Δε γνωρίζουμε λεπτομέρειες για τη ζωή του Παρθένιου. Η κυριότερη πηγή μας για το βίο του είναι το αντίστοιχο σύντομο λήμμα της Σούδας (π 664).[1] Ο Παρθένιος ήταν γιος του Ηρακλείδη και της Ευδώρας, από τη Νίκαια ή τη Μύρλεια, πόλεις και οι δύο της Βιθυνίας. Ο Στέφανος ο Βυζάντιος (λήμμα Νίκαια) θεωρεί τον Παρθένιο Νικαέα (πβ. και Σούδα ν 261). Μια λύση είναι να θεωρήσουμε ότι η οικογένεια του Παρθένιου καταγόταν από τη Μύρλεια και ότι μετακινήθηκε στη Νίκαια, όπου γεννήθηκε ο Παρθένιος. Εναλλακτικά μπορούμε να υποθέσουμε ότι του είχε απονεμηθεί τιμητικά ο τίτλος του πολίτη της Μυρλείας. Η πόλη της Απάμειας εμφανίζεται σε σχέση με τον Παρθένιο σε ανώνυμο επίγραμμα της εποχής του Αδριανού (IG xiv 1089) και ως τόπος θανάτου της συζύγου του Αρήτης σε σχόλιο στο απ. 2.2-3. Ωστόσο μια παρόμοια σύγχυση επικρατεί και στην περίπτωση του Ασκληπιάδη του Μυρλεανού, του οποίου η οικογένεια προερχόταν από τη Νίκαια, αλλά μετακινήθηκε στην Απάμεια (Σούδα α 4173).[2]
Η περιοχή της Βιθυνίας, από την οποία καταγόταν ο Παρθένιος, ήταν κατά τον 1ο αιώνα π.Χ. ένας τόπος που έδωσε πολλούς καλλιεργημένους ανθρώπους, αρκετοί από τους οποίους εργάστηκαν στη Ρώμη, όπως και ο συγγραφέας μας, και διέδωσαν την ελληνική κουλτούρα στην καρδιά της εκκολαπτόμενης αυτοκρατορίας. Κατά την εποχή λίγο πριν ή λίγο μετά τον Παρθένιο μπορούμε να αναφέρουμε λογίους όπως ο γραμματικός Ασκληπιάδης από τη Μύρλεια, ο ομώνυμος γιατρός Ασκληπιάδης, ο Τυραννίων ο Πρεσβύτερος από την Αμισό, ο γραμματικός Απολλωνίδης από τη Νίκαια, ο παραδοξογράφος Ισίγονος από τη Νίκαια και ο Δημοσθένης ο Βιθυνός, που έγραψε εξαμετρική ποίηση για την πατρίδα του και ασχολήθηκε με ιστορίες ίδρυσης πόλεων.[3] Η ύπαρξη βασιλικών αυλών στη Βιθυνία και τον Πόντο, οι οποίες εκτιμούσαν την ελληνική παιδεία, είναι αναμφισβήτητη, ενώ η βιβλιοθήκη του Μιθριδάτη, βασιλιά του Πόντου, μεταφέρθηκε στη Ρώμη από το στρατηγό Λούκουλλο.
Ο Παρθένιος, σύμφωνα με τη Σούδα, συνελήφθη από τους Ρωμαίους, όταν οι τελευταίοι νίκησαν το Μιθριδάτη. Η ασάφεια της αναφοράς δεν μας επιτρέπει τον ακριβή χρονολογικό εντοπισμό της σύλληψης: θα μπορούσε να είχε συμβεί το 73 π.Χ., κατά την αρχή του Τρίτου Μιθριδατικού Πολέμου (74-63 π.Χ.), όταν η Νίκαια έπεσε στα χέρια των Ρωμαίων υπό το Λούκουλλο, ή το 66/5 π.Χ., όταν ο Πομπήιος νίκησε καθοριστικά το Μιθριδάτη. Η προσπάθεια λύσης του προβλήματος με την αναζήτηση λογοτεχνικών επιρροών του Παρθένιου σε Ρωμαίους ποιητές τής εποχής δεν οδηγεί σε ασφαλή συμπεράσματα.
Σύμφωνα με τη Σούδα ο Παρθένιος μεταφέρθηκε στη Ρώμη ως δούλος, μια πληροφορία που φαίνεται να επιβεβαιώνεται και από άλλες πηγές και μοιάζει να ενισχύεται από την ύπαρξη ανάλογων παραδόσεων για άλλους μορφωμένους Έλληνες, οι οποίοι οδηγήθηκαν στην Ιταλία ως αιχμάλωτοι των πολέμων με τους Ρωμαίους, όπως λ.χ. ο γραμματικός Αλέξανδρος ο Πολυΐστωρ από το Σύλλα (Σούδα α 1129). Οι Ρωμαίοι, ωστόσο, εκτίμησαν τη μόρφωσή του και τον απελευθέρωσαν. Μπορούμε εδώ να παραβάλουμε την περίπτωση του Τυραννίωνος, ο οποίος απελευθερώθηκε από το Μουρήνα που θεώρησε ότι ήταν ντροπή ένας τόσο μορφωμένος άνθρωπος να έχει συλληφθεί ως αιχμάλωτος (Πλούτ., Λούκουλλος 19.7).
Μετά την απελευθέρωσή του ο Παρθένιος γνώρισε προσωπικά τον Βεργίλιο, τον μέγιστο των Ρωμαίων ποιητών, στον οποίο δίδαξε την ελληνική γλώσσα. Είναι ασαφές αν αυτό σημαίνει ότι του δίδαξε τα βασικά Ελληνικά σε νεαρή ηλικία ή τον μύησε βαθύτερα στα ελληνικά γράμματα σε μια πιο ώριμη περίοδο της ζωής του Βεργίλιου. Το παρατσούκλι του Βεργίλιου «Παρθενίας», το οποίο κατά τους βίους του ποιητή προερχόταν από την ακεραιότητα του ήθους του, μπορεί να αποτελεί μια θολή ανάμνηση της σχέσης του με τον Παρθένιο σε μια μεταγενέστερη εποχή κατά την οποία η μνήμη του τελευταίου είχε αρχίσει να λησμονιέται.
Ο Παρθένιος στη Ρώμη έγινε φίλος με τον Κορνήλιο Γάλλο, όπως φαίνεται από το γεγονός ότι του αφιερώνει το έργο που μεταφράζεται στον παρόντα τόμο. Ο Γάιος Κορνήλιος Γάλλος (Gaius Cornelius Gallus, 70-26 π.Χ.) υπήρξε Ρωμαίος πολιτικός και ποιητής. Συνδέθηκε με το Βεργίλιο, τον Κικέρωνα και δημοσίευσε τέσσερα βιβλία ελεγειακών ποιημάτων με ερωτικό περιεχόμενο για την ερωμένη του, τα οποία όμως δε σώθηκαν. Είχε αρχικά την εύνοια του Αυγούστου, πολέμησε στους Φιλίππους και στη ναυμαχία του Ακτίου και έγινε ο πρώτος διοικητής της Αιγύπτου, αλλά αργότερα η εύνοια μεταμορφώθηκε σε άκρα δυσμένεια, με αποτέλεσμα την εξορία του Γάλλου, ο οποίος αυτοκτόνησε.
Η Σούδα μας πληροφορεί ότι ο Παρθένιος έζησε μέχρι την εποχή του αυτοκράτορα Τιβέριου. Η πληροφορία αυτή της Σούδας υπονοεί μια εξαιρετικά μακρόχρονη ζωή για τον Παρθένιο, ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι γεννήθηκε γύρω στο 85 π.Χ., έτος που αποτελεί τη χαμηλότερη δυνατή χρονολογία γέννησής του. Ωστόσο πιθανόν να εννοείται όχι η περίοδος της βασιλείας του Τιβέριου (14-37 μ.Χ.), αλλά η περίοδος ωριμότητας του τελευταίου, πριν γίνει αυτοκράτορας. Σε μια τέτοια περίπτωση η παρουσία του Παρθένιου, ανάμεσα σε άλλους συγγραφείς, στον κύκλο του Τιβέριου, όταν ο μελλοντικός αυτοκράτορας βρισκόταν στη Ρόδο (περ. 6 π.Χ.) δεν είναι απίθανη. Σε κάθε περίπτωση ο Τιβέριος θαύμαζε τον Παρθένιο και έγραψε ποιήματα κατά μίμησή του (Σουητώνιος, Tib. 70.2).
[1] Παρθένιος͵ Ἡρακλείδου καὶ Εὐδώρας,... Νικαεὺς ἢ Μυρλεανός͵ ἐλεγειοποιὸς καὶ μέτρων διαφόρων ποιητής. οὗτος ἐλήφθη ὑπὸ Κίννα λάφυρον͵ ὅτε Μιθριδάτην Ρωμαῖοι κατεπολέμησαν· εἶτα ἠφείθη διὰ τὴν παίδευσιν καὶ ἐβίω μέχρι Τιβερίου τοῦ Καίσαρος. ἔγραψε δὲ ἐλεγείας͵ Ἀφροδίτην͵ Ἀρήτης ἐπικήδειον τῆς γαμετῆς͵ Ἀρήτης ἐγκώμιον ἐν τρισὶ βιβλίοις· καὶ ἄλλα πολλά. περὶ μεταμορφώσεως ἔγραψε.
[2] Ορισμένες πηγές (λ.χ. Παλ. ανθ. 7.377, επίγραμμα του Ερυκίου) συνδέουν τον Παρθένιο και με τη Φώκαια, αλλά η σύνδεση αυτή οφείλεται στην ύπαρξη ενός μεταγενέστερου ιστορικού από τη Φώκαια με το ίδιο όνομα.
[3] Η ακριβής χρονολόγηση, πάντως, των δύο τελευταίων συγγραφέων είναι αμφισβητούμενη.