Πότε άρχιζε το γήρας στο Βυζάντιο και ο μέσος όρος ζωής των βυζαντινών


*Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα δεν είναι εύκολη, αφού οι συχνές αναφορές των πηγών σε γέροντες δεν περιλαμβάνουν απαραίτητα και την αριθμητική τους ηλικία και οσάκις αυτό συμβαίνει αφορά σε ανθρώπους πενήντα ετών και άνω, που, όπως προκύπτει από τα συμφραζόμενα, βρίσκονταν ήδη σε προχωρημένο γήρας… Ηλικιακοί, ωστόσο, περιορισμοί που ίσχυαν για ορισμένες βασικές δραστηριότητες των Βυζαντινών σε συσχετισμό και με τα όσα γνωρίζομε για τον μέσο όρο ζωής τους μαρτυρούν μερική περιθωριοποίηση τους λόγω ηλικίας και υπαγωγή τους στην κατηγορία των γερόντων σχετικά νωρίς.

Ο συντάκτης του ποιήματος με νουθεσίες του Αλέξιου Α' Κομνηνού προς τον γιο του Ιωάννη τοποθετεί το τέλος της νεότητας και την έναρξη του γήρατος στην ηλικία των σαράντα ετών, στην αρχή της πέμπτης δεκαετίας, στη διάρκεια της οποίας θεωρεί αναμενόμενο και τον θάνατο. Επισημαίνει, επίσης, ότι οι μεγαλύτερες ηλικίες ως και τα εξήντα χρόνια υπάρχουν, αλλά σταδιακά σπανίζουν, ενώ οι εβδομηντάρηδες αποτελούν την εξαίρεση και οι ογδοντάρηδες απουσιάζουν.
Η άμεση αυτή μαρτυρία του ποιήματος για τη σύντομη διάρκεια της ζωής των Βυζαντινών είναι σε γενικές γραμμές σύμφωνη με τη γνωστή εκτίμηση, που έχει προκύψει από τη μελέτη επιγραφικών δεδομένων της πρώιμης εποχής και μοναστηριακών πρακτικών της ύστερης, ότι ο μέσος όρος ζωής των κατοίκων της αυτοκρατορίας ήταν γύρω στα 35 χρόνια και μόνον ένας μικρός αριθμός ξεπερνούσε τα 45 χρόνια. Σε ό,τι αφορά, άλλωστε, τις μεγαλύτερες ηλικίες, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Kazhdan, οι αυτοκράτορες της δυναστείας των Κομνηνών, Αλέξιος Α', Ιωάννης Β', Μανουήλ και Ανδρόνικος πέθαναν στα 61, 56, 57 και 62 χρόνια αντίστοιχα, ενώ το εβδομηκοστό πρώτο (71) έτος υπολογίστηκε ως η ηλικία θανάτου δεκαπέντε λογίων, που έζησαν στο διάστημα από τα τέλη του ενδέκατου ως τα τέλη του δωδέκατου αιώνα. Οι άνθρωποι της ηλικίας αυτής ανήκαν στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα και αν δεν ήταν και τόσο δυσεύρετοι, όσο λέει ο συντάκτης του ποιήματος, οπωσδήποτε όμως αποτελούσαν μία μειοψηφία, που οι καλύτερες συνθήκες ζωής τής εξασφάλιζαν τη μακροημέρευση. Την πρόωρη, αντίθετα, θνησιμότητα στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα υπαινίσσεται το σχόλιο του μητροπολίτη της Κέρκυρας Βασίλειου Πεδιαδίτη, στα τέλη του δωδέκατου αιώνα, ότι λόγω των δύσκολων συνθηκών διαβίωσης στο νησί παρὰ τοῖς Κερκυραίοις ὁ πεντηκονταετὴς ἐστὶν ἐσχατόγηρως...
Η άποψη ότι η ηλικία των σαράντα ετών σήμαινε την αρχή του γήρατος, που στο ποίημα συνδέεται με τη θρησκευτικότητα και την προσήλωση του ανθρώπου στο όραμα της μέλλουσας ζωής, φαίνεται να υιοθετείται και από την Εκκλησία σε ένα ζήτημα θεσμικό, όπως είναι ο γάμος και ειδικότερα στον προσδιορισμό του αριθμού των επιτρεπόμενων γάμων. Σύμφωνα με τον Τόμο τής ενώσεως, που εκδόθηκε το 920 επί Κωνσταντίνου Ζ' για να τερματίσει τη διαμάχη που είχε προκαλέσει η τεταρτογαμία του Λέοντος Στ΄ και παρέμεινε με ισχύ νόμου σε όλη τη βυζαντινή περίοδο, ο τέταρτος γάμος απαγορεύεται ρητά, ο πρώτος και ο δεύτερος επιτρέπονται, εφόσον δεν έχει προηγηθεί αρπαγή ή πορνεία, ενώ ο τρίτος επιτρέπεται υπό ορισμένες προϋποθέσεις σχετικές με την ηλικία και την ύπαρξη ή μη παιδιών από τους προηγούμενους γάμους. Για τους σαραντάρηδες άνδρες με παιδιά ο τρίτος γάμος είναι ασυγχώρητος, γιατί θεωρείται ότι δεν εξυπηρετεί παρά την έξωρη επιθυμία του ενδιαφερόμενου, θέτοντας συγχρόνως σε κίνδυνο την ασφάλεια των παιδιών, ενώ για τους σαραντάρηδες χωρίς παιδιά ο τρίτος γάμος τιμωρείται με πενταετή αποκλεισμό από τη θεία κοινωνία. Ο τριαντάρης με παιδιά που προβαίνει σε τρίτο γάμο είναι επίσης ασυγχώρητος, γιατί υποκινείται αποκλειστικά και μόνο από την ακρασία και τιμωρείται με τετραετή αποκλεισμό από τη θεία μετάληψη, ενώ ο γάμος του τριαντάρη χωρίς παιδιά, που επιθυμεί να τεκνοποιήσει, συγχωρείται. Η διάκριση μεταξύ του τριαντάρη και του σαραντάρη άνδρα με παιδιά στο ζήτημα της τριτογαμίας υποδηλώνει ότι για την Εκκλησία, που ως μοναδικό σκοπό του γάμου δεχόταν την τεκνοποιία και τη δημιουργία οικογένειας, η συνυφασμένη με τον γάμο σεξουαλική δραστηριότητα αντιμετωπίζεται με κάποια επιείκεια για τον πρώτο όχι όμως και για τον δεύτερο· η δική του επιθυμία θεωρείται έξωρη, ασύμβατη δηλαδή με την ηλικία του…
Με την κατάταξη των σαραντάρηδων πατεράδων στους άνδρες που βρίσκονταν στην αρχή της βιολογικής τους παρακμής η Εκκλησία αποσκοπούσε, ασφαλώς, να κατοχυρώσει την ευκοσμία του χριστιανικού γάμου, αλλά επίσης και να ελέγξει την αλόγιστη τεκνοποιία, προστατεύοντας με τον τρόπο αυτόν την οικογενειακή περιουσία και τους νόμιμους δικαιούχους της. Αυτό τουλάχιστον υποδηλώνει η ευνοϊκότερη αντιμετώπιση των συνομηλίκων τους χωρίς παιδιά, μαζί βέβαια με το ενδιαφέρον της για την κάλυψη τόσο των σταθερών δημογραφικών αναγκών εξαιτίας της γενικά υψηλής θνησιμότητας, όσο και του πιεστικού κοινωνικού αιτήματος για περισσότερους γάμους, σχετιζόμενου πιθανότατα και με την υψηλότερη συγκριτικά με τους άνδρες γυναικεία θνησιμότητα.
Τα σαράντα χρόνια δεν ήταν μόνον οριακή ηλικία για τη σύννομη σύναψη τρίτου γάμου και τη δημιουργία καινούργιας οικογένειας. Ήταν επίσης και το ηλικιακό όριο για την κατάταξη σε δυνάμεις του θεματικού στρατού και των ταγμάτων, όπου η επιλογή γινόταν με βάση συγκεκριμένα κριτήρια και η σωματική ευρωστία ήταν από τα προαπαιτούμενα. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που έχει συλλέξει ο J. Haidon από Τακτικά και Βίους αγίων ώς και τον δέκατο αιώνα, μεταξύ των εθελοντών που παρουσιάζονταν για στρατολόγηση επιλέγονταν εκείνοι που είχαν συμπληρώσει τα δεκαοκτώ ή τα είκοσί τους χρόνια και δεν είχαν υπερβεί τα σαράντα…
Ο ηλικιακός έλεγχος που ασκούσαν τόσο η πολιτεία κατά την επιλογή εύρωστων νεοσύλλεκτων για την καλύτερη άμυνα του κράτους, όσο και η Εκκλησία στην αναπαραγωγή και τη δημιουργία υποδειγματικής οικογένειας, δείχνει ότι για τους δύο βασικούς αυτούς τομείς της δραστηριότητας των κατοίκων της αυτοκρατορίας η ηλικία των σαράντα ετών ήταν αποδεκτή ως ο βιολογικός σταθμός, που οριοθετούσε το τέλος της νεότητας και ισοδυναμούσε με την αρχή της παρακμής, με προανάκρουσμα του γήρατος.

*[Απόσπασμα από την μελέτη της Ευτυχίας Παπαδοπούλου, «Περί της ηλικίας και του γήρατος από τη γραμματεία του ενδέκατου και δωδέκατου αιώνα», Βυζαντινά Σύμμεικτα, 17 2005, 131-198.]

Σχόλια