένα είδος γεύσης
του παρόντος και πρόγευσης του μέλλοντος.
Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη, 14-11-2016
[1] By a route obscure
and lonely,
Haunted by ill angels only,
Where an Eidolon, named NIGHT,
On a black throne reigns upright,
I have reached these lands but newly
From an ultimate dim Thule—
From a wild clime that lieth, sublime,
Out of SPACE— out of TIME.
Bottomless vales and boundless floods,
And chasms, and caves, and Titan woods,
With forms that no man can discover
For the tears that drip all over;
Mountains toppling evermore
Into seas without a shore;
Seas that restlessly aspire,
Surging, unto skies of fire;
Lakes that endlessly outspread
Their lone waters— lone and dead,—
Their still waters— still and chilly
With the snows of the lolling lily.
By the lakes that thus outspread
Their lone waters, lone and dead,—
Their sad waters, sad and chilly
With the snows of the lolling lily,—
By the mountains— near the river
Murmuring lowly, murmuring ever,—
By the grey woods,— by the swamp
Where the toad and the newt encamp—
By the dismal tarns and pools
Where dwell the Ghouls,—
By each spot the most unholy—
In each nook most melancholy—
There the traveller meets aghast
Sheeted Memories of the Past—
Shrouded forms that start and sigh
As they pass the wanderer by—
White—robed forms of friends long given,
In agony, to the Earth— and Heaven.
For the heart whose woes are legion
'Tis a peaceful, soothing region—
For the spirit that walks in shadow
'Tis— oh, 'tis an Eldorado!
But the traveller, travelling through it,
May not— dare not openly view it!
Never its mysteries are exposed
To the weak human eye unclosed;
So wills its King, who hath forbid
The uplifting of the fringed lid;
And thus the sad Soul that here passes
Beholds it but through darkened glasses.
By a route obscure and lonely,
Haunted by ill angels only,
Where an Eidolon, named NIGHT,
On a black throne reigns upright,
I have wandered home but newly
From this ultimate dim Thule.
Haunted by ill angels only,
Where an Eidolon, named NIGHT,
On a black throne reigns upright,
I have reached these lands but newly
From an ultimate dim Thule—
From a wild clime that lieth, sublime,
Out of SPACE— out of TIME.
Bottomless vales and boundless floods,
And chasms, and caves, and Titan woods,
With forms that no man can discover
For the tears that drip all over;
Mountains toppling evermore
Into seas without a shore;
Seas that restlessly aspire,
Surging, unto skies of fire;
Lakes that endlessly outspread
Their lone waters— lone and dead,—
Their still waters— still and chilly
With the snows of the lolling lily.
By the lakes that thus outspread
Their lone waters, lone and dead,—
Their sad waters, sad and chilly
With the snows of the lolling lily,—
By the mountains— near the river
Murmuring lowly, murmuring ever,—
By the grey woods,— by the swamp
Where the toad and the newt encamp—
By the dismal tarns and pools
Where dwell the Ghouls,—
By each spot the most unholy—
In each nook most melancholy—
There the traveller meets aghast
Sheeted Memories of the Past—
Shrouded forms that start and sigh
As they pass the wanderer by—
White—robed forms of friends long given,
In agony, to the Earth— and Heaven.
For the heart whose woes are legion
'Tis a peaceful, soothing region—
For the spirit that walks in shadow
'Tis— oh, 'tis an Eldorado!
But the traveller, travelling through it,
May not— dare not openly view it!
Never its mysteries are exposed
To the weak human eye unclosed;
So wills its King, who hath forbid
The uplifting of the fringed lid;
And thus the sad Soul that here passes
Beholds it but through darkened glasses.
By a route obscure and lonely,
Haunted by ill angels only,
Where an Eidolon, named NIGHT,
On a black throne reigns upright,
I have wandered home but newly
From this ultimate dim Thule.
[2]
Επομένως συγχέεται ο εξωτερικός κόσμος (βροχή) με τον συναισθηματικό κόσμο
(δάκρυα) και ταυτίζονται. Τα δάκρυα-βροχή σαν ομίχλη θολώνουν την όραση.
[3]
Τα βουνά εδώ δεν μπορούν να αγγίξουν τον ουρανό, γιατί έχουν καταρρεύσει μέσα στις
θάλασσες, οι οποίες παίρνουν τη θέση των βουνών και προσπαθούν να αγγίξουν
αυτές τον ουρανό.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου