[ Η ανάρτηση που ακολουθεί αποτελεί συντομευμένη μορφή των σελίδων 163-168 της Κατερίνας Καρβούνη από την ωραία ανθολογία των Κ. Σπανουδάκη, Κ. Καρβούνη και Ν. Λίτινα, Ποίηση Ύστερης Αρχαιότητας: Ανθολόγιο, Ρέθυμνο 2015. Παρέλειψα κυρίως σχόλια κριτικής του κειμένου και τη βιβλιογραφία. Η δομή της ανάρτησης ακολουθεί στενά αυτήν του πρωτοτύπου, γι' αυτό η μετάφραση της Κ. Καρβούνη δίνεται σταδιακά στα σχόλια]
Ο Αβέρκιος ήταν επίσκοπος Ιεροπόλεως της Φρυγίας κατά τη συμβασιλεία του Μάρκου Αυρήλιου και του Λούκιου Βήρου (161–169 μ.Χ.) Ο Βίος του παραδίδεται από το Συμεών το Μεταφραστή το 10ο αι. μ.Χ. και τον Ανώνυμο Μεταφραστή τον 11ο αι. Αναφέρεται ότι ο επίσκοπος Αβέρκιος στα μέσα του 2ου αι. μ.Χ. έφυγε από την Ιερόπολη για να επισκεφτεί τη Ρώμη. Σε ηλικία 72 ετών συνέθεσε ένα επίγραμμα γραμμένο σε δακτυλικό εξάμετρο, το οποίο θα χαρασσόταν ως επιτύμβια επιγραφή στον τάφο του μετά τον θάνατό του, που επήλθε λίγο μετά την επιστροφή του στην Ιερόπολη. Σε αυτό το κείμενο ανέφερε τη διαδρομή του κατά την επιστροφή από τη Ρώμη. Πέρασε από τη Συρία, έφτασε στη Νίβιση και επέστρεψε στην Ιερόπολη. Το κείμενο σώθηκε στον Βίο του, αλλά εξαιτίας της μοναδικότητάς του θεωρήθηκε στην αρχή νόθο. Το Νοέμβριο του 1881 ο Sir W. Ramsay ανακάλυψε στη Φρυγία την επιτύμβια επιγραφή κάποιου Αλέξανδρου που πέθανε το 216 μ.Χ. Το κείμενο της επιγραφής αυτής μιμούνταν μέρος της επιγραφής του Αβέρκιου, όπως τη γνωρίζαμε από τον Βίο του. Σήμερα φυλάσσεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Κωνσταντινούπολης. Η μεγάλη όμως ανακάλυψη έγινε μετά από περίπου δύο χρόνια (τον Ιούνιο ή Οκτώβριο του 1883), όταν πάλι ο Ramsay ταύτισε δύο τμήματα της πραγματικής επιτύμβιας στήλης του Αβέρκιου, που επιβεβαίωναν την ακρίβεια του κειμένου του Βίου. Η επιγραφή αυτή πρέπει να χρονολογηθεί στο 170 μ.Χ.· σήμερα φυλάσσεται στο Μουσείο του Βατικανού. Αποτελεί μια από τις πρωιμότερες χριστιανικές επιγραφικές μαρτυρίες. Το κείμενό της χαρακτηρίζεται από μια μυστική φρασεολογία, που βρίσκει παράλληλα σε όρους που απαντούν στον Τερτυλλιανό και στον Κλήμεντα τον Αλεξανδρέα, καθώς και σε εικαστικές παραστάσεις με συμβολικό περιεχόμενο στις κατακόμβες της Ρώμης. Γίνονται αναφορές στην εκκλησία της Ρώμης κατά τον 2ο αι. μ.Χ. Οι χριστιανοί βαπτίζονταν (στ. 9 λαὸν δ’ εἶδον̣ ἐ̣[κεῖ λαμπρὰν] σφραγεῖδαν ἔ[χοντα]) και κατά τη Θεία Ευχαριστία λάμβαναν οίνο και άρτο (στ. 16 οἶνον χρηστὸν ἔχουσα, κέρασμα διδοῦσα μετ’ ἄρτου). Φαίνεται ότι ο Αβέρκιος επιδιώκει να συνταιριάξει λογοτεχνικούς λογότυπους των επιτύμβιων επιγραμμάτων με λέξεις που έχουν πια ένα χριστιανικό εννοιολογικό περιεχόμενο, αλλά δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν υπάρχει μια σκόπιμη προσπάθεια κατασκευής ενός κρυπτοχριστιανικού κειμένου. Για παράδειγμα οι λέξεις ποιμήν, βασιλ[ῆαν, βασίλισσ̣[αν, πίστις, ἰχθύν, πηγῆς, παρθέ[νος, χρηστόν θα εκλαμβάνονταν από τους εθνικούς με την πραγματική τους καθημερινή σημασία, αλλά ένας Χριστιανός θα μπορούσε να θεωρήσει ότι σήμαιναν Ποιμήν (ο Χριστός), Βασιλῆαν (ο Χριστός), Βασίλισσαν (η Εκκλησία), Πίστις (η Χριστιανική Πίστη), Ἰχθύν (η ακροστοιχίδα ΙΧΘΥΣ), Πηγῆς (η Ζωοδόχος Πηγή, που είναι η Παρθένος Μαρία ή πρόκειται για μυστικιστική παραπομπή στον Θεό), Παρθέ[νος (η Παρθένος Μαρία), Χρηστόν (ο Χριστός). Το__επίγραμμα χαρακτηρίζεται από αδεξιότητα (χαρακτηριστικές είναι οι επαναλήψεις λέξεων, κάποιων μάλιστα τρεις φορές, όπως της αντωνυμίας ὅς στους στίχους 4–7 και του επιρρήματος πάντῃ στους στίχους 11–13). Επιπροσθέτως μπορεί να προστεθεί η επανάληψη εννοιών: π.χ. στους στίχους 7–10 βασιλ[ῆαν ἀθρῆσαι] καὶ βασίλισσ̣[αν ἰδεῖν, λαὸν δ’ εἶδον̣ ἐ̣[κεῖ λαμπρὰν] σφραγεῖδαν ἔ[χοντα] καὶ Συρίης πέ[δον εἶδα], επαναλαμβάνεται τρεις φορές ο αόριστος του ρήματος ὁράω σε συνδυασμό με τον αόριστο του συνώνυμου ρήματος ἀθρέω. Στους στ. 11–12 πάν]τῃ δ’ ἔσχον συνο̣[μαίμους] Π̣α̣ῦ̣λ̣ο̣ν̣ ἔ̣χ̣ω̣ν̣ ἐ̣π̣’ ὄ̣[χοις] επαναλαμβάνονται τύποι του ρήματος ἔχω. Στην επιγραφή παρατηρούνται επίσης ιωτακισμοί στους στ. 1 πολεί[της], 9 σφραγεῖδαν, 21 δισχείλια και 22 χείλια, που ενδεχομένως δεν ήταν λάθη του Αβέρκιου, αλλά λάθη του χαράκτη της επιγραφής. Ωστόσο, είναι αξιοσημείωτο ότι ο τύπος ἐμέν (αντί του ἐμέ) είναι αναγκαίος μετρικά και πρόκειται για μια φωνολογική εναλλαγή, που επικρατούσε στη Φρυγία. Τέλος, οι μετοχικές προτάσεις τείνουν να τίθενται στο τέλος της περιόδου μετά το ρήμα της κύριας πρότασης (πβ. στ. 11 και 16). Σημειώνεται με μπλε χρώμα το κείμενο, όπως συμπληρώνεται με βάση την επιτύμβια επιγραφή του Αλεξάνδρου. Σημειώνεται με καφέ χρώμα το σωζόμενο κείμενο της επιτύμβιας επιγραφής του Αβέρκιου:
[ἐ]κ̣λεκτῆς πόλε̣ως ὁ πολεί[της] τ̣οῦτ’ ἐποίη̣[σα]
[ζῶν, ἵ]ν̣’ ἔχω φανερ̣[ὴν] σώματος ἔνθα θέσιν,
οὔνομ’ <Ἀβέρκιος ὤν ὁ> μαθητὴς ποιμένος ἁγνοῦ,
[ὅς βόσκει προβάτων ἀγέλας ὄρεσιν πεδίοις τε],
5 [ὀφθαλμοὺς ὃς ἔχει μεγάλους πάντῃ καθορῶντας]·
[οὗτος γὰρ μ’ ἐδίδαξε --- γράμματα πιστά],
εἰς Ῥώμη[ν ὃς ἔπεμψεν] ἐμὲν βασιλ[ῆαν ἀθρῆσαι]
καὶ βασίλισσ̣[αν ἰδεῖν χρυσό]στολον χρυ̣[σοπέδιλον].
λαὸν δ’ εἶδον̣ ἐ̣[κεῖ λαμπρὰν] σφραγεῖδαν ἔ[χοντα]
10 καὶ Συρίης πέ[δον εἶδα] καὶ ἄστεα πάν[τα, Νισῖβιν]
Εὐφράτην διαβ̣[άς· πάν]τῃ δ’ ἔσχον συνο̣[μήμους]
Π̣α̣ῦ̣λ̣ο̣ν̣ ἔ̣χ̣ω̣ν̣ ἐ̣π̣’ ὄ̣[χοις]· πίστις π̣[άντῃ δὲ προῆγε]
καὶ παρέθηκε̣ [τροφὴν] πάντῃ ἰχθὺν ἀ[πὸ πηγῆς]
πανμεγέθη καθ[αρόν, οὗ] ἐδράξατο παρθέ[νος ἁγνή],
15 καὶ τοῦτον ἐπέ[δωκε φί]λ̣{ι̣}ο̣ι̣ς̣ ἐ̣σ̣θ̣ε̣[ῖν διὰ παντός],
οἶνον χρηστὸν ἔχουσα, κέρασμα διδοῦσα μετ’ ἄρτου.
ταῦτα παρεστὼς εἶπον Ἀβέρκιος ὧδε γραφῆναι.
ἑβδομηκοστὸν ἔτος καὶ δεύτερον ἦγον ἀληθῶς.
ταῦθ’ ὁ νοῶν εὔξαιτο ὑπὲρ Ἀβερκίου πᾶς ὁ συνῳδός.
20 οὐ μέντοι τύμβῳ τις ἐμῷ ἕτερόν τινα θήσει.
εἰ δ’ οὖν, Ῥωμαίων ταμείῳ θήσ<ει> δισχείλια <χ>ρυσᾶ
καὶ χ̣ρηστῇ πατρίδι̣ Ἱεροπόλει χείλια χρυσᾶ.
1–5. «Εγώ, πολίτης μιας εκλεκτής πόλης, αυτό το μνημείο έφτιαξα όσο ζούσα, για να μπορώ να έχω εδώ ένα φανερό τόπο ανάπαυσης του σώματός μου, το όνομά μου Αβέρκιος, μαθητής του αγνού ποιμένα που βοσκά αγέλες προβάτων στα βουνά και στις πεδιάδες, ο οποίος έχει μεγάλα μάτια που βλέπουν παντού».
1. [ἐ]κ̣λεκτῆς πόλε̣ως ὁ πολεί[της]: Αναφέρεται στην ιδιότητά του ως χριστιανού: κάθε χριστιανός είναι εκλεκτός πολίτης της πολιτείας του Θεού. Αν το πόλεως πρέπει να πιεστεί για να δηλώσει μια συγκεκριμένη πόλη, η αναφορά γίνεται προφανώς στην Ιερόπολη και όχι στην Ιερουσαλήμ, παρόλο που η Ιερουσαλήμ χαρακτηρίζεται με αυτό το επίθετο στην Παλαιά Διαθήκη· πβ. Σοφία Σιράχ 49.6 ἐνεπύρισαν ἐκλεκτὴν πόλιν
ἁγιάσματος καὶ ἠρήμωσαν τὰς ὁδοὺς αὐτῆς.
2. ἵ]ν̣’ ἔχω φανερ̣[ὴν] σώματος ἔνθα θέσιν: Η λέξη θέσις χρησιμοποιείται για μνήματα στα μεταγενέστερα χριστιανικά κείμενα και όχι τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες. Το επίθετο φανερήν βρίσκεται στην επιγραφή του Αλεξάνδρου και προσδιορίζει τη λέξη θέσιν, αλλά ο Merkelbach υποθέτει ότι στην επιγραφή του Αβέρκιου έπρεπε να είναι γραμμένη η φράση ἵν’ ἔχω καιρῷ [«όταν έρθει η ώρα»] σώματος ἔνθα θέσιν, όπως παραδίδει το κείμενο του Βίου.
3. ποιμένος ἁγνοῦ: Αναφέρεται στον Χριστό. H μορφή του ποιμένα συνήθως με τον αμνό στους ώμους (πβ. τα αγάλματα του μοσχοφόρου ή κριοφόρου του ελληνορωμαϊκού κόσμου) χρησιμοποιήθηκε για τον Xριστό,
που είναι ο Καλός Ποιμήν ως επικεφαλής της Εκκλησίας και διδάσκαλος. Ο συνδυασμός ποιμένα και διδασκάλου φαίνεται ήδη και στον Ιωάννη 21.15–17, όπου ο Χριστός λέει στον Πέτρο «ποίμαινε τὰ πρόβατά μου» και «βόσκε τὰ ἀρνία μου». Η απεικόνιση του Χριστού ως Καλού Ποιμένα ξαφνικά εξαφανίζεται στην αρχή του 5ου αι. μ.Χ. και επανεμφανίζεται στον Μεσαίωνα. Το επίθετο ἁγνός αποδίδεται στην κλασική περίοδο μόνο σε θεούς, ωστόσο από τη ρωμαϊκή περίοδο και σε ανθρώπους.
4. προβάτων ἀγέλας ὄρεσιν πεδίοις τε: Πρόκειται για τους χριστιανούς που έχουν πια επεκταθεί σε όλον τον κόσμο.
5. ὀφθαλμοὺς ὃς ἔχει μεγάλους πάντῃ καθορῶντας: Πβ. Αποστόλου Παύλου Προς Εβραίους 4.13 καὶ οὐκ ἔστιν κτίσις ἀφανὴς ἐνώπιον αὐτοῦ, πάντα δὲ γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ «και δεν υπάρχει πλάσμα αφανές ενώπιόν του, αλλά το καθετί είναι γυμνό και φανερωμένο στα μάτια του».
6–8. [οὗτος γὰρ μ’ ἐδίδαξε --- γράμματα πιστά], / εἰς Ῥώμη[ν ὃς ἔπεμψεν] ἐμὲν βασιλ[ῆαν ἀθρῆσαι] «αυτός με δίδαξε τα γράμματα --- της πίστεως και με έστειλε στη Ρώμη να δω τον βασιλέα και να δω τη βασίλισσα με το χρυσό ένδυμα και τα χρυσά πέδιλα».
βασιλ[ῆαν: Τα χειρόγραφα δίνουν τη γραφή βασιλείαν και βασίλειαν. Ο Ramsey αναφέρει ότι όταν είδε για πρώτη φορά με τον Sterrett την επιγραφή στην Ιερόπολη το 1883 ανέγνωσε ΒΑΣ[Ι]ΛΗ[, αλλά στη μεταγραφή του Sterrett αυτό το Η δεν υπάρχει. Η συμπλήρωση στον στίχο 7 είναι προβληματική, και δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι τι είδε ο Αβέρκιος στη Ρώμη. Αν συμπληρώσουμε βασίλ[ειαν ἀθρῆσαι, τότε αναφέρεται στη βασίλισσα Φαυστίνα, τη γυναίκα του αυτοκράτορα, η οποία τον είχε προσκαλέσει για να θεραπεύσει την κόρη της Λουκίλλα. Αν
συμπληρώσουμε βασιλ[είαν ἀθρῆσαι, τότε δηλώνεται η αφηρημένη έννοια της βασιλείας του Μάρκου Αυρήλιου. Μια τρίτη συμπλήρωση βασιλ[ίδ’ ἀναθρῆσαι (Wischmeyer) παραπέμπει στην πόλη της Ρώμης. Τέλος, η συμπλήρωση βασιλ[ῆαν ἀθρῆσαι (McNeil), όπου ο τύπος βασιλ[ῆαν θεωρείται ως αρχαϊκός τύπος της αιτιατικής ενικού του ουσιαστικού βασιλεύς, μπορεί να παραπέμπει στον Ιησού Χριστό, αν συνδυαστεί με την ερμηνεία της λέξης βασίλισσαν ως την Εκκλησία· βλ. επόμενη σημείωση.
8. καὶ βασίλισσ̣[αν: Αν στον στίχο 7 συμπληρώσουμε βασίλ[ειαν, τότε ως βασίλισσα εννοείται η κόρη του Μάρκου Αυρήλιου, Λουκίλλα. Αν συμπληρώσουμε βασιλ[είαν, η βασίλισσα είναι η Φαυστίνα. Ο McNeil θεωρεί ότι, αν και το επίθετο χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια πόλη, συγκεκριμένα εδώ τη Ρώμη, προσάγοντας παράλληλα χωρία από τους Σιβυλλιακούς χρησμούς και την Καινή Διαθήκη, στο πλαίσιο της αλληγορικής γλώσσας του Αβέρκιου, βασίλισσα είναι η Εκκλησία, η οποία μαζί με τον Χριστό παρουσιάζονται στα πατερικά κείμενα ως σύμβιοι, ως νυμφίος και νύμφη, ως τὸ ἄρσεν καὶ τὸ θῆλυ κτλ.
9–12. λαὸν δ’ εἶδον̣ ἐ̣[κεῖ λαμπρὰν] σφραγεῖδαν ἔ[χοντα] / καὶ Συρίης πέ[δον εἶδα] καὶ ἄστεα πάν[τα, Νισῖβιν] / Εὐφράτην διαβ̣[άς· πάν]τῃ δ’ ἔσχον συνο̣[μήμους] / Π̣α̣ῦ̣λ̣ο̣ν̣ ἔ̣χ̣ω̣ν̣ ἐ̣π̣’ ὄ̣[χοις] «είδα εκεί λαό που είχε τη λαμπρή σφραγίδα και είδα την πεδιάδα της Συρίας και όλες τις πόλεις, και τη Νισίβη όταν πέρασα τον Ευφράτη. Είχα παντού αδελφούς, έχοντας τον Παύλο στην άμαξά μου».
9. λαόν: Εδώ είναι τεχνικός όρος για τους χριστιανούς.
σφραγεῖδαν: Η αιτιατική τριτόκλιτου σε -ν από επίδραση της πρώτης κλίσης είναι συνηθισμένο λάθος στην ρωμαïκή περίοδο. Με τη λέξη σφραγίς εννοείται το μυστήριο του βαπτίσματος, που «σφράγιζε» το νεοφώτιστο.
11. συνο̣[μήμους]: Τα χειρόγραφα του Βίου παραδίδουν συνομηγύρους (το οποίο δημιουργεί μετρικά προβλήματα), ενώ το επίθέτο συνομήμους (= συνομαίμους) απαντά και σε άλλες χριστιανικές έμμετρες επιγραφές από τη Φρυγία.
12. Π̣α̣ῦ̣λ̣ο̣ν̣ ἔ̣χ̣ω̣ν̣ ἐ̣π̣’ ὄ̣[χοις]: Τα χειρόγραφα του Βίου παραδίδουν Παῦλον ἔχων δὲ ἔσωθην, το οποίο δεν μπορεί να σταθεί μετρικά. Η λέξη ἔσωθην δεν είναι βέβαιο αν πρέπει να ερμηνευτεί ως το επίρρημα ἔσωθεν ή η παθητική φωνή ἐσώθην του ρήματος σώζομαι. Επειδή η αναφορά στον Παύλο αντιτίθεται στην υπόθεση ότι ο Αβέρκιος ήθελε να αποκρύψει τα χριστιανικά στοιχεία στο επίγραμμά του, αρχικά θεωρήθηκε ότι εννοεί έναν συνοδοιπόρο του με το όνομα αυτό στο ταξίδι. Ο Wirbelauer θεωρεί ότι είχε τα κείμενα του Παύλου στα χέρια του και με αυτά δίδασκε.
12–16. πίστις π̣[άντῃ δὲ προῆγε] / καὶ παρέθηκε̣ [τροφὴν] πάντῃ ἰχθὺν ἀ[πὸ πηγῆς] / πανμεγέθη καθ[αρόν, οὗ] ἐδράξατο παρθέ[νος ἁγνή], / καὶ τοῦτον ἐπέ[δωκε φί]λ̣{ι̣}ο̣ι̣ς̣ ἐ̣σ̣θ̣ε̣[ῖν διὰ παντός], / οἶνον χρηστὸν ἔχουσα, κέρασμα διδοῦσα μετ’ ἄρτου «η πίστις παντού με οδηγούσε και παρέθετε παντού για τροφή ένα ψάρι από πηγή, μεγάλο και καθαρό, που το έπιανε αγνή παρθένα. Και το έδινε παντού σε φίλους να το φάνε, και έχοντας καλό κρασί, το έδινε μαζί με άρτο»: Ο Wischmeyer 1980 θεωρεί ότι οι στίχοι δεν παραπέμπουν συμβολικά στη Θεία Ευχαριστία, αλλά στην παρουσίαση της Θείας Ευχαριστίας με μοτίβα που εμφανίζονται σε επιγράμματα της πρώιμης ρωμαϊκής εποχής, π.χ. IG XII Suppl. 1.124.7–9, όπου ένας ευεργέτης
αναφέρεται να προσέφερε ἄρνα καὶ κεράμιον οἴνῳ καὶ ἄρτῳ.
12. πίστις π̣[άντῃ δὲ προῆγε]: Ο Wischmeyer προτείνει να εκλάβουμε τη λέξη πίστις ως πεποίθηση, και επειδή την θεωρεί προσωποποίηση της έννοιας αυτής την τυπώνει με κεφαλαίο Π. Μια διαφορετική ανάγνωση (πίστις = εχέγγυο) θα σήμαινε ότι ο Αβέρκιος στο ταξίδι του διέθετε οικονομική εγγύηση για πίστωση. Ο Kearsley εγείρει την πιθανότητα η λέξη να παραπέμπει στις συστατικές επιστολές, που έφεραν μαζί τους οι χριστιανοί όταν ταξίδευαν. Ωστόσο δεν παραπέμπει σε κάποιο κείμενο που η λέξη αυτή έχει αυτή τη σημασία.
13. παρέθηκε̣ [τροφὴν] πάντῃ: Εννοεί τη Θεία Κοινωνία.
ἰχθύν: Άλλη μια αλληγορική αναφορά, καθώς για τους Χριστιανούς θα παρέπεμπε στην ακροστοιχίδα ΙΧΘΥΣ, Ἰησοῦς Χριστὸς Θεοῦ Υἱὸς Σωτήρ.
καθαρόν: Για τους χριστιανούς, όπως και για τους εθνικούς, δεν ήταν όλα τα ζώα, πτηνά και ψάρια καθαρά, αλλά κάποια θεωρούνταν ακάθαρτα, πβ. Ωριγέν. Επιλογ. εις Ψαλμ. PG 12.1185d καθαρὰ πρόβατα καὶ βόες… ἐνδέχεται καὶ ἀκάθαρτα… ὁμοίως καὶ ἐπὶ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἰχθύων τῆς θαλάσσης.
ἀπὸ πηγῆς: Πρόκειται είτε για αναφορά στην Παρθένο Μαρία, που είναι η Ζωοδόχος Πηγή, επειδή γέννησε τον Χριστό, είτε μια μυστικιστική παραπομπή στον Θεό.
14. παρθέ[νος ἁγνή]: Ορισμένοι θεωρούν ότι γίνεται αλληγορική αναφορά στην Εκκλησία (τότε με το ουσιαστικό πηγή εννοείται η Παρθένος Μαρία), ενώ άλλοι στην Παρθένο Μαρία· πβ. παραπάνω στ. 3 ποιμένος ἁγνοῦ. Ωστόσο, στην τελευταία περίπτωση, πηγή θα πρέπει να θεωρηθεί ο Θεός.
15. φί]λ̣{ι̣}ο̣ι̣ς̣: Η λέξη φίλος αποτελεί μυστικό όρο, με τον οποίο τα μέλη των πρωτοχριστιανικών κοινοτήτων αποκαλούσαν ο ένας τον άλλον.
16. οἶνον χρηστὸν ἔχουσα: Οι γραφές Χρηστός και Χρηστιανός ήταν συνηθισμένες και αλλού και ιδιαιτέρως στη Φρυγία. Και αυτή η φράση θα αποτελούσε μιαν αλληγορική αναφορά στο αίμα (κρασί) του Χριστού κατά τη Θεία Ευχαριστία. Οι εθνικοί θα καταλάβαιναν απλά «καλό κρασί».
17–18. ταῦτα παρεστὼς εἶπον Ἀβέρκιος ὧδε γραφῆναι. / ἑβδομηκοστὸν ἔτος καὶ δεύτερον ἦγον ἀληθῶς
«και επειδή ήμουν παρών σε αυτά, είπα εγώ ο Αβέρκιος να τα γράψω με αυτόν τον τρόπο. Έχω ζήσει πράγματι εβδομήντα δύο χρόνια».
19–22. ταῦθ’ ὁ νοῶν εὔξαιτο ὑπὲρ Ἀβερκίου πᾶς ὁ συνῳδός. / οὐ μέντοι τύμβῳ τις ἐμῷ ἕτερόν τινα θήσει. / εἰ δ’ οὖν, Ῥωμαίων ταμείῳ θήσ<ει> δισχείλια <χ>ρυσᾶ / καὶ χ̣ρηστῇ πατρίδι̣ Ἱεροπόλει χείλια χρυσᾶ
«μακάρι καθένας που συμφωνεί, που καταλαβαίνει τι σημαίνουν αυτά, να προσεύχεται για τον Αβέρκιο. Και κανείς να μην τοποθετήσει κάποιον άλλον στον τάφο μου. Κι αν το κάνει, να πληρώσει στο Ταμείο των Ρωμαίων δύο χιλιάδες χρυσά νομίσματα και στην αγαπημένη πατρίδα μου Ιερόπολη χίλια χρυσά νομίσματα». Οι στίχοι είναι κοινότοποι και δεν παραπέμπουν σε χριστιανικά συμφραζόμενα.
19. ταῦθ’ ὁ νοῶν εὔξαιτο ὑπὲρ Ἀβερκίου πᾶς ὁ συνῳδός: Επειδή ο εμπρόθετος ὑπέρ τινος υπονοούσε την ευχή για την υγεία κάποιου (ὑπὲρ ὑγείας) και γινόταν για τους ζώντες, πρέπει να υποθέσουμε ότι εδώ ο χριστιανός που θα στεκόταν μπροστά στον τάφο του Αβέρκιου θα ευχόταν για την ανάπαυσή του (ὑπὲρ ἀναπαύσεως).
ὁ νοῶν: Όποιος, δηλαδή, καταλαβαίνει τη σημασία των κρυπτικών όρων που χρησιμοποιήθηκαν: ποιμήν, βασιλ[ῆαν, βασίλισσ̣[αν, πίστις, ἰχθὺν, πηγῆς, παρθέ[νος, φί]λ̣{ι̣}ο̣ι̣ς̣, χρηστόν.
20–2. Το χρηματικό πρόστιμο για την επαναχρησιμοποίηση του τάφου είναι ιδιαίτερα υψηλό. Η κατάρα για τη βεβήλωση του τάφου είναι ένας κοινός τόπος και απαντά και σε άλλες επιγραφές της Φρυγίας.
22. χ̣ρηστῇ πατρίδι̣ Ἱεροπόλει: Με το επίθετο χ̣ρηστῇ εννοεί τη χριστιανική πόλη, στην οποία είναι επίσκοπος.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου