ΣΤΑΔΙΟ 1
Στο
πλέον πρώιμο στάδιο που μπορεί να ανασυσταθεί η προγονική μορφή της Ελληνικής φαίνεται να ήταν συγκολλητικού τύπου, όπως η Σουμεριακή. Τα ουσιαστικά είχαν μόνο 3
καταλήξεις (ονομαστική, αιτιατική, δοτική), ενώ διάφορα μόρια επιρρηματικού τύπου προσκολλώντο στη λέξη, για να
δείξουν χωρικές (ή χρονικές) σχέσεις. Κάποια από τα προσκολλώμενα επιρρηματικά
μόρια ενώθηκαν τελικά αδιάρρηκτα με τις λέξεις, δημιουργώντας τις καταλήξεις
και ένα σύστημα πτώσεων. Η γλώσσα έγινε τότε συνθετική.[1]
ΣΤΑΔΙΟ 2
Στο
στάδιο αυτό η γλώσσα είχε 8 πτώσεις. Δύο από αυτές ήταν ονοματικές (ονομαστική,
αιτιατική), δύο ημιονοματικές (γενική, δοτική) και τρεις ήταν επιρρηματικές
(τοπική, αφαιρετική, οργανική).[2] Η
τοπική δήλωνε βασικά στάση σε τόπο, η αφαιρετική απομάκρυνση από τόπο, η
οργανική κίνηση μέσα από τόπο ή μέσο. Το στάδιο αυτό βρίσκεται χρονικά πριν από
την εποχή της Μυκηναϊκής. Το σύστημα των πτώσεων άρχισε να αποσταθεροποιείται
ξεκινώντας από τις επιρρηματικές πτώσεις. Μια διαδικασία συγκρητισμού
λειτουργίας και μορφής μεταξύ των πτώσεων οδηγεί στη μείωση του αριθμού τους.
Το
σύστημα πτώσεων της Μυκηναϊκής (ως παράδειγμα δίνονται τα ουσιαστικά σε -ος και
συγκεκριμένα το wοἶκος. Σε παρένθεση δίνω την κλασική αττική κλίση):
Ενικός Πληθ.
Ονομ. -ος wοἶκος (οἶκος) -οι wοἶκοι (οἶκοι)
Γεν.
-οιο wοἴκοιο (οἴκου) -ων wοἴκων (οἴκων)
Δοτ. -ωι wοἴκωι (οἴκωι) -οιhι wοἴκοιhι (οἴκοις)
Αιτ. -ον wοἶκον (οἶκον) -ονς wοἶκονς (οἴκους)
Τοπ. -οι wοἴκοι
Αφαιρ.
-ω wοἴκω
Οργ. -ω wοἴκω -οις wοἴκοις
Όπως
φαίνεται από τον πίνακα, στη Μυκηναϊκή η αφαιρετική και οργανική ενικού έχουν
ήδη συμπέσει μορφολογικά μεταξύ τους στη β΄ κλίση. Η οργανική πληθυντικού σε
-οις θα πάρει τη θέση της δοτικής πληθ. μετά την Εποχή του Χαλκού. Η τοπική θα
συγχωνευτεί με τη δοτική στον ενικό, η γενική θα αναλάβει τις λειτουργίες της
αφαιρετικής.
Στην
Εποχή του Χαλκού επιβιώνουν ακόμη χαρακτηριστικά της συγκολλητικής φάσης που
προηγήθηκε. Διάφορα επιρρηματικού τύπου στοιχεία κολλάν στο τέλος των λέξεων,
χωρίς όμως να γίνει ποτέ συστηματική η ενσωμάτωσή τους στο καθεστώς των πτώσεων
(δηλαδή δεν ενσωματώθηκαν στο κλιτικό σύστημα). Επιβιώνουν ως λεξικά στοιχεία
ακόμη και στη μεταγενέστερη Ελληνική:
-θι
(τοπική): πόθι ~ ποῦ / οἴκοθι ~ οἴκοι (στο σπίτι)
-θεν
(αφαιρετική): ὅθεν, τόθεν
-(σ)θε(ν)
ή (σ)θα (τοπική): ἄνωθε(ν), πρόσθε(ν), ἄνωθα
-φι:
στην ομηρική γλώσσα έχει οργανική, αφαιρετική και τοπική σημασία και
χρησιμοποιείται και στον ενικό και στον πληθυντικό: Ἰλιόφι (από το Ίλιο), ὄρεσφι
(στα βουνά), ἶφι (με τη βία). Στη μυκηναϊκή χρησιμοποιείται στον πληθυντικό
όλων των τάξεων ουσιαστικών (εκτός από τα ουσ. σε -ος) με οργανική σημασία:
ἐλεφαντείοις ἀνδριάντφι λέwοντφί-κwε
ἐλεφαντείοις
ἀνδριᾶσι λέουσί τε = «(στολισμένα) με ανθρώπινες μορφές και λιοντάρια από
ελεφαντόδοντο»
Η
ομηρική χρήση είναι αρχαϊκότερη με την αδιαφορία της για τον ενικό ή τον
πληθυντικό.
Εδώ
μπορούν να προστεθούν τα -σε και -δε (κατεύθυνση): ἔκτοσε, οἴκαδε
ΣΤΑΔΙΟ 3
Στην
κλασική εποχή έχουν απομείνει οι 5 γνωστές πτώσεις (αν συμπεριλάβουμε και την
κλητική). Επιβιώνουν επίσης μεμονωμένα λεξικά λείψανα των χαμένων πτώσεων, όπως
λ.χ. το δελφικό επίρρημα wοἴκω
(από το σπίτι), αρχαία αφαιρετική, τουτῶ
(από εδώ και πέρα, Κρήτη, Κως), τηνῶ(θε)
= από εκεί και πέρα (Συρακούσες), οἴκοι (στο
σπίτι, τοπική). Ο έντονος συγκρητισμός που προηγήθηκε είχε ως συνέπεια μια
πτώση να έχει πια πολλές λειτουργίες. Προκειμένου να ενισχυθεί η σημασία των
πτώσεων και να γίνει πιο ξεκάθαρη η λειτουργία τους αρχίζουν όλο και πιο
συστηματικά να συνοδεύονται από προθέσεις. Όσο προχωράμε χρονικά και η γλώσσα
γίνεται αναλυτικότερη, η χρήση των προθέσεων γίνεται επιβεβλημένη, μια τάση που
ενισχύεται από την εξαφάνιση της δοτικής και την μορφολογική σύμπτωση που
εμφανίζεται σε πολλές περιπτώσεις (λ.χ. η εξαφάνιση του τελικού -ν κάνει την
ονομαστική να μην ξεχωρίζει στα Νέα Ελληνικά μορφολογικά από την αιτιατική στην
περίπτωση ουσιαστικών όπως η θάλασσα / την θάλασσα). Φαίνεται ότι η εμφάνιση
του άρθρου (το οποίο προήλθε από τις δεικτικές αντωνυμίες) μετά την ομηρική
εποχή επίσης χρησίμευε στο να ξεχωρίζουν καλύτερα οι πτώσεις.
[1] Τον
συγκολλητικό χαρακτήρα της γλώσσας σ’ αυτό το στάδιο υποδεικνύει και η αύξηση (ἐ)
των ρημάτων στους ιστορικούς χρόνους της οριστικής: αρχικά ήταν ένα προαιρετικό
ανεξάρτητο μόριο, το οποίο έμπαινε πριν από τον ρηματικό τύπο, για να δηλώσει
σαφέστερα το παρελθόν, ώσπου τελικά ενώθηκε μαζί του και έγινε υποχρεωτική. Στη
μυκηναϊκή και τον Όμηρο είναι ακόμη προαιρετική και οι αναύξητοι τύποι
πολυάριθμοι. Η αύξηση διατηρεί ακόμη και στους κλασικούς χρόνους κάτι από τον
αρχικά προαιρετικό χαρακτήρα της: απουσιάζει από όλες τις άλλες εγκλίσεις πλην
της οριστικής. Συγκολλητικού τύπου φαινόμενο είναι και η μετατροπή των
επιρρημάτων σε προθέσεις και η συνακόλουθη χρήση τους στη σύνθεση: π.χ. από το
επίρρημα κάτω προέκυψε η πρόθεση κατά, η οποία στη συνέχεια προσκολλήθηκε
σε πολλά ρήματα, δημιουργώντας σύνθετα: καταβαίνω
= πηγαίνω προς τα κάτω.
[2] Η κλητική δεν
θεωρείται κανονικά πτώση. Συγγενεύει κάπως με τα επιφωνήματα, γι’ αυτό και
συχνά συνοδεύεται από το ὦ!. Ωστόσο εδώ χρησιμοποιώ την παραδοσιακή ορολογία.