ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΣΤΑΥΡΟΣ ΓΚΙΡΓΚΕΝΗΣ
TRANSLATION: STAVROS GIRGENIS
[Η ελληνική μετάφραση στηρίζεται στην αγγλική απόδοση του Cliff Crego]
1.GERRIT ACHTERBERG (1905-1962)
SONG TO DEATH
That I may perish,
death, make me sweet;
I am a body without name,
take it, when you must;
the one who has gone before me,
possesses my blood
Death, make that the earth is good,
where she lies;
give us the same kind of weight,
so that I might be pardoned,
and with her matter in equipoise
when rising;
we were together but one poem,
do it because of this delusion,
do it with eyes closed.
ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ
Για να χαθώ, Θάνατε,
κάνε με να είμαι γλυκός.
Είμαι ένα σώμα δίχως όνομα-
πάρε το, όταν πρέπει.
Εκείνη που χάθηκε πριν από μένα
κατέχει το αίμα μου.
Θάνατε, κάνε να είναι καλή η γη
όπου κείτεται.
Τo ίδιo δώσε μας βάρος-
να εξιλεωθώ-
και με την ύλη της αντίβαρο
κατά την έγερση.
Μαζί δεν ήμασταν παρά ένα ποίημα.
Κάνε το γι’ αυτή την ψευδαίσθηση.
Κάνε το με τα μάτια κλειστά.
2.JAN HANLO (1912-1969)
SO I BELIEVE THAT ALSO YOU ARE
like the coolness of night upon lilies and roses
like white coral and pearls deep in the sea
like something beautiful peacefully hides
yet is radiant when I wish to look
so I believe that also you are
like milk
like loam
and the pale red of faded stones
or porcelain
like the way that what is far is close
and is long forgotten before it's old
like a wax candle and a skylight
and an old book and a smile
and what is unexpected and soft in the beginning
and what is shy and full of longing and generously
bestows but is fragile
so I believe that also you are
like the coolness of night upon lilies and roses
like white coral and pearls deep in the sea
like something beautiful peacefully hides
yet is radiant when I wish to look
so I believe that also you are
like milk
like loam
and the pale red of faded stones
or porcelain
like the way that what is far is close
and is long forgotten before it's old
like a wax candle and a skylight
and an old book and a smile
and what is unexpected and soft in the beginning
and what is shy and full of longing and generously
bestows but is fragile
so I believe that also you are
ΈΤΣΙ ΠΙΣΤΕΥΩ ΟΤΙ ΕΙΣΑΙ ΕΠΙΣΗΣ
σαν τη δροσιά της νύχτας πάνω στα κρίνα και τα τριαντάφυλλα,
ωσάν λευκό κοράλλι και μαργαριτάρια βαθιά μέσα στη θάλασσα,
σαν κάτι όμορφο που κρύβεται ειρηνικά,
μα είναι ακτινοβόλο, όταν ποθώ να το κοιτάξω,
έτσι πιστεύω ότι είσαι επίσης
σαν το γάλα
σαν πηλός
και το χλωμό το κόκκινο ξεθωριασμένων λίθων
ή πορσελάνης,
με τον τρόπο που ό,τι απέχει πολύ είναι κοντά
και έχει ξεχαστεί καιρό προτού γεράσει,
σαν ένα κερί και ένα φεγγίτη
κι ένα παλιό βιβλίο κι ένα χαμόγελο,
σαν κάτι που στην αρχή είναι απροσδόκητο και μαλακό
σαν κάτι που είναι ντροπαλό κι όλο λαχτάρα και γενναιόδωρα
παραχωρεί, αλλά είναι εύθραυστο
έτσι πιστεύω ότι είσαι επίσης...
ωσάν λευκό κοράλλι και μαργαριτάρια βαθιά μέσα στη θάλασσα,
σαν κάτι όμορφο που κρύβεται ειρηνικά,
μα είναι ακτινοβόλο, όταν ποθώ να το κοιτάξω,
έτσι πιστεύω ότι είσαι επίσης
σαν το γάλα
σαν πηλός
και το χλωμό το κόκκινο ξεθωριασμένων λίθων
ή πορσελάνης,
με τον τρόπο που ό,τι απέχει πολύ είναι κοντά
και έχει ξεχαστεί καιρό προτού γεράσει,
σαν ένα κερί και ένα φεγγίτη
κι ένα παλιό βιβλίο κι ένα χαμόγελο,
σαν κάτι που στην αρχή είναι απροσδόκητο και μαλακό
σαν κάτι που είναι ντροπαλό κι όλο λαχτάρα και γενναιόδωρα
παραχωρεί, αλλά είναι εύθραυστο
έτσι πιστεύω ότι είσαι επίσης...
3. ED. HOORNIK (1910-1970)
TO LOVE A WOMAN...
To love a woman is to escape death,
to be torn away from this earthly existence,
like flashes of lightning in each other's souls,
to lay together, listening and dreaming,
to gently rock with trees at night,
kiss each other and have at each other,
in a blink of the eye to stand together in hardship,
to go under and come back up amazed.
"Asleep already?" I ask, but she doesn't answer;
speechless, we lie thinking about each other:
two souls filled to the brim with sadness.
Far away is the world, that cannot touch us,
close are the stars, that enchant as they sparkle.
It is as if I am dead and have left her behind.
To love a woman is to escape death,
to be torn away from this earthly existence,
like flashes of lightning in each other's souls,
to lay together, listening and dreaming,
to gently rock with trees at night,
kiss each other and have at each other,
in a blink of the eye to stand together in hardship,
to go under and come back up amazed.
"Asleep already?" I ask, but she doesn't answer;
speechless, we lie thinking about each other:
two souls filled to the brim with sadness.
Far away is the world, that cannot touch us,
close are the stars, that enchant as they sparkle.
It is as if I am dead and have left her behind.
ΤΟ Ν’ ΑΓΑΠΑΣ ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ...
Το ν’ αγαπάς μια γυναίκα είναι να ξεφεύγεις από το θάνατο,
ν’ αποσπάσαι από τούτη τη γήινη ύπαρξη-
σαν λάμψεις κεραυνών ο ένας μες στην ψυχή του άλλου,
να είστε ξαπλωμένοι μαζί, να ακούτε και να ονειρεύεστε,
να λικνίζεστε απαλά με τα δέντρα τη νύχτα,
να φιλάτε ο ένας τον άλλον και να ορμάτε ο ένας στον άλλο,
σ’ ένα βλεφάρισμα του ματιού να στέκεστε ο ένας πλάι στον άλλο στις δυσκολίες,
να πέφτετε και ν’ ανασηκώνεστε έκπληκτοι.
«Κοιμάσαι ήδη;» ρωτώ, αλλά δεν απαντά.
Άφωνοι, ξαπλωμένοι σκεφτόμαστε ο ένας τον άλλον:
δυο ψυχές γεμάτες ως το χείλος με θλίψη.
Μακριά είναι ο κόσμος, που δεν μπορεί να μας αγγίξει,
κοντά είναι τ’ αστέρια, που γητεύουν στη λάμψη τους.
Είναι σαν να ’μαι νεκρός και να την έχω πίσω αφήσει.
4.H. MARSMAN (1899-1940)
LEX BARBARORUM
Give me a knife.
I want to cut this sick black
spot out of my body.
I have slowly turned myself upright.
I have heard, what I have said
in a hesitating, dark trembling:
I recognise but one law:
life.
all who waste away with sadness
betray it and I don't want that.
Give me a knife.
I want to cut this sick black
spot out of my body.
I have slowly turned myself upright.
I have heard, what I have said
in a hesitating, dark trembling:
I recognise but one law:
life.
all who waste away with sadness
betray it and I don't want that.
Ο ΝΟΜΟΣ ΤΩΝ ΒΑΡΒΑΡΩΝ
Δώσε μου ένα μαχαίρι.
Θέλω να αποκόψω αυτό το άρρωστο μαύρο
σημάδι απ' το σώμα μου.
Έχω σηκώσει αργά όρθιο τον εαυτό μου.
Έχω ακούσει αυτό που είπα
μ’ ένα διστακτικό σκοτεινό τρέμουλο:
δεν αναγνωρίζω παρά μόνο έναν νόμο,
τη ζωή.
Όλοι όσοι αναλώνονται με τη θλίψη
την προδίδουν και δεν το θέλω.
5.POL DE MONT (1857-1931)
THE BREAKER OF STONES
With a sack on the bent-over back, clothes
frayed, torn, neither beard nor hair combed,
stands, next to a pile of stones, in the burning sun,
an old man. With rigid hands he swings
the iron hammer, that with a thud
rebounds from the block of rock, splinters crackling
as they scatter. With his shirt sleeve the hoary man
wipes the sweat that on his forehead gleams,
and slaves away, blow upon dull blow,
crushing the rough boulders, shard by shard.
And with each swing of the hands is heard
a hoarse sound, —the rattling of one who is dying,—
out of an old throat, by no drink refreshed....
Higher, up in the mountains, above people and cliffs,
yellow slashed and ripe, the winegrape on its stake.
With a sack on the bent-over back, clothes
frayed, torn, neither beard nor hair combed,
stands, next to a pile of stones, in the burning sun,
an old man. With rigid hands he swings
the iron hammer, that with a thud
rebounds from the block of rock, splinters crackling
as they scatter. With his shirt sleeve the hoary man
wipes the sweat that on his forehead gleams,
and slaves away, blow upon dull blow,
crushing the rough boulders, shard by shard.
And with each swing of the hands is heard
a hoarse sound, —the rattling of one who is dying,—
out of an old throat, by no drink refreshed....
Higher, up in the mountains, above people and cliffs,
yellow slashed and ripe, the winegrape on its stake.
Ο ΛΑΤΟΜΟΣ
Μ’ έναν σάκο στη σκυμμένη του πλάτη, ρούχα
σχισμένα, διαλυμένα, με αχτένιστα γένια και μαλλιά,
στέκει, δίπλα σ’ έναν σωρό από πέτρες, στον φλεγόμενο ήλιο,
ένας γέρος. Με χέρια σκληρά ταλαντεύει
το σιδερένιο σφυρί που με γδούπο
αναπηδά από τη μάζα του βράχου -θραύσματα κροτούν
καθώς διασκορπίζονται. Με το μανίκι του πουκαμίσου του ο ηλικιωμένος
σκουπίζει τον ιδρώτα που λαμπυρίζει στο μέτωπό του
και μοχθεί, χτύπημα πάνω στο πνιχτό χτύπημα,
συντρίβοντας τους άγριους βράχους, τεμάχιο με τεμάχιο.
Και με κάθε ταλάντωση του χεριού του ακούγεται
ένας ήχος τραχύς -ο ρόγχος κάποιου που πεθαίνει-
από έναν γέρικο λαιμό που δεν αναζωογονήθηκε από κάποιο ποτό.
Ψηλότερα, πάνω στα βουνά, πάνω από ανθρώπους και γκρεμούς,
κίτρινο, σχισμένο και ώριμο, το αμπέλι πάνω στη βέργα του.
6.IDA GERHARDT (1905-1997)
THE DEATH NOTICE
Slowly I see them go,
those that I had still with me,
around the turn of the path.
A bit of gold translucent cloth,
then the garden becomes
more quiet than it was before.Most dearly beloveds. -One by one.
Slowly I see them go,
those that I had still with me,
around the turn of the path.
A bit of gold translucent cloth,
then the garden becomes
more quiet than it was before.Most dearly beloveds. -One by one.
ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΘΑΝΑΤΟΥ
Τους βλέπω αργά να φεύγουν,
αυτούς που ακόμη είχα μαζί μου,
κοντά στου μονοπατιού το γύρισμα.
Ένα τεμάχιο από χρυσό διάφανο ένδυμα,
κατόπιν ο κήπος γίνεται
πιο ήσυχος από ό,τι ήταν πριν.
Οι πλέον πολυαγαπημένοι. -Ένας-ένας.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου