Περνώντας στο θέμα της υστεροφημίας του Παρθένιου μετά το θάνατό του, μπορούμε καταρχήν να αναφερθούμε στο επίγραμμα του Ερύκιου (Παλατινή ανθολογία 7.377), το οποίο υποτίθεται ότι γράφτηκε με αφορμή το θάνατο του συγγραφέα μας. Δεν αποκλείεται, ωστόσο, να αποτελεί ένα είδος επιθετικής λογοτεχνικής κριτικής ενάντια στον Παρθένιο όσο ο ίδιος ο ποιητής ήταν ακόμη ζωντανός:[1]
Εἰ καὶ ὑπὸ χθονὶ κεῖται͵ ὅμως ἔτι καὶ κατὰ πίσσαν
τοῦ μιαρογλώσσου χεύατε Παρθενίου͵
οὕνεκα Πιερίδεσσιν ἐνήμεσε μυρία κεῖνα
φλέγματα καὶ μυσαρῶν ἀπλυσίην ἐλέγων.
ἤλασε καὶ μανίης ἐπὶ δὴ τόσον͵ ὥστ΄ ἀγορεῦσαι
πηλὸν Ὀδυσσείην καὶ πάτον Ἰλιάδα.
τοιγὰρ ὑπὸ ζοφίαισιν Ἐρινύσιν ἀμμέσον ἧπται
Κωκυτοῦ κλοιῷ λαιμὸν ἀπαγχόμενος.
Τι κι αν είναι κάτω απ’ τη γη; Κι έτσι ακόμη
χύστε πίσσα στον βρομόστομο Παρθένιο.
Πάνω στις Πιερίδες Μούσες ξέρασε τόνους
φλέματα κι απλυσιά από σιχαμένες ελεγείες.
Τόσο πολύ καβάλησε την τρέλα, που είπε
λάσπη την Οδύσσεια, κόπρο την Ιλιάδα.
Στου Κωκυτού[2] τη μέση οι ζοφερές οι Ερινύες
τον έχουν δέσει, με περιλαίμιο είναι κρεμασμένος.
Το μίσος του Ερύκιου εναντίον του Παρθένιου είναι τόσο έκδηλο, ώστε πρέπει να υπόκειται κάποια προσωπική έχθρα. Τίποτα στο σωζόμενο έργο του Παρθένιου δε δικαιολογεί τέτοιους χαρακτηρισμούς που του αποδίδονται για τον Όμηρο. Το πολύ που μπορούμε να υποθέσουμε είναι ότι ο Παρθένιος άσκησε κριτική σε κάποιες πλευρές της ομηρικής ποίησης, την οποία ο Ερύκιος απομόνωσε και διαστρέβλωσε στο επίγραμμά του. Οι δύο τελευταίοι στίχοι παραπέμπουν στην εικόνα του Παρθένιου ως δούλου (βλ. όσα λέγονται στην ενότητα 1 της Εισαγωγής) ή έμμεσα ακόμη και ως αλυσοδεμένου σκύλου.
Στο βίο του ποιητή μας είδαμε ότι ένας από τους θαυμαστές του ήταν και ο μελλοντικός αυτοκράτορας Τιβέριος. Ο Τιβέριος αρεσκόταν στον αρχαϊσμό, τους λογίους, τη φιλοσοφική και διδακτική γραμματεία. Τα ελληνικά διαβάσματά του εξελλήνισαν τη συμπεριφορά του και έγραφε ελληνικούς και λατινικούς στίχους, όπως λ.χ. έναν θρήνο για το Λούκιο Καίσαρα. Ο Τιβέριος θαύμαζε το Ριανό, τον Παρθένιο και τον Ευφορίωνα και έγραψε κατά μίμησή τους. Συγκέντρωσε όλα τα γραπτά τους και εγκατέστησε τους ανδριάντες τους στις δημόσιες βιβλιοθήκες. Έτσι πολλοί λόγιοι της εποχής συναγωνίζονταν στο να γράψουν μακρά υπομνήματα για τα έργα τους. Τα σωζόμενα σχόλια στον Πάπυρο της Γενεύης και στα αποσπάσματα του Τιμάνδρου μπορεί να έχουν ως απώτερη πηγή ορισμένα από αυτά τα υπομνήματα της εποχής του Τιβέριου.
Για τον Παρθένιο ακούμε πάλι στην εποχή του Αδριανού, αυτοκράτορα από το 117 ως το 138 μ.Χ. Το σωζόμενο σε κακή κατάσταση επίγραμμα IG xiv 1089 γράφτηκε με αφορμή την αποκατάσταση του τάφου τού Παρθένιου, ο οποίος είχε καταστραφεί. Πιθανότατα είναι γραμμένο από τον ίδιο τον αυτοκράτορα, ο οποίος ήταν μέγιστος θαυμαστής της ελληνικής παιδείας. Η αναφορά του επιγράμματος στην Αρήτη δείχνει ότι αυτή αποτελούσε ακόμη το πλέον φημισμένο έργο του ποιητή μας ή τουλάχιστον ότι ήταν το αγαπημένο του αυτοκράτορα.
Μια άλλη μαρτυρία της ίδιας εποχής προέρχεται από τον Πωλλιανό (Παλ. ανθ. 11.130), ο οποίος σε επίγραμμά του αναφέρει ότι προτιμά τον Παρθένιο και τον Καλλίμαχο ως πιο πρωτότυπους από τους ποιητές που μιμούνται άκριτα την ομηρική φρασεολογία. Εντούτοις δηλώνει ταυτόχρονα ότι δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από την ποίησή τους. Η συνύπαρξη του ονόματος του Παρθένιου πλάι σ’ αυτό του Καλλίμαχου φανερώνει ότι κατά την εποχή αυτή ο Παρθένιος δε θεωρούνταν απλώς επίγονος του Καλλίμαχου, αλλά ισάξιός του. Πρόκειται στην πραγματικότητα για έμμεση αναγνώριση της αξίας του, από μια πηγή μάλιστα που δεν τον θαυμάζει και ιδιαίτερα.
Ο Γέλλιος (Noctes Atticae 13.27.1 και 9.9.3) αναφέρει δυο φορές τον Παρθένιο σχολιάζοντας τον τρόπο, με τον οποίο ο Βεργίλιος μιμούνταν άλλους ποιητές, και καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι οι μιμήσεις του των ελληνιστικών ποιητών είναι ισάξιες με τα πρότυπά του. Από το 2ο αιώνα μ.Χ. έχουμε τις μαρτυρίες του Λουκιανού (Πῶς δεῖ ἱστορίαν συγγράφειν 56-57), του Γαληνού (De sententiis medicorum- Kalbfleisch 1942, 177) και του Αρτεμιδώρου (Ονειρ. 4.63). Ο Λουκιανός ειρωνεύεται τον Παρθένιο, τον Καλλίμαχο και τον Ευφορίωνα για την πολυλογία τους. Ο Γαληνός παραδίδει ένα ανέκδοτο για τον ποιητή μας. Το κείμενο σώζεται μόνο σε τέσσερα χειρόγραφα με λατινική μετάφραση του ελληνικού πρωτοτύπου, η οποία με τη σειρά της βασίζεται σε μια αραβική μετάφραση. Ο Παρθένιος εμφανίζεται ανώνυμα σε μια σχολή, όπου δύο γραμματικοί προσπαθούν να ερμηνεύσουν κάποιους στίχους του. Ο ένας γραμματικός έχει συλλάβει το πνεύμα του ποιητή, ο άλλος δίνει μια αντίθετη ερμηνεία. Ο Παρθένιος, χωρίς να αποκαλύψει την ταυτότητά του, υπερασπίζεται την ορθή ερμηνεία, λέγοντας ότι την άκουσε από τον ίδιο τον Παρθένιο. Όταν ο γραμματικός με τη λανθασμένη ερμηνεία επιμένει πεισματικά στην άποψή του, ο Παρθένιος καταλήγει λέγοντας ότι θα πρέπει να φέρει τους φίλους του, για να αποδείξει ότι είναι ο ίδιος ο Παρθένιος. Στόχος του ανεκδότου είναι φυσικά να δείξει τη δυσκολία της ποίησης του Παρθένιου. Ο ασχολούμενος με την ερμηνεία των ονείρων Αρτεμίδωρος, πάλι, τονίζει την παραδοξότητα και το σκοτεινό ύφος της ποίησης του Παρθένιου, τον οποίο εξισώνει με τον περιβόητα σκοτεινό Λυκόφρονα. Ο Αρτεμίδωρος πιστεύει ότι ορισμένα αινιγματικά όνειρα μπορούν να ερμηνευτούν μόνο με τη λεπτομερή γνώση της μυθολογίας. Συστήνει, λοιπόν, την ανάγνωση του έργου του Παρθένιου, του Λυκόφρονα και άλλων παρόμοιων ποιητών σε όσους μαθητές του επιθυμούν να ερμηνεύουν παρόμοια όνειρα.
Η μαρτυρία του Αρτεμιδώρου είναι σημαντική, επειδή δείχνει ότι κατά τον 2ο αιώνα μ.Χ. το έργο του Παρθένιου ήταν ακόμη διαθέσιμο για λεπτομερή ανάγνωση. Η ανακάλυψη παπυρικών αποσπασμάτων του 3ου ή 4ου αιώνα έργων του Παρθένιου (Αρήτη, Τίμανδρος) με συνοδευτικά σχόλια δείχνει ότι ο ποιητής μας εξακολουθούσε να διαβάζεται αυτή την εποχή. Κατά τον 4ο αιώνα φαίνεται ότι διάβαζε τον Παρθένιο και μια τόσο σπουδαία προσωπικότητα όσο ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός. Το ποιητικό του έργο γράφτηκε μετά το 383 μ.Χ. και σε ένα του ποίημα (29.157- 37.896 Migne) παραπέμπει σαφέστατα στην Κομαιθώ του Παρθένιου. Ο τελευταίος γνωστός αναγνώστης του Παρθένιου είναι ο Νόννος από την Πανόπολη της Αιγύπτου κατά τον 5ο αιώνα μ.Χ., ο οποίος στο έργο του Διονυσιακά έχει διάφορες απηχήσεις του Παρθένιου. Ίσως να διάβασε τα έργα του στη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας.
[1] Ο Ερύκιος πρέπει να ήταν σύγχρονος του Παρθένιου και να άκμασε στο δεύτερο μισό του 1ου αιώνα π.Χ. Παραδείγματα άλλων «επιτάφιων» επιγραμμάτων για ζωντανούς συγγραφείς είναι το επίγραμμα του Θεοδωρίδα για τον Ευφορίωνα (Παλ. ανθ. 7.406). Πβ. επίσης Παλ. ανθ. 13.21, 7.348, SH 738.
[2] Ποταμός του Κάτω Κόσμου, από το κωκύω, «θρηνώ, μοιρολογώ».