Πού να’ ναι τώρα η ανάμνηση των
ημερών
που ήταν δικές σου πάνω στη γη και
ύφαιναν συνάμα
τη χαρά και τον πόνο κι ήταν για σένα
όλο το σύμπαν;
Ο ποταμός του αριθμού των χρόνων
τις έχει χάσει. Είσαι μια λέξη σ’
έναν κατάλογο.
Οι θεοί σε άλλους χάρισαν δόξα
ατελεύτητη,
επιγραφές, ανάγλυφα, μνημεία κι εξαίρετους
ιστορικούς.
Για σένα ξέρουμε μονάχα, φίλε
ασήμαντε,
πως άκουσες το αηδόνι κάποιο απόγευμα.
Ανάμεσα στους ασφοδέλους της σκιάς, ο μάταιος ίσκιος σου
θα σκέφτεται ότι οι θεοί σταθήκαν
φειδωλοί.
Ωστόσο οι μέρες είναι ένα δίχτυ από αθλιότητες
κοινότυπες,
κι υπάρχει ανώτερη ευλογία παρά να
είσαι η στάχτη
απ’ την οποία είναι πλασμένη η λησμονιά;
Σε άλλους ρίξανε οι θεοί το φως της δόξας
αδυσώπητο
να επιτηρεί τα ενδότερα και ν’ αριθμεί
ρωγμές
μιας δόξας που καταλήγει φθείροντας
το λατρεμένο ρόδο της.
Με σένα, αδερφέ, υπήρξαν οι θεοί πιο
ελεήμονες.
Στην έκσταση ενός δειλινού που ποτέ
του δεν θα γίνει βράδυ
ακούς το λάλημα απ’ το αηδόνι του Θεόκριτου.
Ερμηνεία και ανάλυση
Το υπέροχο
αυτό ποίημα με τον καβαφικό τόνο είναι αφιερωμένο σε κάποιον ανώνυμο και ελάσσονα
ποιητή της λεγόμενης ελληνικής ανθολογίας, μιας μεγάλης σειράς από ελληνικά
επιγράμματα. Το όνομα του ποιητή έχει ξεχαστεί, το ίδιο η ζωή και η ποίησή του. Σε άλλους ποιητές η μοίρα επιφύλαξε μεγαλύτερη δόξα. Ωστόσο αυτή η δόξα
είναι αδυσώπητη, με την έννοια ότι υπόκειται στη διαρκή φθορά του χρόνου και
της κριτικής, η οποία τελικά καταλήγει να διαλύει το αντικείμενο (ρόδο) της
αρχικής λατρείας της. Ο ασήμαντος ποιητής αντίθετα δεν έχει να φοβάται κάτι
τέτοιο, εφόσον ούτως ή άλλως είναι ήδη λησμονημένος. Από αυτή την άποψη δεν
πρέπει να τα βάζει με τους θεούς που δεν τον δόξασαν, αλλά αντίθετα να τους
ευγνωμονεί, επειδή υπήρξαν στην πραγματικότητα φιλάνθρωποι μαζί του, αφού δεν
τον υπέβαλαν στη διαδικασία της σταδιακής φθοράς που γνωρίζει η μεγάλη ποίηση.
Ο ταπεινός ποιητής μας έχει τουλάχιστον το προνόμιο να ακούει παντοτινά, στο ατελεύτητο
λυκόφως του χρόνου, τη φωνή των σπουδαιότερων ποιητών (αηδόνι), όπως αυτή του Θεόκριτου.
Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη, 19-11-2016
A UN POETA MENOR DE LA ANTOLOGIA
¿Dónde está la memoria de los días
que fueron tuyos en la tierra, y tejieron
dicha y dolor y fueron para ti el universo?
El río numerable de los años
los ha perdido; eres una palabra en un índice.
Dieron a otros gloria interminable los dioses,
inscripciones y exergos y monumentos y puntuales historiadores;
de ti sólo sabemos, oscuro amigo,
que oíste al ruiseñor, una tarde.
Entre los asfodelos de la sombra, tu vana sombra
pensará que los dioses han sido avaros.
Pero los días son una red de triviales miserias,
¿y habrá suerte mejor que ser la ceniza
de que está hecho el olvido?
Sobre otros arrojaron los dioses
la inexorable luz de la gloria, que mira las entrañas y enumera las
grietas,
de la gloria, que acaba por ajar la rosa que venera;
contigo fueron más piadosos, hermano.
En el éxtasis de un atardecer que no será una noche,
oyes la voz del ruiseñor de Teócrito.
Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη, 19-11-2016
A UN POETA MENOR DE LA ANTOLOGIA
¿Dónde está la memoria de los días
que fueron tuyos en la tierra, y tejieron
dicha y dolor y fueron para ti el universo?
El río numerable de los años
los ha perdido; eres una palabra en un índice.
Dieron a otros gloria interminable los dioses,
inscripciones y exergos y monumentos y puntuales historiadores;
de ti sólo sabemos, oscuro amigo,
que oíste al ruiseñor, una tarde.
Entre los asfodelos de la sombra, tu vana sombra
pensará que los dioses han sido avaros.
Pero los días son una red de triviales miserias,
¿y habrá suerte mejor que ser la ceniza
de que está hecho el olvido?
Sobre otros arrojaron los dioses
la inexorable luz de la gloria, que mira las entrañas y enumera las
grietas,
de la gloria, que acaba por ajar la rosa que venera;
contigo fueron más piadosos, hermano.
En el éxtasis de un atardecer que no será una noche,
oyes la voz del ruiseñor de Teócrito.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου