Ο Διόνυσος "χλούνης"


            Στους χαμένους Ηδωνούς του Αισχύλου ο Θράκας βασιλιάς Λυκούργος συναντούσε τον Διόνυσο και τον χλεύαζε. Στον σκηνή της συνάντησης μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών ανήκε και ο στίχος που ερμηνεύεται παρακάτω: ο Λυκούργος μονολογώντας σχολιάζει αρνητικά την εμφάνιση του Διονύσου, ο οποίος στέκει απέναντί του. Στον στίχο, τον οποίο παραδίδει σχόλιο στην Ιλιάδα (Ι 939), είναι προβληματική η σημασία της λέξης χλούνης:  
χλούνην. οἱ μὲν ἀφριστήν· χλουδεῖν γὰρ τὸ ἀφρίζειν τινὲς Δωριέων ἔλεγον. ἄλλοι δὲ κακοῦργον... Ξενοφῶντα δὲ γένος τι Ἰνδῶν φάναι τὸν χλούνην εἶναι͵ καθάπερ καὶ παρ΄ Αἰσχύλωι ἐν Ἠδωνοῖς· 
μακροσκελὴς μέν. ἆρα μὴ χλούνης τις ἦι; ...  
«Χλούνης. Κατ’ άλλους είναι αυτός που αφρίζει. Γιατί το «αφρίζω» ορισμένοι από τους Δωριείς το έλεγαν χλουδεῖν. Άλλοι λεν ότι σημαίνει «κακούργος»... Ο Ξενοφών[1] ισχυρίζεται ότι ο χλούνης είναι κάποιος λαός Ινδών, όπως και ο Αισχύλος στους Ηδωνούς:
Έχει μακριά πόδια. Μην είναι τάχα κανένας χλούνης;...».
Η σημασία της λέξης χλούνης στον αισχύλειο στίχο είναι αντικείμενο διαφωνιών μεταξύ των φιλολόγων, αρχαίων και σύγχρονων. Ο Welcker θεωρούσε ότι η λέξη χλούνης πρέπει να σημαίνει ό, τι περίπου και η λέξη γύννις που βρίσκουμε σε άλλο απόσπασμα από τους Ηδωνούς και πάλι για τον Διόνυσο, δηλαδή τον θηλυπρεπή άνδρα.[2] Ο Hermann στη λέξη χλούνης έβλεπε ένα είδος καταστρεπτικής ακρίδας. Έπαιρνε αφορμή από ένα σχόλιο στον Θεόκριτο (10, 18 Dubner), το οποίο σημειώνει με αφορμή τον Λυκούργο:  
Ἀρίσταρχος ἐν ὑπομνήσει Λυκούργου Αἰσχύλου φησὶ τὴν ἀκρίδα ταύτην͵ εἴ τινι ἐμβλέψειε ζῳῳ͵ τούτῳ κακόν τι γίνεσθαι. ἔστι δὲ χλωρὰ  καὶ περιμήκεις τοὺς ἐμπροσθίους πόδας ἔχουσα καὶ λεπτοὺς καὶ συνεχῶς αὐτοὺς κινοῦσα.
«Ο Αρίσταρχος στο υπόμνημά του για τον Λυκούργο του Αισχύλου ισχυρίζεται ότι αυτή η ακρίδα, αν κοιτάξει κάποιο ζώο, τότε εκείνο παθαίνει κάποιο κακό. Είναι πράσινη και έχει μακριά και λεπτά μπροστινά πόδια, τα οποία κινεί συνεχώς». Ο παραλληλισμός μεταξύ ακρίδας και Διόνυσου θα αφορούσε τότε κυρίως τα μακριά και λεπτά πόδια του θεού.
           Άλλοι μελετητές συνέδεσαν τη λέξη με την ερμηνεία του ομηρικού σχολιαστή κακούργος (πβ. Ησύχ. χ 541, Σούδα χ 349) και θεώρησαν ότι ο Λυκούργος αποκαλεί τον Διόνυσο «ληστή», σημασία που θα ταίριαζε στη χλευαστική διάθεση του Λυκούργου, ο οποίος θέλει να ειρωνευτεί την ακοινώνητη και ύποπτη ζωή του Διονύσου και των μαινάδων. Άλλοι, στηριζόμενοι στον Ξενοφώντα του σχολίου, πρότειναν τη σύνδεση της λέξης χλούνης με κάποια μυθική φυλή Ινδών, ερειδόμενοι στο γεγονός ότι δε λείπουν στον Αισχύλο αναφορές σε εξωτικούς και μυθικούς λαούς.[3] Οι περισσότεροι, ωστόσο, ερμηνευτές θεωρούν ότι η λέξη χλούνης πρέπει να σημαίνει τον ευνούχο[4] χρησιμοποιώντας για την ερμηνεία του αποσπάσματος το χωρίο του Ευσταθίου Ιλ. 772, 53 (2,794,7 van der Valk):        
Ὅτι δὲ καὶ ἐντομίαν ὁ χλούνης δηλοῖ͵ οὐ μόνον Αἰσχύλος δίδωσι χρῆσιν͵ ἀλλὰ καὶ Αἰλιανὸς μάλιστα ἐν τοῖς Περὶ προνοίας͵ χλούνην λέγων τὸν ἀπόκοπον. Καὶ Ἀριστοτέλης... χλούνην σῦν τὸν τομίαν νοεῖ...
«Ότι η λέξη χλούνης δηλώνει τον ευνούχο δεν αποτελεί μόνο χρήση του Αισχύλου, αλλά προπάντων και του Αιλιανού, ο οποίος στο Περί προνοίας αποκαλεί χλούνη αυτόν που του έκοψαν τα όργανα. Και ο Αριστοτέλης... με τη λέξη χλούνης εννοεί τον ευνουχισμένο χοίρο...».  
      Ήδη ο Dindorf θεωρούσε ότι με το Αισχύλος δίδωσι χρῆσιν ο Ευστάθιος εννοεί το απόσπασμα από τους Ηδωνούς. Πιστεύω ότι η ακριβής έννοια που έχει εδώ η λέξη χλούνης έχει ανιχνευθεί σωστά από τον Devereux: είναι αυτή του ευνούχου, ο οποίος έχει ευνουχιστεί πριν την εφηβεία. Ο ευνουχισμός αυτού του είδους καθυστερεί την ασβεστοποίηση των επιφύσεων των οστών, με αποτέλεσμα τα πόδια αυτών των ατόμων να μακραίνουν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από των άλλων ανθρώπων. Γι’ αυτό και ο Λυκούργος καλεί το Διόνυσο μακροσκελή.



[1] Δε γνωρίζουμε για ποιον Ξενοφώντα πρόκειται. Τίποτε απ’ όσα μας έχουν σωθεί από τον Ξενοφώντα, τον Αθηναίο ιστορικό και μαθητή του Σωκράτη, δε δικαιολογεί την ταύτισή του με τον Ξενοφώντα του σχολίου. Ίσως έχουμε να κάνουμε με κάποιον Ξενοφώντα περιηγητή ή μυθιστοριογράφο (από τους πολλούς με το ίδιο όνομα) ή για κάποιον υπομνηματιστή του Αισχύλου, ενώ πολλοί πιστεύουν ότι πρόκειται για τον Ξενοφώντα από τη Λάμψακο ( 2ος-1ος αιώνας π.Χ.), ο οποίος έγραψε έναν Περίπλουν
[2] Πβ. Αιλιανός (απ.10 Domingo- Foraste), ο οποίος χρησιμοποιεί τη φράση ο χλούνης τε καί γύννις, για να δηλώσει την απόλυτη διαφθορά του επικούρειου φιλοσόφου.
[3] Ο Στράβων (2.1.9), μεμφόμενος όσους έγραψαν περί της Ινδικής ως ψευδολόγους, αναφέρει ορισμένες από αυτές τις μυθικές φυλές, ανάμεσά τους και τους Μακροσκελείς. Ωστόσο,  είναι υπερβολικό να συμπεράνουμε από εδώ ότι ο Λυκούργος αποκαλούσε τον Διόνυσο με το όνομα ενός ινδικού φύλου.  Φαίνεται πιθανότερο ότι ο Ξενοφώντας γνώριζε από τη γεωγραφική παράδοση (ή και εφηύρε ο ίδιος, σύμφωνα με τις κατηγορίες που απευθύνει ο Στράβων σε άλλους γεωγράφους της Ινδίας) κάποιο ινδικό φύλο με το όνομα Μακροσκελείς και, για να στηρίξει τις απιθανότητες που θα έλεγε γι’ αυτούς από κατηγορίες του τύπου που διατυπώνει ο Στράβων, προσπάθησε να στηριχτεί στον στίχο του Αισχύλου, για να διαβεβαιώσει τους αναγνώστες του ότι και ο μεγάλος τραγικός είχε υπόψη του το λαό αυτό. Ο Ξενοφώντας ευνοήθηκε σ’ αυτή την προσπάθεια από δύο στοιχεία: πρώτον, από το γεγονός  ότι ήδη στην αρχαιότητα κανείς δεν ήξερε με βεβαιότητα την ακριβή έννοια της λέξης χλούνης,  δεύτερον ότι υπήρχε η παράδοση εκστρατείας του Διονύσου στην Ινδία. Μάλιστα στην αφήγηση του Απολλόδωρου 3.5.1, ο θεός παρουσιάζεται να έρχεται στη Θράκη επιστρέφοντας από την εκστρατεία στην Ινδία.  
[4] Ο Haupt συνέδεε έμμεσα τη λέξη με το γένος τι Ινδῶν του σχολιαστή της Ιλιάδας και θεωρούσε ότι είναι συνώνυμη με τη λατινική spado (= ευνούχος). Πίστευε ότι πρέπει να δώσουμε κάποια βάση στα λόγια του σχολιαστή, όταν ισχυρίζεται ότι με τη λέξη που σημαίνει τον ευνούχο (= χλούνης) αποκαλείται και ένα ινδικό φύλο, διότι η πρακτική του αυτοευνουχισμού ήταν διαδεδομένη στους λαούς της Ασίας.