[Μετάφραση: Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη, Νοέμβριος 2017]
Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ
Πηγαινοέρχομαι
τώρα * -μπροστά απ’ την τραχιά του χρόνου φωνή- * τις πολεμίστρες που καλύπτουν
τα τείχη * τα αιώνια * κι απ’ τη μια κι απ’ την άλλη πλευρά * σαν εκείνον που
περιμένει να ξυπνήσει απ’ το πιο παράλογο όνειρο
Ο
εχθρός έχει διατρήσει το τείχος * με κακόβουλες τεχνικές * απ’ τη γη και τη θάλασσα
* μας διώχνουν με τα δάχτυλα του μίσους πάνω στο στόμα * για το κακό της Αυτοκρατορίας
της Ανατολής και * γιατί όχι * της Δύσης
Τα
μάτια μου ακινητούν * -χωρίς να μπορούν να τον αποφύγουν- * στον δίχως τέλος
τρούλο * -υπερήφανο και στερεό- * της Αγίας Σοφίας * για τελευταία φορά, * οχυρό
της αγάπης και δόρυ των Ελλήνων μέχρι τα σύννεφα
Κανένας
δεν άδει * ορθός * τον Ύμνο της χάριτος * σβήνουν, στο βάθος, της αρχαίας
λειτουργίας οι ψίθυροι
Τα
μάτια μου που ακόμα κοιτούν * πολύ πέρα απ’ το φως * και την ίδια την
πραγματικότητα * υψώνουν την προσευχή του Ρωμανού * όπως σε εποχές ειρήνης και
νικών
«Χαῖρε, χρωτὸς τοῦ ἐμοῦ θεραπεία,
χαῖρε, ψυχῆς τῆς ἐμῆς σωτηρία.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε».
Τα
πτώματα του Βοσπόρου * πλέουν μεταξύ των δύο πλευρών * πλήθος * και δεν μπορώ
να ξεκρίνω το νερό απ’ το αίμα * μήτε το βαθύ κόκκινο απ’ το διαφανές
Δεν
αισθάνομαι πλέον τα χέρια * ούτε το σπαθί * τα χείλη είναι ο κρατήρας ενός
αόρατου πυρετού * ενώ σκαρφαλώνει στα μαλλιά μου * ξερή * των γενεών η χιλιόχρονη
σκόνη
Απλώς
ζητώ * -από όποιον μπορεί να το δώσει- * κανένας να μην καταστρέψει τον Άγιο
Σωτήρα στη Χώρα * και η ευλάβεια να σεβαστεί την καμπύλη και τη ζωγραφιά, * τα
τείχη του μελιού που στηρίζουν την ψυχή των αιώνων
Νιώθω
πως με γκρέμισαν από το τείχος στο έδαφος * όλα έχουν τελειώσει * ο τελευταίος
Βυζαντινός * τα μέλη μου είναι διάσπαρτα παντού * ο τελευταίος * ο λογισμός μου
σβήνει * κρυμμένος ανάμεσα σε πτώματα χωρίς όνομα
Ο
τελευταίος των Ελλήνων * έχει ήδη πέσει * για πάντα * η σκέψη * η μεγαλειότητα
της ισορροπίας, * ενώ εγώ επιλέγω * την τελευταία * χειρονομία μου προς το
θάνατο.
CONSTANTINO PALEÓLOGO EN LA MURALLA
Recorro ahora *
frente a la ronca voz del tiempo
* las almenas que cubren las
murallas * eternas
* a uno y otro lado *
como quien espera despertarse del más absurdo sueño
El enemigo ha
taladrado el muro * con malas artes * por mar y tierra *
nos persiguen con los dedos del odio sobre la boca *
para mal del Imperio de Oriente y
* por qué no * de
Occidente
Mis ojos se
estancan * sin poder evitarlo * en
la cópula sin fin * altiva y firme * de
Santa Sofía * por última vez *
baluarte del amor y lanza de los griegos hasta las nubes
Nadie entona * de
pie *
el Himno de la gracia * se apagan a los lejos los murmullos de la
liturgia antigua
Mis ojos que
contemplan todavía * más allá de la luz * y
de la misma realidad * elevarse la plegaria de Romano *
como en tiempos de paz y de victorias
“Salve, curación de
mi carne,
Salve, salvación de
mi alma
Salve, Esposa no
desposada”
Los cadáveres del
Bósforo navegan * entre las dos orillas *
multitud * y no distingo el agua de la sangre * ni
el rojo profundo de la transparencia
Ya no siento los
brazos * ni la espada *
los labios son el cráter de una fiebre invisible *
mientras se sube a mi cabello
* secamente * el
polvo milenario de las generaciones
Sólo pido * a
quien pueda concederlo * que nadie destruya San Salvador in Jora *
que la piedad respete la curva y la pintura *
las paredes de miel que sostienen el alma de los siglos
Siento que me han
derribado de la muralla al suelo * todo acabó
* el último bizantino *
mis miembros se reparten por doquier
* el último * se
apaga mi razón * oculto entre cadáveres sin nombre
El último de los
griegos * ya ha caído
* para siempre * el
pensamiento * la majestad del equilibrio *
mientras voy eligiendo * el último
* mi gesto hacia la muerte.
Ο ΠΑΓΑΝΙΣΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Χθες * πριν τις δώδεκα * με αυτά τα χέρια μου που τώρα δεν κινούνται * χωρίς τρέμουλο και χωρίς αμφιβολίες
Κατάφερα να τραβήξω απ’ την πλάτη μου * το ακόντιο
Ψυχρό σαν το άγγιγμα του πάγου * του παγετού * που λιώνει αργά στο άγγιγμα του πρώτου φωτός * και αφήνει να πέσουν οι στάλες του πάνω στην μαύρη κόκκινη κίτρινη γη
Και γυρνώντας * για μια στιγμή * μπόρεσα να δω * με καθαρότητα * το σκληρό και τεταμένο πρόσωπο του Χριστιανού * τα μνησίκακα μάτια του * τα δόντια του σφιγμένα από θυμό * το στόμα του σφιχτά κλεισμένο για να μην αστοχήσει στο χτύπημα
Αλλά δεν είπα τίποτα
Είναι πιο πολύ * που ήθελα ακόμη και να πω * (ενώ ο ίλιγγος των σπλάγχνων μου και η κατάρρευση των νεφρών μου άρχισαν να με πνίγουν) * «νίκησες Γαλιλαίε», * αλλά δεν είπα τίποτα
Επειδή ήθελα να αποκαταστήσω στους ανθρώπους * την καθαρότητα * την όμορφη ειλικρίνεια των αρχαίων θεών μου * να υψώσω * ακόμη μια φορά * τους βωμούς των παλιών θυσιών * γκρεμισμένους από όσους πιστεύουν στο Εν του Πλάτωνα
Αλλά έγραψα τις σκέψεις μου * άκαιρα * κατά των Γαλιλαίων και κατά του Παύλου της Ταρσού * αργά και * ανώφελα * πολύ αργά πια * όταν η αδιαλλαξία κυριάρχησε στις πράξεις τους * στα παράξενα ξόρκια τους
Δεν υποχρέωσα κανέναν να πιστέψει * ήθελα μόνο να ανοίξω τα μάτια * την ελευθερία της λατρείας * για εκείνους που σκοτώνουν στο όνομα της πίστης
Και * αν δεν μπορούσα να κατακτήσω την Κτησιφώντα * δεν επιθυμούσα την επιστροφή χωρίς να φτάσω στον πρωταρχικό σκοπό μου
Τώρα * αντίθετα * σιωπηλός και τυφλός μπροστά στους δικούς μου * που ολόγυρά μου * με παρατηρούν * με κρατούν * κοιτάζουν ο ένας τον άλλον αποσβολωμένοι * εγκαταλείπω τον Τίγρη * πηγαίνω * νικημένος * απ’ τα νώτα τελικά * προς το θάνατο
El Apóstol Pagano
Ayer *
antes de las doce * con estas manos mías que ahora no se
mueven * sin temblor y sin dudas
conseguí arrancar de
mi espalda * la jabalina
Fría como el tacto
del hielo * de la escarcha *
que se derrite lentamente al roce de la primera luz * y
deja caer sus gotas sobre la tierra negra roja amarilla
Y al volverme * un
instante * alcancé a ver *
con claridad * el rostro duro y tenso del cristiano *
sus ojos de rencor * sus dientes apretados por la ira * su
boca cerrada fuertemente para no errar el tiro
Mas nada dije
Es más *
quise decir incluso * mientras el vértigo de mis entrañas y el
colapso de mis riñones comenzaban a asfixiarme
* venciste galileo *
mas nada dije
Porque quise devolver
a los hombres * la pureza
* la hermosa sinceridad de mis
antiguos dioses * levantando
* otra vez *
los altares de los viejos sacrificios
* derribados por los que creen
en el Uno de Platón
Pero escribí mis
reflexiones * a destiempo
* contra los galileos y contra
Pablo de Tarso * tarde ya
* e inútilmente *
muy tarde ya * cuando la intransigencia dominaba sus
actos * sus extraños sortilegios
A nadie he obligado a
creer * sólo quise abrir los ojos * la
libertad de culto * a los que asesinan en nombre de la fe
Y * si
no pude tomar Ctesifonte * no deseé el regreso sin haber alcanzado mi
propósito primero
Ahora * en
cambio * mudo y ciego ante los míos *
que en torno a mí * me observan
* me sostienen * se
miran aturdidos los unos a los otros
* abandono el Tigris *
voy * vencido por la espalda al fin *
hacia la muerte
15
Ο πατέρας μου ζούσε ακόμα με το μικρό του μουστάκι από ασήμι και μαύρο κεχριμπάρι όταν ο κρητικός ποιητής με τα λεπτεπίλεπτα δάχτυλα με τα καμένα χείλη όχι από το αεράκι, από τις πιο όμορφες λέξεις, εκείνες που διεισδύουν και ανάβουν τη φλόγα των ονείρων έφτασε δίπλα στα πεύκα της La Rábida
Κοίταξε έξω από τον εαυτό του τις εκβολές και τα στόμια που χύνονται στη θάλασσα που χύνονται σ’ αυτή τη θάλασσά μου και ο ουρανός ήταν ένα γαλάζιο κομμάτι του άθικτου χιτώνα των αγγέλων που αγαπούσε τόσο πολύ
Η Ελλάδα σίγουρα ήταν το άλλο κομμάτι εκείνου του ίδιου χιτώνα πανομοιότυπο με το πρώτο που φύλαξε στις αυλακιές της καρδιάς του ώστε οι πραγματικές δυνάμεις του κακού να μην το καταστρέψουν
Οι στροφές του κομπολογιού στο λεπτό του χέρι ανακαλούσαν τα αρχαία κτίρια και τα αετώματα ενώ το αεράκι και το αλάτι έβαφαν το μετάξι των μαλλιών του
Ο πατέρας μου ζούσε ακόμα αλλά δεν μπορούσε να προβλέψει ότι αυτή η ίδια θάλασσα αυτός ο ίδιος ουρανός θα έπρεπε να με τρέφουν καθημερινά με το πέρασμα του χρόνου
Ούτε ο πατέρας μου ούτε ο ποιητής ούτε εγώ
Ούτε ο ποιητής ήξερε για το θάνατό του ούτε ο πατέρας μου ούτε οι εξώστες τής La Rábida που εκβάλλουν στους κολπίσκους και μετά στη θάλασσα
Κανένας απ’ τους τρεις δεν γνώριζε
Ξέρουμε μόνο πόσο μερίδιο μας έχει δοθεί ελάχιστο διστακτικό φειδωλό ετούτου του πεπερασμένου χρόνου του ασταθούς που στάθηκε ανίκανος να ενώσει εμάς τους τρεις τον ποιητή τον πατέρα μου κι αυτό το τωρινό Εγώ μου που συλλαμβάνει τις ταπετσαρίες τού τοπίου ανάμεσα σε δάκρυα απουσίας και απογοήτευσης
Vivía aún mi
padre con su pequeño bigote de plata
y azabache cuando el poeta cretense
de finos dedos con los labios
quemados no por la brisa por las palabras más hermosas las que penetran y encienden la llama de
los sueños llegó junto a los pinos
de La Rábida
Contempló fuera de sí los esteros y las rías que dan al mar que dan a este mar mío y era el cielo un trozo azul de la túnica
intacta de los ángeles que tanto
amaba
Grecia seguramente era el otro trozo de aquella misma
túnica idéntico al primero que guardaba en las estrías de su
corazón para que las fuerzas
verdaderas del mal no lo destruyesen
Los giros del
komboloi en su delgada mano recordaban antiguos edificios y
frontones mientras la brisa y el salitre
pintaban de seda su cabello
Vivía aún mi
padre pero no pudo presentir que este mismo mar este mismo cielo tendrían que alimentarme a diario con el paso del tiempo
Ni mi padre ni el poeta ni yo
Ni el poeta sabía de su
muerte ni mi padre ni los miradores de La Rábida que dan a las
rías y, después, al mar
Ninguno de los tres
sabía
Sólo sabemos cuanto nos ha sido dado en la parcela mínima huraña cicatera de este tiempo finito mudable
que fue incapaz de unirnos a los tres
el poeta mi padre y este yo de ahora que asume los tapices del paisaje entre lágrimas de ausencia y desencanto
ΣΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ
Είμαι πια κουρασμένος * -κουρασμένος και μόνος- * από εκείνα τα ιπτάμενα φύλλα που ταξιδεύουν * χωρίς να το γνωρίζω, * τα βουνά και τους ουρανούς της Ελλάδας
Προτιμώ χίλιες φορές * την ξηρότητα και το τραγούδι * αυτών των δρόμων των κύκλων και των μαρτυρίων * από την υγρή και ψυχρή ερημιά της Αττικής
Δεν ξέρω αν πρόκειται για κάποιο ηφαίστειο * επαναλαμβάνω * αυτό που εκρήγνυται * με το ανήκουστο γέλιο των θεών * στον άρρωστο λαιμό μου
Αυτή η λάβα που πέφτει * πυρακτωμένα τραυματική * από τα χείλη προς το βάθος του λαιμού
Δεν μπορούσα να υποφέρω * τα μαρτυρικά χρώματα * αυτού του πράσινου και αλαζονικού λόφου, * ασφυκτιούσα
Η Αθήνα με έπνιγε * με έναν καπνό από βράχο που κάλυπτε τον Παρθενώνα * και ξεκίνησα την επιστροφή * χωρίς να υπάρχουν πιθανές Ιθάκες
Κλείσε * εδώ * εκείνο το δωμάτιο χωρίς φως * κλειστά τα παράθυρα * γεμάτα με ένοχη σιωπή
όπου * θυμάμαι * μ’ αγάπησαν τ’ αγόρια χωρίς όνομα * χωρίς να με αγαπούν * τα ανώνυμα αγόρια από τις καφετέριες και τα μπιλιάρδα
Κανείς δεν κατάλαβε * στην αρχή * ότι έχω τραγουδήσει με επιμονή * σχεδόν πεζολογικά * περισσότερο το εκπληκτικό αποτέλεσμα της δράσης * παρά το ψεύτικο συναίσθημα του λυρισμού
Η γραβάτα μου γύρω από το λαιμό * και το καπέλο μου * εκείνες τις μέρες της παράδοξης διαύγειας του σώματος και της μνήμης
Ένα όνειρο του παρελθόντος που ξετυλίγεται * όπως η σκιά του Μάρκου Αντώνιου στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας
Κάθε ποίημα * στο τέλος * όπως εγώ ο ίδιος * τώρα * χωρίς φωνή σ’ αυτόν τον κόσμο των λέξεων * βαδίζει προς το θάνατο
En Alejandría
Estoy
cansado ya * cansado y solo * de
aquellas hojas volanderas que recorrían
* sin yo saberlo *
los montes y los cielos de la Hélade
Prefiero mil veces * la
sequedad y el canto * de estas calles de rondas y suplicios * a
la húmeda y fría desolación del Ática
No
sé si es un volcán * repito
* lo que estalla * con la inaudible risa de los dioses * en
mi garganta enferma
Esa
lava que cae * incandescentemente heridora * de
los labios hasta al fondo del cuello
No
pude soportar * los colores sufrientes * de
aquella colina verde y altanera * me asfixiaban
Atenas
me asfixiaba * con un humo de roca que ocultaba el Partenón * y
comencé el regreso * sin Ítacas posibles
Cerca *
aquí * de aquella habitación sin luz *
cerradas las ventanas * colmadas de silencio culpable
en
donde * lo recuerdo
* me amaron los muchachos sin
nombre * sin amarme
* los anónimos muchachos de los
cafetines y los billares
Nadie
entendió * al principio *
que he cantado con insistencia
* casi en prosa *
más el resultado sorpresivo de la acción *
que el sentimiento embustero de la lírica
Mi
pajarita al cuello * y mi sombrero * en
aquellos días de extraña lucidez del cuerpo y la memoria
Un
sueño del pasado que se deshace * como la sombra de Marco Antonio por el
puerto de Alejandría
Todo
poema * en fin
* como yo mismo *
ahora * sin voz en este mundo de palabras *
camina hacia la muerte
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου