Ο Διόνυσος παραδίδει στον Ικάριο το μυστικό του οίνου


Ηριγόνη  

Στο ποίημα αυτό, συνθεμένο σε ελεγειακό μέτρο, ο Ερατοσθένης διηγούνταν την ιστορία του Ικάριου, γεωργού της Αττικής, ο οποίος είχε λάβει από το θεό Διόνυσο το δώρο του κλήματος, ως αντάλλαγμα για τη φιλοξενία του, θανατώθηκε όμως από μεθυσμένους χωρικούς, οι οποίοι πίστεψαν ότι προσπάθησε να τους κάνει κακό με το κρασί. Η κόρη του Ηριγόνη οδηγημένη από το γαύγισμα του σκύλου του βρήκε το πτώμα του πατέρα της μέσα σε μια τάφρο, όπου το είχαν εγκαταλείψει, και κρεμάστηκε. Το ποίημα αυτό ακολουθούσε την παράδοση των Αιτίων του Καλλίμαχου, περιείχε δηλαδή ένα πλήθος στοιχεία που στόχευαν στην αιτιολόγηση ορισμένων λατρευτικών στοιχείων μέσω του μύθου. Έτσι, η αυτοκτονία της Ηριγόνης που κρεμάστηκε, αιτιολογούσε την αττική γιορτή της Αιώρας (κούνιας): στη γιορτή αυτή κρεμούσαν από τις αιώρες, στη μνήμη της Ηριγόνης, μικρούς πίνακες, μάσκες και φαλλούς και τις κουνούσαν με τη συνοδεία ενός τραγουδιού που λεγόταν Αλήτις, προσφέροντας ταυτόχρονα τις απαρχές του τρύγου. Το αναφερόμενο στο κείμενο που ακολουθεί σφάξιμο του τράγου, ο οποίος έφαγε το κλήμα, αιτιολογούσε ένα λαϊκό έθιμο, από το οποίο πίστευαν οι Αλεξανδρινοί ότι γεννήθηκε η τραγωδία. Το έργο πρέπει να έκλεινε με έναν καταστερισμό, τη μεταμόρφωση σε άστρα του Ικάριου, της κόρης του και του σκύλου του (ως Βοώτη, Παρθένο και Σείριο αντίστοιχα).

Η Ηριγόνη φαίνεται ότι άρεσε πολύ ως ποίημα, προκαλώντας το εγκωμιαστικό σχόλιο ενός από τους καλύτερους κριτικούς της αρχαιότητας, του συγγραφέα της πραγματείας Περί ύψους, ο οποίος το αποκάλεσε (33,5 –αντιδιαστέλλοντάς το προς την πληθωρική ποίηση του Αρχίλοχου) «μικρό ποίημα άψογο από κάθε άποψη».

α.
(Υγίν., De astr. 2,4): Μερικοί έχουν πει ότι ο Ικάριος αυτός ήταν πατέρας της Ηριγόνης. Σ' αυτόν ο πατέρας Βάκχος, εξαιτίας της δικαιοσύνης και της ευσέβειάς του, αποφάσισε να παραδώσει το κρασί, το κλήμα και την άμπελο, ώστε να δείξει στους ανθρώπους με ποιο τρόπο φύεται και τι γεννιέται απ' αυτήν. Και όταν φύεται, με ποιο τρόπο πρέπει να τη χρησιμοποιούν. Αφού ο Ικάριος φύτεψε την άμπελο και με επιμελέστατη φροντίδα την έκανε εύκολα ανθηρή, λένε ότι ένας τράγος όρμησε στο κλήμα και έδρεψε όσα φύλα έβλεπε να είναι τρυφερότατα. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος ο Ικάριος κατελήφθη από οργή και τον θανάτωσε, και από το δέρμα του έφτιαξε ένα ασκί. Αυτό το έδεσε γεμάτο με αέρα, το έβαλε στη μέση και ανάγκασε τους συντρόφους του να χοροπηδούν γύρω του.[1]  Έτσι λέει και ο Ερατοσθένης :
            Στην Ικαρία, [2] όπου πρώτη φορά χορέψανε για τράγο.

β.
            Όταν στου Θορικού έφτασε τον ωραίο δήμο.[3]

γ.
            Άναψε το καμίνι στη μέση του σπιτιού. [4] 

δ. 
            ...μούσκεψε τα βαθιά πνευμόνια του μ’ ανέρωτο κρασί.[5]

ε.
            Ίση με τη φωτιά δύναμη έχει το κρασί, σαν έρθει στους ανθρώπους.
            Σηκώνει εντός τους κύματα καθώς στη Λιβυκή τη θάλασσα
            Βοριάς ή Νότος, και τα κρυμμένα φανερώνει απ' το βυθό,
            και των ανθρώπων το μυαλό ταράζει.




[1] Ο Ερατοσθένης επιχειρεί να συνδέσει τον Ικάριο με το έθιμο του ασκωλιασμού στην Αθήνα, όπου την εποχή του τρύγου φούσκωναν ασκιά, τα άλειφαν με λάδι και πηδούσαν γύρω και πάνω τους.
[2] Δεν πρόκειται για το νησί Ικαρία, αλλά για το δήμο της Ικαρίας στην Αττική, ο οποίος πήρε το όνομά του από τον Ικάριο.
[3] Ο Θορικός ήταν δήμος της Αττικής και ανήκε στην Ακαμαντίδα φυλή. Ο στίχος αναφέρεται πιθανώς στην άφιξη του Διονύσου στην Αττική.
[4] Το απόσπασμα πιθανώς αναφέρεται στον Ικάριο, ο οποίος άναψε φωτιά για να φιλοξενήσει το Διόνυσο.
[5] Προφανώς ο Ικάριος, ο οποίος δοκιμάζει για πρώτη φορά κρασί.

Σχόλια