Πώς ο βασιλιάς των Λυδών κατάλαβε ότι το χρυσάφι είναι άχρηστο

      


Ο Πύθης,[1] όταν βρήκε μετάλλευμα χρυσού, διέταξε όλους τους πολίτες να ασχολούνται με τα μεταλλεία, να κάνουν εξορύξεις  και να καθαρίζουν το χρυσάφι, αλλά να μην ασχολούνται με τίποτε άλλο ούτε στη γη, ούτε στη θάλασσα. Όλοι απηύδησαν, καθώς δεν είχαν ούτε καρπούς, ούτε έκαναν οτιδήποτε άλλο από αυτά που είναι χρήσιμα για την επιβίωση. Οι γυναίκες τους ικέτευσαν την σύζυγο του Πύθη, την Πυθόπολη.  Εκείνη τις παρακίνησε να φύγουν και να έχουν θάρρος, ενώ η ίδια κάλεσε τους χρυσοχόους και τους διέταξε να κατασκευάσουν χρυσά ψάρια, γλυκά, φρούτα, προσφάγια, και γενικά όλα τα φαγητά να τα κάνουν από χρυσάφι. Ο Πύθης επέστρεψε από ταξίδι και ζήτησε να δειπνήσει. Η γυναίκα του του παρέθεσε χρυσή τράπεζα, πάνω στην οποία δεν υπήρχε τίποτα φαγώσιμο, αλλά όλα ήταν χρυσά και όμοια με φαγώσιμα.  Ο Πύθης, αφού επαίνεσε την μίμηση της τέχνης, ζήτησε να φάει. Εκείνη όμως του πρόσφερε κάτι άλλο από χρυσάφι όμοιο κι αυτό πάλι με φαγητό. Όταν εκείνος βρέθηκε σε δυσχερή θέση και ομολόγησε ότι πεθαίνει στην πείνα, η γυναίκα τού είπε: «όμως έχεις διαλύσει την γεωργία και κάθε άλλη τέχνη και έδωσες διαταγή  να ασχολούνται με την εξόρυξη άχρηστου χρυσού, ο οποίος σε τι ωφελεί τους ανθρώπους, αν δεν υπάρχουν αυτοί οι οποίοι θα σπείρουν και θα φυτέψουν καρπούς;». Εξαιτίας της σοφίας της γυναίκας του ο Πύθης κατανόησε ότι έπρεπε να σταματήσει την εργασία με τα μέταλλα και να αφήσει τους πολίτες να ασχοληθούν με την γεωργία και τις άλλες τέχνες.
(Πολύαινος, Στρατηγήματα 8.42)

Πύθης χρύσεια μέταλλα εὑρὼν πάντας τοὺς πολίτας ἐκέλευσε μεταλλεύειν͵ ὀρύσσειν͵ καθαίρειν χρυσίον͵ ἄλλο μηδὲν δρᾶν μήτε ἐν τῇ γῇ μήτε ἐν τῇ θαλάσσῃ· πάντες ἀπηγόρευον οὔτε καρποὺς ἔχοντες οὔτε ἄλλο τι τῶν πρὸς τὸν βίον πράσσοντες. αἱ δὲ γυναῖκες αὐτῶν ἱκετεύουσι τὴν τοῦ Πύθου γυναῖκα Πυθόπολιν. ἡ δὲ ἐκέλευσεν ἐκείνας μὲν ἀπιέναι καὶ θαρρεῖν͵ αὐτὴ δὲ τοὺς δημιουργοὺς τοῦ χρυσίου καλέσασα ἐκέλευσε ποιεῖν ἰχθῦς χρυσοῦς͵ πέμματα͵ ὡραῖα͵ ὄψα͵ βρώματα πάντα χρυσᾶ. Πύθης ἧκεν ἐξ ἀποδημίας καὶ δεῖπνον ᾔτει. ἡ γυνὴ παρέθηκεν αὐτῷ χρυσῆν τράπεζαν͵ ἐφ΄ ἧς παρέκειτο οὐδὲν ἐδώδιμον͵ ἀλλὰ πάντα χρυσᾶ ἐδωδίμοις ὅμοια. Πύθης ἐπαινέσας τὴν μίμησιν τῆς τέχνης ᾔτει φαγεῖν. ἡ δὲ προσέφερεν αὐτῷ ἄλλο τι χρυσοῦν ὅμοιον ἐδωδίμῳ καὶ τοῦτο πάλιν. δυσχεραίνοντος δὲ καὶ λιμώττειν ὁμολογοῦντος «ἀλλὰ γεωργίαν μὲν», εἶπεν, «καὶ τέχνην πᾶσαν κατέλυσας· ἐκέλευες δ΄ ὀρύσσειν ἄχρηστον χρυσίον͵ οὗ τί τοῖς ἀνθρώποις ὄφελος͵ εἰ μὴ τοὺς σπειρομένους καὶ φυτευομένους καρποὺς ἔχοιεν;». τῇ σοφίᾳ τῆς γυναικὸς ἐδιδάχθη Πύθης καταλῦσαι μὲν τὴν τῶν μετάλλων ἐργασίαν͵ ἀφεῖναι δὲ τοὺς πολίτας ἐπὶ γεωργίαν καὶ τὰς ἄλλας τέχνας.
--------------------------------------------------------------------------------------------------------
[1] Βασιλιάς των Λυδών, ο οποίος κυριεύθυκε από μανία για χρυσάφι που έμοιαζε με αυτή του Μίδα. Όταν πέθαναν οι γιοι του, αποσύρθηκε σε μαυσωλείο χτισμένο πάνω σε μια νησίδα στη μέση κάποιου ποταμού, αφήνοντας την εξουσία στη γυναίκα του.


Σχόλια