Μέχρι
και τις αρχές του 20ου αιώνα οι περισσότεροι μελετητές θεωρούσαν τον Αισχύλο
οπαδό της αριστοκρατικής παράταξης, στηριγμένοι κυρίως στον έπαινο του Αρείου
Πάγου στις Ευμενίδες. Τα πράγματα
άρχισαν να αλλάζουν, όταν ο R. W. Livingstone δημοσίευσε το 1925 ένα άρθρο, με το οποίο υποστήριζε ότι ο
τραγικός ήταν με το μέρος των δημοκρατικών.[1] O Livingstone υποστήριξε πως θα μπορούσαμε να διαβάσουμε τις Ευμενίδες διαφορετικά: ο εκπεφρασμένος
ενθουσιασμός του ποιητή για το μέλλον της Αθήνας, αλλά και το γεγονός ότι στο
έργο αυτό ο Άρειος Πάγος παρουσιάζεται εκ της συστάσεώς του στο μυθικό παρελθόν
να έχει μόνο τις αρμοδιότητες που του άφησαν οι δημοκρατικοί μετά τις
μεταρρυθμίσεις του Εφιάλτη, αποτελούν στοιχεία για τον ερευνητή ότι ο Αισχύλος πρόσκειται
στη δημοκρατική παράταξη. Η σύγχρονη έρευνα τείνει να αποδεχθεί σε γενικές
γραμμές την άποψη του Livingstone, με την
προϋπόθεση ότι θα θεωρήσουμε τον ποιητή μετριοπαθή δημοκράτη. Κατά καιρούς
εμφανίστηκε και μια τρίτη μεγάλη τάση της έρευνας: στον Αισχύλο δεν μπορεί να
αποδοθεί ο χαρακτηρισμός ούτε του οπαδού των αριστοκρατών ούτε των
δημοκρατικών. Αυτό που ενδιαφέρει τον ποιητή είναι να παίξει το ρόλο του
συμφιλιωτή ανάμεσα στις δύο παρατάξεις, ώστε η πόλη να επιτύχει το ιδεατό και
πεπρωμένο μεγαλείο της. Χαρακτηριστικός εκπρόσωπος της τρίτης τάσης υπήρξε ήδη
από το 1932 η Clara Smertenko.[2] Κατά τη Smertenko την εποχή του Αισχύλου δεν μπορεί να γίνεται λόγος για την ύπαρξη
καθαρών γραμμών ανάμεσα σε αντίπαλα κόμματα. Η πολιτική διαμάχη παίρνει περισσότερο
τη μορφή αγώνα εξουσίας ανάμεσα σε αντίπαλες ηγετικές προσωπικότητες για
συγκεκριμένα πολιτικά μέτρα. Δεν υπάρχουν ακόμα οι ξεκάθαρες ιδεολογικές
διαφορές της εποχής του Περικλή. Στην ιστορία του Ηροδότου δεν καταγράφονται
κομματικές διαφορές στην Αθήνα με αυστηρά ιδεολογικά κριτήρια. Ο Αισχύλος θα
ήταν σε θέση να εκτιμήσει την προσφορά στην πόλη τόσο του Περικλή και του
Εφιάλτη όσο και του Κίμωνα. Κατά την άποψή της στις Ευμενίδες η συμφιλίωση ανάμεσα στις Ερινύες και την Αθηνά
συμβολίζει τη συμφιλίωση ανάμεσα στους συντηρητικούς οπαδούς των παλαιών θεσμών
και όσους υποστήριζαν την ανάγκη συνταγματικών μεταρρυθμίσεων. Η θέση αυτή
ενισχύεται από την επίμονη αναφορά του Χορού (=Ερινύες) στην αρχαιότητά του ως
προς τους νέους θεούς και το φόβο του για καινοτομίες. Μετά τη μεταστροφή του
καλεί τους Αθηναίους με ειλικρινή διάθεση να αποφεύγουν τις διαμάχες και να
ομονοήσουν για το καλό της πόλης τους (976 κ.εξ.). Επίσης κατά τη Smertenko η περιγραφή μιας κληρονομικής κατάρας που περνά από γενιά σε
γενιά χωρίς τη δυνατότητα τερματισμού της δράσης της βρίσκεται σε άμεση
συνάφεια με την ιστορία της οικογένειας των Αλκμεωνιδών. Το
περίφημο Κυλώνειο
Άγος συνόδευε ως σκιά τους πολιτικούς της οικογένειας για αιώνες. Οι
Αλκμεωνίδες είχαν εξοριστεί το 596 ή 594 π.Χ., εντούτοις σχετικά σύντομα τους
επιτράπηκε να επιστρέψουν στην πόλη, χωρίς όμως ποτέ να μπορέσουν να απαλλαγούν
από το στίγμα του εγκλήματος. Στο τέλος του 6ου αιώνα οι Σπαρτιάτες
ζήτησαν την τιμωρία του Κλεισθένη στηριζόμενοι σ’ αυτό το στίγμα, ενώ η σημασία
που δίνεται στην ιστορία του άγους από τον Ηρόδοτο και το Θουκυδίδη (Ηρόδ. 5,
70, Θουκ. 1, 126) φανερώνουν τη σημασία αυτής της παράδοσης ακόμη και στα τέλη
του 5ου αιώνα. Οι Αλκμεωνίδες, κατά τον Αισχύλο, υπέφεραν πολύ, όπως
ο Ορέστης, και τελικά εξαγνίστηκαν από τον Απόλλωνα. Ο παραλληλισμός με τις
περιπλανήσεις του Ορέστη είναι χτυπητός. Δεν αποτελεί σύμπτωση το γεγονός ότι ο
βωμός των Ευμενίδων βρισκόταν στο σημείο, όπου οι Αλκμεωνίδες είχαν διαπράξει
το αρχικό έγκλημα. Οι στίχοι 796-7 αναφέρονται κατά πάσα πιθανότητα στη
δικαίωση των Αλκμεωνιδών από τους Δελφούς. Η αθώωση του Ορέστη με το επιχείρημα
ότι η μητέρα δεν αποτελεί αληθινό γονέα, αλλά κιβωτό φύλαξης της ζωής που της
εμπιστεύεται ο πατέρας, έχει άμεση εφαρμογή στον Περικλή, ο οποίος ήταν
Αλκμεωνίδης από τη μεριά μόνο της μητέρας του. Ο Θουκυδίδης μάς αναφέρει ότι
στην αρχή του Πελοποννησιακού Πολέμου η Σπάρτη ζήτησε την εξορία των
Αλκμεωνιδών ως καταραμένων, για να απαλλαγεί από τον Περικλή. Είναι πολύ
πιθανό, επομένως, πως ήδη από την αρχή της πολιτικής του καριέρας στα τέλη της
δεκαετίας 470-460 η ιστορία του άγους αποτέλεσε μόνιμο όπλο στα χέρια των
αντιπάλων του. Εντούτοις ο Αισχύλος επιδιώκει μόνο την απαλλαγή του Περικλή,
όχι την εξαφάνιση των αντιπάλων του. Εξ ου και ο ύμνος της Αθηνάς προς τον
αριστοκρατικό Άρειο Πάγο και οι προειδοποιήσεις της προς τους Αθηναίους να μην
καινοτομούν υπερβολικά (680 κ.εξ.) (Smertenko 234-5).
Μεγάλο
μέρος της επιχειρηματολογίας της Smertenko στηρίζεται
στην πεποίθηση ότι οι Αλκμεωνίδες ήταν πράγματι δημοκρατικοί. Η πεποίθηση αυτή
πηγάζει κατά μεγάλο μέρος από τη θέση ότι ο πατέρας του Περικλή, ο Ξάνθιππος,
ήταν φίλος των Αλκμεωνιδών. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει απόδειξη για κάτι
τέτοιο. Είναι αλήθεια ότι ο Ξάνθιππος παντρεύτηκε μια γυναίκα απ’ αυτήν την
οικογένεια, αλλά το ίδιο έκανε και ο Πεισίστρατος και ο Κίμων. Αυτό δείχνει
μόνο ότι την εποχή του γάμου[3]
ο Ξάνθιππος θεωρούνταν υποψήφιος σύμμαχος των Αλκμεωνιδών. Αυτό δε σημαίνει ότι
παρέμεινε και σύμμαχός τους. Τουναντίον υπάρχουν ενδείξεις για το αντίθετο. Η
πιο σημαντική είναι χωρίο της Αθηναίων
πολιτείας (22, 5-7) για τους οστρακισμούς που ακολούθησαν τη μάχη του
Μαραθώνα. Εκεί ο Ξάνθιππος σαφώς διαχωρίζεται από τον Αλκμεωνίδη Μεγακλή: ο
δεύτερος ήταν φίλος των τυράννων, ο πρώτος εχθρός της τυραννίας. O Ξάνθιππος
φαίνεται ότι ήταν υπεύθυνος και για τον εξοστρακισμό του Μιλτιάδη (Ηρόδ. 6,
136) και όχι οι Αλκμεωνίδες, οι οποίοι ήταν
αδύναμοι μετά τη μάχη του Μαραθώνα.[4]
To γεγονός αυτό αποτελεί μια ακόμη ένδειξη της
ανεξαρτησίας του σε σχέση με τους Αλκμεωνίδες. Αν, λοιπόν, ο Ξάνθιππος έστεκε
μακριά από τους Αλκμεωνίδες, το πιθανότερο είναι να έκανε το ίδιο και ο γιος
του. Η μόνη καταγεγραμμένη επαφή του Περικλή με τους συγγενείς του είναι το
γεγονός ότι παρακολούθησε το γάμο του Ευρυπτόλεμου, όπου όμως δεν περίμενε ούτε
τη δεξίωση (Πλούτ., Περ. 7, 5). Η
σύνδεση του Περικλή με την κατάρα των Αλκμεωνιδών και με την οικογένεια
φαίνεται ότι τονιζόταν περισσότερο από τους εχθρούς του παρά από τον ίδιο. Έτσι
το μίσος των Αλκμεωνιδών προς το Θεμιστοκλή δεν πρέπει να μας παρασύρει και να
θεωρούμε τους δύο πολιτικούς ως αντιπάλους. Το γεγονός ότι ο Περικλής
κληρονόμησε πολλές από τις ιδέες του Θεμιστοκλή πρέπει να αποτελεί αποτέλεσμα
προσωπικών επαφών κατά τη νεότητα του Περικλή. Kανένας
Αλκμεωνίδης δεν παρουσιάζεται στις πηγές να κάνει κάτι ιδιαίτερα δημοκρατικό
μετά τον Κλεισθένη και στην Αθηναίων
πολιτεία (28, 2) είναι ο Ξάνθιππος και όχι ο Μεγακλής που εμφανίζεται ως
προστάτης του δήμου στη δεκαετία 500-490. Αργότερα η οικογένεια συνεργάζεται με
τους Φιλαΐδες, μια κίνηση που δύσκολα θα χαρακτηριζόταν δημοκρατική: γύρω στα
480 ο Κίμωνας παντρεύεται την Ισοδίκη, ενώ στα τέλη της δεκαετίας του 470 οι
δύο οικογένειες συνεργάζονται στο πρόσωπο του Λεωβώτη για την εκδίωξη του
Θεμιστοκλή (Πλούτ., Θεμ. 23, 1 / Περί φυγής 605Ε). Οι Αλκμεωνίδες
προσπάθησαν το 508 να προσεταιρισθούν το δήμο, για να αυξήσουν την επιρροή
τους. Φαίνεται όμως ότι τα αποτελέσματα της πολιτειακής μεταβολής τους φόβισαν,
γι’ αυτό αναζήτησαν φίλους στην αριστοκρατία. Πρώτα στράφηκαν στους
Πεισιστρατίδες και κατόπιν στους Φιλαΐδες και τον Κίμωνα με το παμπάλαιο μέσο
του γάμου. Πάντως μέχρι το 462 και τις μεταρρυθμίσεις του Εφιάλτη
εξακολουθούσαν να παίζουν σημαντικό ρόλο στην πολιτική σκηνή μαζί με τον
Κίμωνα, τον Μελησία και άλλους αριστοκράτες.
[1] “The Problem of the Eumenides of Aeschylus”, JHS 45 1925, 120-131.
[2] “The Political Sympathies of Aeschylus”, JHS 52 1932, 233-235.
[3] Μεταξύ του 510 και του 490 π.Χ.,
όταν γεννήθηκε ο Περικλής.
[4] Ο φιλομηδισμός των Αλκμεωνιδών
φαίνεται ότι φημολογούνταν ήδη από τη δεκαετία του 490-480, αφού σε όστρακο από τα
τέλη της δεκαετίας ένας Αλκμεωνίδης, ο Καλλίξενος, υποψήφιος για οστρακισμό,
χαρακτηρίζεται ως προδότης. Άρα, η ιστορία δεν μπορεί να αποτελεί μεταγενέστερη
επινόηση μόνο για να χτυπηθεί ο Περικλής, και επομένως η πολιτική των Αλκμεωνιδών τη
δεκαετία του 500-490 πρέπει να ήταν τέτοια που να δικαιολογούσε την κατηγορία
του μηδισμού.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου