Νάσος Βαγενάς: ο Καβάφης σε μετάφραση


Ολοκληρώνω τη σειρά των άρθρων μου για την παγκόσμια σήμερα απήχηση της ποίησης του Καβάφη με την προσπάθεια να απαντήσω σε δύο βασικά επί του θέματος ερωτήματα που έχουν αναφυεί: Πώς κατορθώνει ο Καβάφης να περνάει ακέραιη (ή σχεδόν ακέραιη) την ποίησή του μέσα από τη μετάφραση, έτσι ώστε διαβάζοντας τις μεταφράσεις των ποιημάτων του να νιώθει κανείς πολύ λιγότερο απ' ό,τι όταν διαβάζει μεταφράσεις ποιημάτων άλλων ποιητών (ή να μη νιώθει καθόλου) ότι αυτό που διαβάζει είναι μετάφραση; Πώς κατορθώνει η χρονικώς παλαιά ποίηση του Καβάφη να δημιουργεί την αίσθηση ότι είναι ποίηση όχι παλαιά, την αίσθηση που δίνει η ποίηση που γράφεται σήμερα;
Το πρώτο από τα δύο ερωτήματα το αντιμετώπισαν δύο ποιητές που αναγνώριζαν την οφειλή τους στον Καβάφη, ο Ωντεν και ο Μπρόντσκι. Ο Ωντεν οδηγήθηκε στη σκέψη ότι «υπάρχουν μερικά στοιχεία στην ποίηση» (λ.χ. οι εικόνες, τεχνικές συμβάσεις και λεκτικά τεχνάσματα, όπως μετρικά σχήματα και παρηχήσεις), «που μπορούν να χωριστούν από την αρχική λεκτική έκφρασή τους και να μεταφραστούν, και μερικά στοιχεία που είναι αξεχώριστα». Η ποίηση του Καβάφη «δεν περιέχει κανένα από τα μεταφράσιμα στοιχεία». Τι είναι, λοιπόν, εκείνο που υπάρχει στα ποιήματα του Καβάφη, αναρωτιέται ο Ωντεν, «το οποίο επιβιώνει στη μετάφραση και συγκινεί ποιητικά;». Ο Ωντεν απαντά με το συμπέρασμα ότι τα ποιήματα του Καβάφη αποκαλύπτουν ένα πρόσωπο που βλέπει τον κόσμο από μια «μοναδική προοπτική» και ότι «στον βαθμό που μια ποίηση είναι η έκφραση μιας μοναδικής ανθρώπινης ύπαρξης, είναι μεταφράσιμη».
Διαφορετική είναι η εξήγηση του προβλήματος από τον Μπρόντσκι: «Κάθε ποιητής χάνει στη μετάφραση, και ο Καβάφης δεν αποτελεί εξαίρεση. Σ' αυτό που αποτελεί εξαίρεση είναι ότι επίσης κερδίζει. Κερδίζει όχι μόνο γιατί είναι ως ένα βαθμό διδακτικός ποιητής, αλλά και γιατί από νωρίς άρχισε να απογυμνώνει τα ποιήματά του από όλα τα ποιητικά συνοδευτικά ­ από την πλούσια εικονογραφία, τη μετρική εκζήτηση και τις ομοιοκαταληξίες». Ο Μπρόντσκι θέλει να πει ότι το κέρδος του Καβάφη στη μετάφραση δεν είναι πραγματικό αλλά συγκριτικό· ότι ο Καβάφης χάνει λιγότερα απ' ό,τι χάνουν οι άλλοι ποιητές, πράγμα που θα μπορούσε να θεωρηθεί μεταφραστικό κέρδος. Ωστόσο αισθάνεται κανείς ότι η εξήγηση του Μπρόντσκι είναι μερική, γιατί περιορίζει τη μεταφραστική μη απώλεια του λόγου του Καβάφη στη συνενέργεια του διδακτικού στοιχείου και της έλλειψης ποιητικών συνοδευτικών. Αν ο Καβάφης είναι διδακτικός ποιητής, «ως ένα βαθμό», και αν ο διδακτισμός αποτελεί ­ όπως είναι γενικά αποδεκτό ­ ένα από τα λιγότερο ποιητικά στοιχεία, τότε πώς η ποίηση του Καβάφη κατορθώνει να δημιουργήσει και μέσα από τη μετάφραση ένα τόσο δραστικό ποιητικό αποτέλεσμα;


Ποιητικό παράδοξο
Πλησιέστερα στη λύση του προβλήματος βρίσκεται, πιστεύω, ο Ωντεν. Ο προσδιορισμός του ως μεταφράσιμης της ποιητικής έκφρασης ενός ποιήματος το οποίο είναι προϊόν μιας ατομικής μοναδικότητας και όχι της πολιτισμικής κοινότητας στην οποία αυτή η ατομική μοναδικότητα ανήκει, είναι ένα στοιχείο πιο συγκεκριμένο· το οποίο όμως ουσιαστικά παραμένει στο πεδίο της γενικότητας, αφού η εξήγηση του Ωντεν δεν προσδιορίζει τα συστατικά της μοναδικότητας του Καβάφη. Ωστόσο η εξήγηση αυτή («μια μοναδική προοπτική») οδηγεί προς τη σωστή κατεύθυνση, αφού γεννά το ερώτημα: Ποια είναι αυτή η μοναδική προοπτική;
Η προσπάθεια να δώσουμε μιαν απάντηση σ' αυτό το ερώτημα μας οδηγεί αναγκαστικά στην καρδιά του προβλήματος της καβαφικής ποιητικής έκφρασης. Μια παρατήρηση του Σεφέρη αναφερόμενη στο πρόβλημα αυτό θα μπορούσε να μας βοηθήσει να καταλάβουμε γιατί ο Καβάφης χάνει στη μετάφραση λιγότερο απ' ό,τι οποιοσδήποτε άλλος ποιητής. Γράφει ο Σεφέρης: «Ο αισθησιασμός, το αίσθημα αφής του Καβάφη, δεν μπορεί να ενσαρκωθεί στο στίχο του· στην καλή του εποχή ­ και είναι παράξενο να το παρατηρεί κανείς ­ υπάρχει πίσω από τη γλωσσική έκφραση».
Αυτό το κενό όμως δεν υπάρχει στον ποιητικό λόγο των άλλων ποιητών (του Ομήρου, του Ντάντε και του Ελιοτ), τον οποίο συναναφέρει ο Σεφέρης ως λόγο δραματικής φύσεως παρόμοιας με τη φύση του ποιητικού λόγου του Καβάφη· και τούτο, γιατί η γλώσσα των ποιητών αυτών είναι διαφορετική από την καβαφική: δεν είναι γλώσσα ασυγκίνητη, αλλά γλώσσα αισθησιακή. Θα πρέπει, λοιπόν, ανάμεσα στο δραματικό στοιχείο του Καβάφη και στο δραματικό στοιχείο των άλλων ποιητών να υπάρχει κάποια διαφορά, η οποία να προκαλεί τη διαφορά της ποιητικής τους γλώσσας. Η διαφορά αυτή βρίσκεται, πιστεύω, στην πολύ πυκνότερη από εκείνη των άλλων ποιητών χρήση του δραματικού και του τραγικού στοιχείου από τον Καβάφη, χρήση τόσο πυκνή που θα μπορούσε να ονομαστεί ειρωνική. Ο Καβάφης είναι ο μόνος ποιητής που χρησιμοποιεί την ειρωνεία ως κύριο μηχανισμό παραγωγής ποιητικότητας (ο μόνος που τη χρησιμοποιεί με τρόπο ανάλογο με τον καβαφικό, με αποτέλεσμα μια γλώσσα ανάλογα «ασυγκίνητη», είναι ο «πεζογράφος» Μπόρχες). Η ιδιάζουσα δραματική και τραγική ειρωνεία του Καβάφη (η συστηματική και αριστοτεχνική απεικόνιση των αντιθέσεων ανάμεσα στα φαινόμενα και την πραγματικότητα), η οποία διαμορφώνει και την εξίσου πυκνή λεκτική ειρωνεία του, είναι, πιστεύω, εκείνο που κάνει τη γλώσσα του να μπορεί να προκαλεί ποιητική συγκίνηση, καθιστώντας περιττό τον γλωσσικό αισθησιασμό. Καθώς στο πεδίο της μη αισθησιακής γλωσσικά δραματικής ποίησης η ειρωνεία λειτουργεί ­ όπως το δείχνει η ποίηση του Καβάφη ­ εσωτερικά, γιατί είναι συναίσθημα συμπυκνωμένο σε «διανοητικής» μορφής διατύπωση, υποκρυπτόμενο πίσω από την επιφάνεια των λέξεων («πίσω από τη γλωσσική διατύπωση ­ το οποίο, όμως, στην επαφή του με τον αναγνώστη αποσυμπυκνώνεται ακαριαία»)· καθώς δηλαδή το συναίσθημα στην καβαφική ποίηση δεν εκφράζεται με γλώσσα χυμώδη, λυρική, που μεταφράζεται δύσκολα, αλλά με γλώσσα «διανοητική», η οποία μπορεί να μεταφέρει το συγκινησιακό της συμπύκνωμα σε μια ξένη γλώσσα με ελάχιστες απώλειες, το έργο του Καβάφη περιέχει μιαν ιδιότητα μοναδική: επιτρέπει να μεταφερθεί η ποιητική του ποιότητα σε μια ξένη γλώσσα ευκολότερα και με μεγαλύτερη ακρίβεια απ' ό,τι το επιτρέπει το έργο των άλλων ποιητών.
Η ιδιότητα αυτή της καβαφικής ποίησης δεν μειώνει το κύρος της απήχησής της. Απεναντίας το αιτιολογεί ακόμη περισσότερο, γιατί αναδεικνύει και έξω από τα όρια της ελληνικής γλώσσας την ιδιαιτερότητα της ποιητικής έκφρασης του Καβάφη· ιδιαιτερότητα που μας επιτρέπει να πούμε ότι ο Καβάφης θα μπορούσε να θεωρηθεί δημιουργός ενός νέου ποιητικού είδους: μιας ιδιότυπης δραματικής ποίησης που, επειδή το κύριο στοιχείο της είναι η ειρωνεία (ένα ιδιάζον κράμα δραματικής και λεκτικής ειρωνείας), θα μπορούσε ­ για να διακριθεί από την «λυρικής» μορφής δραματική ποίηση (του Ντάντε, του Ελιοτ, του Σεφέρη) να ονομαστεί ειρωνική ποίηση.

Υπεράνω τεχνοτροπίας
Μιλάω βέβαια για ένα νέο είδος καθ' υπερβολήν, για να υπογραμμίσω το καινοφανές της έκφρασης του Καβάφη, το οποίο δίνει την αίσθηση ότι η ποίησή του είναι συντεθειμένη με μια νέα τεχνοτροπία. Και αυτό μας φέρνει στο δεύτερο από τα δύο ερωτήματα που διατυπώσαμε στην αρχή, στο πώς γίνεται η ποίηση του Καβάφη να δίνει τη γεύση μιας ποίησης που έχει γραφτεί σήμερα. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό θα μπορούσε, πιστεύω, να είναι η εξής: Επειδή κάθε τεχνοτροπία είναι προϊόν μιας εποχής, τα καλλιτεχνικά έργα του παρελθόντος, ανεξαρτήτως της ζωντάνιας τους (ή μάλλον εις πείσμα της), φέρουν αναπότρεπτα πάνω τους τα σημεία του καιρού τους, που είναι σημεία μιας παλαιότητας. Η ποίηση του Καβάφη δίνει την αίσθηση ότι είναι ποίηση μιας νέας τεχνοτροπίας, γιατί είναι γραμμένη σε μια μη αναγνωρίσιμη τεχνοτροπία. Και τούτο, γιατί τα στοιχεία που απορρόφησε από την περιδιάβασή του στις διάφορες τεχνοτροπίες της εποχής του (ρομαντική, παρνασσική, συμβολιστική, αισθητιστική) ο Καβάφης κατόρθωσε «στην καλή του εποχή», στα ποιήματα που είναι τα πλέον χαρακτηριστικά της τέχνης του, να τα συγχωνεύσει σ' ένα δικό του κράμα, το οποίο τα απομακρύνει ή τα αποκόπτει από αυτές· ένα κράμα που δεν είναι διαμορφωμένο ούτε από τις συγκεκριμένες ποιητικές επιταγές του ανερχόμενου στις αρχές του αιώνα μας μοντερνισμού ­ το οποίο, όμως, επειδή δεν είναι ασύνδετο με το πνεύμα της μοντερνιστικής εποχής, ανοίγει τον δρόμο ενός προσωπικού, ενός ιδιότυπου ποιητικού μοντερνισμού. Την ιδιοτυπία σ' αυτόν τον μοντερνισμό τη δίνει η καβαφική χρήση της ειρωνείας. Και είναι κυρίως η ιδιότυπη χρήση του ειρωνικού στοιχείου ­ που ως βασικό στοιχείο της ανθρώπινης κατάστασης είναι στοιχείο διαχρονικό ­ εκείνο που εξουδετερώνει τα γνωρίσματα της τεχνοτροπίας από το τεχνοτροπικό κράμα της καβαφικής ποίησης και ανατρέπει κάθε τάση της προς παλαίωση.
Πιστεύω ότι η ειρωνεία είναι και ο λόγος που η ποίηση του Καβάφη παρουσιάζεται σήμερα ζωντανότερη απ' ό,τι προηγουμένως. Καθώς η εποχή μας είναι εποχή ιδιαζόντως ειρωνική, αφού ο άκρατος σχετικισμός της και η καλλιέργεια της προσομοίωσης κατέστησαν τη διάκριση ανάμεσα στη φαινομενική και την πραγματική πραγματικότητα δύσκολη, η καβαφική ποίηση με την ειρωνική ματιά της, με την αποκαλυπτική της ανθρώπινης αυταπάτης ιδιότητά της, έχει γίνει πιο επίκαιρη από ποτέ. Γιατί της έχει δοθεί η ευκαιρία να αναδείξει στο έπακρο τη δύναμη του ρεαλισμού της.
[ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΟ ΒΗΜΑ, 19-12-1999]

Σχόλια