Από έναν
πάπυρο της Οξυρρύγχου (P.Oxy. xv. 1921, no 1794, p. 110) προέρχονται
τα υπολείμματα ενός επυλλίου με άγνωστη υπόθεση. Στο απόσπασμα που σώζεται μια
γηραιά κυρία παραπονιέται σε κάποιον νέο για τις μεταβολές της τύχης: η ίδια
ήταν κάποτε πλούσια, τώρα είναι φτωχή. Το ύφος και η τεχνική του ποιήματος
υποδεικνύουν μια χρονολόγηση στην Ελληνιστική Εποχή, ενώ μαρτυρούν και
επιδράσεις του μεγαλύτερου Αλεξανδρινού ποιητή, του Καλλίμαχου.
Αρχαίο κείμενο
φῆ δέ οἱ ἆσσον [ἰοῦσα, τέ]κος τέκο[ς, ο]ὔ σε
ἔοικε
δευόμενον τ . . . . . . τόσον παρ[ὰ π]αῖδα
νέεσθαι,
τῶι οὐ χεὶρ ὀ[ρ]έ[γειν σῖτ᾿] ἀρκέε[ι], οὐ[δ]ὲ
μὲν αὐδὴ
(κενό τριών σειρών)
] ἐλπωραὶ δ᾿
ἐάγησαν
ἡμετέρης βιοτῆ[ς, αὖ]ον δέ μοι οἶκος ἀυτεῖ.
ἄλλοτε γὰρ ἄλλο[ι]ς ὄλβ[ο]υ λάχος
ἀνθρώποισιν·
οἵη τοι πεσσοῖο δίκη, το[ι]ήδε καὶ ὄλβου·
πεσσ[ὸ]ς ἀμειβόμενος [π]οτὲ μὲν το[ῖς,
ἄ]λλοτε τοῖσι[ν
εἰς ἀγαθὸν πίπ[τει] καὶ ἀφνεὸν αἶψα τίθησι
πρόσθεν ἀνολβείοντ᾿, εὐηφενεόντ[α] δ᾿
ἄνολβον·
τοῖος διν(η)τῆσι περ[ιστ]ρέφεται πτερύγεσσιν
ὄ]λβος ἐπ᾿ ἀνθρώπους [ἄλ]λον δ᾿ ἐξ ἄλ[λο]υ ὀφέλλει.
ἡ δ᾿ αὐ[τ]ὴ πολέεσσι π[οτὸ]ν καὶ σῖτον ὄρεξα
τὴν ὁράας, ἐπεὶ οὔτι λιπ[ερ]νῆτις πάρος ἦα,
ἔσκε δέ μοι νειὸς βαθυλ[ή]ιος, ἔσκεν ἀ[λ]ωή,
πολλὰ δέ μοι μῆλ᾿ ἔσκε, [τ]ὰ μὲν διὰ πάντα κέδασσεν
ἥδ᾿ ὀλοὴ βούβρωστις, ἐγὼ δ᾿ ἀκόμιστο[ς
ἀ]λῆτις
ὧ]δέ ποθι πλήθουσαν ἀνὰ πτόλιν ἐ[ξ ἕω ἕ]ρπω
. . . . .
Μετάφραση
Πηγαίνοντας κοντά του, του είπε: «Γιε μου,
γιε μου,
ανάγκη
σαν έχεις [ ] τόση, σε παιδί δεν
πρέπει να πηγαίνεις:
το
χέρι του φαΐ να σου προσφέρει δεν μπορεί, ούτ’ η φωνή του...
(κενό
τριών σειρών)
[ ],
οι ελπίδες συντρίφτηκαν
της
ζωής μου και το σπίτι μου ξερά αντηχεί.
Της
ευτυχίας ο λαχνός πότε στον ένα, πότε στον άλλο πέφτει.
Σαν
τη δικαιοσύνη των ζαριών είναι κι αυτή του πλούτου.
Το
ζάρι πέφτει εκ περιτροπής σε τυχερή ριξιά
πότε για χάρη του ενός και πότε για τον άλλο
κι αμέσως κάνει πλούσιο αυτόν που ήταν πριν
φτωχός,
τον πλούσιο φτωχό τον κάνει.
Έτσι για τους ανθρώπους με φτερά σαν
στρόβιλου στριφογυρνά
ο πλούτος: πότε τον ένα, μετά τον άλλο,
δυναμώνει.
Εγώ η ίδια, αυτή που βλέπεις, σε πλήθος κόσμο
πρόσφερα τροφή, ποτό, γιατί παλιά δεν ήμουνα
απόκληρη,
είχα βαθύσπαρτο χωράφι, είχα αλώνι,
πρόβατα πλήθος. Αυτά όλα τα σκόρπισε ετούτη η
ολέθρια πείνα.
Κι εγώ δίχως κανείς να με φροντίζει, μια αλήτισσα,
έτσι από το χάραμα στην πολυάνθρωπη την πόλη έρπω...
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου