Η λέξη κεραυνός προέρχεται από ρίζα κέρα-
που σήμαινε «σπάζω, θραύω, καταστρέφω», επομένως κεραυνός = αυτός που σπάει,
θραύει, καταστρέφει. Η λέξη προέρχεται από αμάρτυρο ρήμα *κεραύνω (κατά τον τύπο του ἐλαύνω),
το οποίο χάθηκε αφού όμως πρώτα έδωσε το ουσιαστικό μας. Στη συνέχεια με βάση
το ουσιαστικό σχηματίστηκε νέο ρήμα κεραυνόω/-ῶ.
Από την πρωταρχική ρίζα, αλλά με την κατάληξη -ιζω προέρχεται το ρήμα κεραΐζω = αφανίζω, καταστρέφω.
Η λέξη ἀστραπή αποτελεί νεότερο σχηματισμό. Ο πιο αρχαϊκός τύπος είναι ἀστεροπή. Η λέξη είναι σύνθετη από το ἀστήρ, γενική τοῦ ἀστέρος, και τη οκw- που δίνει με διάφορους φωνητικούς
μετασχηματισμούς λέξεις όπως ὄψ, ὄψις, ὄμμα (<ὄπμα), ὄπωπα (παρακείμενος του
ὁρῶ), Αἰθίοψ κ.ά. Συνεπώς ἀστεροπή = αυτό
που έχει την όψη άστρου, με κοινό όρο σύγκρισης προφανέστατα την λάμψη. Οι
παραλλαγές της λέξης εξηγούνται από την ύπαρξη του αρχικού λαρυγγικού h- στη λέξη ἀστήρ, δηλαδή στο πρώτο συνθετικό της
λέξης μας: στο *hster, το λαρυγγικό h άλλοτε έγινε ἀ- > ἀστήρ (και όλα
τα παράγωγα, όπως ἀστραπή, ἀστράπτω, άστεροπαῖος κ.τ.λ.) και άλλοτε χάθηκε
εντελώς, όπως μαρτυρούν οι τύποι στεροπή, στραπή (Μέγα Ετυμολογικό), στροπά
(στην Πάφο) και στορπά (Ησύχιος), το επίθετο του Δία Στορπᾶος (της αστραπής)
στην Τεγέα, στροφαί = ἀστραπαί (πάλι στον Ησύχιο), Στερόπης = όνομα Κύκλωπα, το
σύνθετο στεροπηγερέτα = ἀστεροπαγερέτας, στράπτω.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου