Ο
Παρμένων από το Βυζάντιο υπήρξε ιαμβογράφος, ο οποίος έζησε κατά πάσα
πιθανότητα το 3ο π.Χ. αιώνα. Φέρεται ως συγγραφέας ενός έργου με τον τίτλο Ίαμβοι, αποσπάσματα του οποίου διέσωσε
κυρίως ο Αθήναιος και μεταγενέστεροι σχολιαστές και λεξικογράφοι.
Ίαμβοι
α.
(Αθήν.
5. 221 Α :)
Πίνοντας
ο άντρας το κρασί, όπως νερό το άλογο,
μιλάει
Σκυθικά,[1] κι ούτε το κόππα δε γνωρίζει[2]...
Κείται
δίχως μιλιά έχοντας σε πιθάρι κολυμπήσει,
σε
ύπνο βυθισμένος, σαν να ’πιε παπαρούνα για φαρμάκι.[3]
β.
(Αθήν. 3. 75 F :)
Ο Παρμένων ο Βυζάντιος επαινώντας
σαν εξαιρετικά τα σύκα από τις Κάνες, την πόλη της Αιολίδας,[4]
λέει στους Ιάμβους του:
Πολύ
θάλασσα διάβηκα, δίχως από τις Κάνες σύκα
να κουβαλώ φορτίο.
γ.
A.
(Σχ.
Πίνδ. Πυθ. 4. 99 :)
(Ο Πίνδαρος) αποκαλεί το Νείλο γιο
του Κρόνου,[5]
όπως και ο Παρμένων:
Αιγύπτιε Δία, Νείλε.
Γιατί
το νερό του Νείλου αναλογεί προς τις βροχές του Δία...
Β.
(Τζέτζ.,
Σχ. Ιλ. 1. 423 :)
Ο Βυζάντιος Παρμένων :
Αιγύπτιε Δία, Νείλε! Της Κανώπου οι κάτοικοι
και της Ερμούπολης, κι όσοι τη Βούτο
και τη Μένδη,
του
Κατσικιού την πόλη, [6] και το Φακούσιο τείχος,
τη
Λητούπολη και την περιοχή της Κυνόπολης
κατοικούνε,
(εσένα ποτάμιε θεέ τιμούνε)...[7]
δ.
(Σχόλ.
Νίκανδ., Θηρ. 806
:)
Η βέμβιξ είναι ένα ζωντανό πλάσμα που μοιάζει με τη σφήκα, μαύρο στο
χρώμα, που χρησιμοποιεί κεντρί όπως και οι σφήκες. Τη μνημονεύει και ο Παρμένων
στους Ιάμβους του.
ε.
(Στέφ.
Βυζ. στο λήμμα Βουδίνοι:)
Έθνος σκυθικό. (Ονομάστηκαν έτσι)
επειδή περιπλανούνται (= δινεύειν)
επάνω σε άμαξες που τις σέρνουν βόδια. Γιατί οι Σκύθες είναι αμαξόβιοι. (Τους
αναφέρει) ο Παρμένων στο πρώτο βιβλίο των Ιάμβων
του.
στ.
(ό.π.
στο λήμμα Φρίκιον : )
Όρος λοκρικό πάνω από τις
Θερμοπύλες... Λέγεται και Φρικωνία και Φρικωνίτης και Φρικωνιάτης. (Ο τύπος
Φρικωνιάτης) κείται στον Παρμένωνα το Βυζάντιο στο πρώτο βιβλίο των Ιάμβων του.
ζ.
(ό.π.
στο λήμμα Χιτώνη :)
Έτσι η Άρτεμη.[8]
Λέγεται και Χιτωνία, όπως (γράφει) και ο Παρμένων ο Βυζάντιος...
[1] Τα Σκυθικά, η γλώσσα των αρχαίων
Σκυθών, αποτελούσαν για τους αρχαίους παράδειγμα βαρβαρικής γλώσσας. Συνεπώς
εκείνος που δεν έχει μέτρο στην οινοποσία φτάνει να γίνει ένας βάρβαρος, ένας
Σκύθης, χάνοντας το υψηλό γλωσσικό αίσθημα που απαιτεί η εκφορά της ελληνικής
γλώσσας και τραυλίζοντας σειρά από ακατάληπτους φθόγγους, όπως είναι οι γλώσσες
των βαρβάρων.
[2] Παροιμιακή έκφραση που κατά τον
Ησύχιο σήμαινε να μη γνωρίζει κανείς ούτε το ελάχιστο. Μετά από το στίχο αυτό
πρέπει να υπάρχει κενό στο κείμενο, διότι στο αμέσως επόμενο δίστιχο ο
μεθυσμένος παρουσιάζεται απότομα αναίσθητος.
[3] Εννοεί το όπιο που παράγεται από
την οπιούχα παπαρούνα.
[4] Έτσι λέγονταν τα βόρεια παράλια
της δυτικής Μ. Ασίας, διότι αποικίστηκαν κυρίως από Αιολείς.
[5] Στο πρωτότυπο Κρονίδη. Κρονίδης είναι και ο Δίας, το
έσχατο από τα τέκνα του Κρόνου.
[6] Η πόλη του Κατσικιού είναι η
Μένδη που αναφέρθηκε αμέσως παραπάνω. Από τον Ηρόδοτο (2. 46) μαθαίνουμε ότι «οι
Μενδήσιοι σέβονται όλα τα ερίφια και περισσότερο τα αρσενικά, παρά τα θηλυκά...
ενώ και ο τράγος και ο Πάνας καλείται στα Αιγυπτιακά Μένδης».
[7] Όλες οι πόλεις που αναφέρονται
σ' αυτό τον κατάλογο είναι αιγυπτιακές. Η Κάνωπος ή Κάνωβος, η (μικρή)
Ερμούπολη, η Βούτος ή Βουτώ, η Μένδη και η Φάκουσα ήταν όλες τους πόλεις της
βόρειας Αιγύπτου. Ο Παρμένων τις αναφέρει με τέτοια σειρά, ώστε να καλύπτουν
όλο το εύρος του δέλτα του Νείλου, από τη Δύση στην Ανατολή. Ακολουθεί η
Λητούπολη προς τα νότια, στην κορυφή του Δέλτα, και η Κυνόπολη ακόμη νοτιότερα,
κοντά στην Οξύρρυγχο. Ο κατάλογος θα έκλεινε κατά πάσα πιθανότητα με την
αναφορά στις περίφημες Θήβες
[8] Το επίθετο αυτό της Άρτεμης
προέρχεται από το γεγονός ότι την παρίσταναν να κυνηγά φορώντας το δωρικό
χιτώνα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου