Η λυρική ποίηση στην Ελληνιστική Εποχή (συνοπτική επισκόπηση και σύνδεσμοι)


[Για όσα λέγονται παρακάτω ισχύει: Ρ= Collectanea Alexandrina του J. U. Powell, Oxford 1925 και SΗ= Supplementum Hellenisticum των H. Lloyd-Jones και P. Parsons, Berlin-N.York 1983]

Η λυρική ποίηση συνέχισε αδιάπτωτα τη δραστήρια ζωή της και στην αλεξανδρινή περίοδο. Ένα μεγάλο τμήμα της ποιητικής παραγωγής εξακολούθησε να αφορά τη λατρεία και τις τελετές στα πλαίσια των γιορτών και των θυσιών για τους θεούς των Ελλήνων, παρά την απώλεια της πολιτικής ανεξαρτησίας των κλασικών πόλεων-κρατών. Έτσι οι ανασκαφικές έρευνες σε σημαντικά ιερά στον ελλαδικό χώρο και έξω απ' αυτόν έφεραν στο φως σημαντικά τεκμήρια της λατρευτικής ποίησης της εποχής. Από το Ασκληπιείο της Επιδαύρου έγινε γνωστή η ποίηση του Ίσυλλου (Ρowell = Ρ, 132) με έναν παιάνα στον Ασκληπιό και τον Απόλλωνα που χρονολογείται γύρω στα 300 π.Χ. Από το Ασκληπιείο των Αθηνών προέρχεται ένας παιάνας στον Απόλλωνα κάποιου Μακεδονικού (Ρ, 138), από τις Ερυθρές της Μ.Ασίας ένας παιάνας στον Ασκληπιό (Ρ, 136). Και οι Δελφοί έχουν προσφέρει σημαντικά ευρήματα : ένας παιάνας στο Διόνυσο του Φιλόδαμου από τη Σκάρφεια (Ρ, 165), παιάνας στον Απόλλωνα και ύμνος στην Εστία κάποιου Αριστονόου από την Κόρινθο (Ρ, 162, 164 – τέλη 3ου αιώνα π.Χ.). Πρέπει να προστεθούν εδώ και δύο παιάνες στον Απόλλωνα (Ρ, 141, 149), ο ένας ανώνυμος, ο άλλος ενός Λιμήνιου, οι οποίοι αποτελούν κατά πάσα πιθανότητα τους καρπούς μιας αθηναϊκής αποστολής στους Δελφούς για τα Πύθια του 128/7 π.Χ. και οι οποίοι, κατά καλή τύχη, συνοδεύονται από μουσικά σύμβολα για φωνή και όργανο της αρχαίας παρασημαντικής αποτελώντας μ' αυτόν τον τρόπο πολύτιμο, όσο και σπάνιο δείγμα αυθεντικής αρχαίας μουσικής.
            Εκτός από τα λατρευτικά άσματα για τις μεγάλες πανελλήνιες θεότητες που αναφέρθηκαν, μας έχουν σωθεί και ύμνοι για κατώτερες ομάδες θεοτήτων, δαιμόνων όπως τους αποκαλούσαν οι αρχαίοι Έλληνες, όπως ένας ύμνος στους Ιδαίους Δάκτυλους, μιας ομάδας δαιμόνιων τεχνιτών, από την Ευβοϊκή Ερέτρια (Ρ, 171) και ένας ύμνος στους Κουρήτες από το Παλαίκαστρο της Κρήτης (Ρ, 160). Δε λείπουν και τα άσματα προς τιμήν μη ελληνικών θεοτήτων που γνωρίζουν μεγάλη διάδοση κατά την ελληνορωμαϊκή εποχή, όπως π.χ. ένας ύμνος στην Ίσιδα (Ρ, 198. 36), καθώς και σε αφηρημένες έννοιες, οι οποίες απέκτησαν την εποχή αυτή θεϊκή υπόσταση (ύμνος στην Τύχη – Ρ, 196. 34-, ύμνος στη Φύση – Ρ, 197. 35).
            Δείγμα των πολιτικών εξελίξεων της εποχής, με τη μετάβαση από την πόλη-κράτος στο ισχυρό και εκτεταμένο ελληνιστικό βασίλειο και τη συνακόλουθη έξαρση του προσώπου και της υπόστασης του μονάρχη, αποτελεί η υμνογραφία προς τιμήν των ισχυρών του κόσμου, όπως π.χ. τα ποιήματα του Θεοκλή και του Ερμοκλή προς τον Δημήτριο τον Πολιορκητή (Ρ, 173. 2 και 173. 3), της πόλης των Ερυθραίων προς τιμήν τουΣελεύκου του Α΄ (Ρ, 140. 2), του Ευφρόνιου του Χερσονησίτη για τον Πτολεμαίο τον Δ΄, τον οποίο αποκαλεί νέο Διόνυσο (Ρ, 176. 2). Ιδιαίτερα το ποίημα του Ερμοκλή με την αποθέωση του βασιλιά και τον εξ αντιθέτου υποβιβασμό των παλαιών θεών στο επίπεδο των λίθινων αγαλμάτων που ούτε ακούνε, ούτε υπάρχουν πραγματικά, αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της καιροσκοπικής κολακείας στην οποία καταφεύγουν οι αδύναμες πόλεις, για να αποκομίσουν κάποια κέρδη. Όταν η Ρώμη θα γίνει η επικυρίαρχη δύναμη του αποδυναμωμένου ελληνιστικού κόσμου θα εμφανιστούν και άσματα που εξυμνούν απροκάλυπτα τη νέα εξουσία (π.χ. παιάνας των Χαλκιδέων στον περίφημο Τίτο Φλαμινίνο, τον άγγελο της ελληνικής «ελευθερίας» – Ρ, 173. 1-, ύμνος της Μελιννώς στην αιώνια και απαρασάλευτη αρχή της Ρώμης – Supplementum Hellenisticum = SH 541).
            Η λογιότητα μιας μερίδας των ποιητών της εποχής θα βρει διέξοδο σε ποιητικές κατασκευές που μετατρέπουν τον ποιητικό υπαινιγμό σε γρίφο που απαιτεί εμβριθή φιλολογική παιδεία για να λυθεί. Ο Βωμός του Δωσιάδα (Ρ, 175), ένα ποίημα γραμμένο με τέτοιο τρόπο, ώστε να δίνει οπτικά την εντύπωση ενός βωμού, και οι αγνώστου συγγραφέα χρησμοί της Κασσάνδρας (Ρ, 188) σε πάπυρο του 1ου αιώνα μ.Χ., αποτελούν χαρακτηριστικό και όχι απομονωμένο δείγμα μιας ποίησης που συνιστά επίδειξη ευφυολογίας και παραδοξολογίας. Σπαράγματα παπύρων, κυρίως από τις αιγυπτιακές ερήμους, μας χάρισαν τα υπολείμματα μιας αυθεντικότερης ποιητικής διαδικασίας, όπως για παράδειγμα το μικρό έξοχο ποίημα για το ορεινό δάσος (Ρ, 185), το ποίημα για τους ανέμους της Ρόδου (Ρ, 195. 33), τα ποιήματα που συνοδεύονταν από αυλό (Αυλωδίαι - Ρ, 199. 37). Δε λείπουν επίσης τα ερωτικά τραγούδια (Ρ, 172. 1, 184. 5, 186. 8), τα συμποτικά (Ρ, 192. 21), καθώς και μια ποικιλία ποιημάτων με άλλα θέματα, όπως π.χ. ένας έπαινος του Ομήρου (Ρ, 187. 10), ένα ποίημα-παράπονο της μυθικής Ελένης (Ρ, 185. 6), ένα ποίημα ποιητικής (SH 993), ένας φανταστικός επιτάφιος (SH 997)  κ.ά. 
[Για όλη την τελευταία παράγραφο διερευνήστε τις αναρτήσεις στις οποίες οδηγεί ο παρακάτω σύνδεσμος: http://heterophoton.blogspot.gr/search/label/%CE%A0%CE%9F%CE%99%CE%97%CE%A3%CE%97%20%CE%A4%CE%97%CE%A3%20%CE%95%CE%9B%CE%9B%CE%97%CE%9D%CE%99%CE%A3%CE%A4%CE%99%CE%9A%CE%97%CE%A3%20%CE%95%CE%A0%CE%9F%CE%A7%CE%97%CE%A3 ]
             


Σχόλια