Ο Μεσομήδης
έζησε στα μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ. Καταγόταν από την Κρήτη και ήταν απελεύθερος
του αυτοκράτορα Αδριανού. Συνέγραψε σύντομα και πρωτότυπα ποιήματα, τα οποία
προορίζονταν για συνοδεία λύρας. Τα 14 ποιήματά του που σώζονται περιλαμβάνουν
ύμνους στους θεούς, μύθους με ζώα, περιγραφές αντικειμένων (π.χ. ενός σπόγγου).
Τα ποιήματά του έχουν μια επίστρωση δωρικής διαλέκτου και είναι γραμμένα σε
ποικίλα μέτρα.
Το ποίημα
που ακολουθεί είναι ύμνος προς τον Αδρία, προσωποποίηση της Αδριατικής, της
θάλασσας που εκτείνεται μεταξύ της βαλκανικής χερσονήσου και της Ιταλίας. Στους
ιστορικούς χρόνους η ελληνική εξερεύνηση της Αδριατικής έγινε από τους Φωκαείς,
οι οποίοι ως το 600 π.Χ. είχαν φτάσει ως το άνω άκρο της (Ηρόδ. 1, 163). Ο ελληνικός αποικισμός στην
περιοχή είχε ως κύρια πηγή την Κόρινθο και την Κέρκυρα, με κυριότερες αποικίες
τους την Απολλωνία και την Επίδαμνο. Η ίδρυση ελληνικών αποικιών και στην
απέναντι ακτή της Σικελίας και της Ιταλίας ευνόησε την ανάπτυξη του εμπορίου
και των πολιτιστικών ανταλλαγών. Όπως είναι φυσικό, η σημασία της Αδριατικής
αυξήθηκε, όταν η Ρώμη έγινε κυρίαρχος της Μεσογείου, και ακριβώς σ’ αυτήν εποχή
έζησε και ο Μεσομήδης.
Ο ύμνος
ξεκινά με μια προσφώνηση στη θεότητα και συνεχίζει με ρητορικές ερωτήσεις για
το ποιο είναι το κατάλληλο θέμα, για να αναπτύξει ο ποιητής σε σχέση με το θεό.
Ο Μεσομήδης, αφού αναφέρει ποια είναι τα πράγματα που δε θα δει κανείς στον
Αδρία, περιγράφει κατόπιν ποιητικότητα το τοπίο που κυριαρχεί στο πέλαγος:
παντού νερά και ουρανός, ενώ μπορεί κανείς να δει τα άστρα να δύουν στα νερά.
Το ποίημα κλείνει με τον ποιητή να παρακαλεί τον Αδρία να τον βοηθήσει να
επιστρέψει στην πατρίδα του με ασφάλεια: σε ανταπόδοση για την ενδεχόμενη
ευεργεσία του θεού ο Μεσομήδης υπόσχεται τη θυσία ενός ελαφιού.
Το ποίημα
φαίνεται να γράφτηκε κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού με πλοίο του ίδιου του
ποιητή, ενώ το σκηνικό, στο οποίο πρέπει να φανταστούμε ότι εξελίσσεται η
προσευχή, είναι η νύχτα στη μέση του πελάγους, όπως φαίνεται από την αναφορά
στα άστρα και τη σελήνη που δύουν στα νερά στους στίχους 10-2.
Αδρία με τα βαθιά νερά, από πού ν’ αρχίσω
τον ύμνο σου πέλαγος στου ωκεανού τη μέση που
πλέεις;
Να πω ποια είναι η πηγή που σε γέννησε
ή πώς τρισμακάριστο στέκει το νερό
χωρίς να το περιβάλλει η γη;
Εδώ δε θα δεις πηγών ρεύματα,
ούτε βουκόλους, ούτε των πουλιών τη γενιά,
κι ο βοσκός δε σφυρίζει στα γίδια.
Εδώ υπάρχουν μονάχα νερά κι ο πλατύς ουρανός.
Ο χορός των αστέρων σε σένα πάλι βυθίζεται
κι η βουκέντρα [1]
της λαμπρής της σελήνης
και τα άστρα των Πλειάδων τα ευγενή.
Δώσε γη ν’ αντικρίσω, δέσποτα, και την πόλη
μου,
δώσε πράους ανέμους γαλήνιους.
Κι αν δω τη μητέρα γη, την πόλη μου,
τότε ελαφάκι με κέρατα ωραία θα σου θυσιάσω.
[1] Η
σελήνη διέθετε κατά τους αρχαίους άρμα που το έσερναν βόδια. Εδώ η λέξη
βουκέντρα, το μαστίγιο με το οποίο χτυπά κανείς τα βόδια, στέκει αντί του ίδιου
του άρματος.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου