Το επιτάφιο επίγραμμα της μικρής Θεσσαλίας



Πάντα μου αρέσει, πέρα από τα σπουδαία επιτεύγματα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, να ασχολούμαι και με τις πιο ταπεινές στιγμές του, τις καθημερινές. Προσπαθώ να φανταστώ την καθημερινή ζωή ενός αρχαίου Έλληνα με τις χαρές και τις λύπες της, στιγμές οικογενειακής ευτυχίας ή θλίψης. Εδώ βοηθούν πολύ οι πηγές που μας έρχονται αδιαμεσολάβητες, τα τυχαία ευρήματα των αρχαιολόγων, κείμενα δίχως ιδιαίτερη φιλοδοξία που η παράδοση των σπουδαίων έργων αγνοεί. Άνθρωποι κάθε ηλικίας ζωντανεύουν σ' αυτά, ξεχασμένοι από την ιστορία που αρέσκεται να καταγράφει ένας Θουκυδίδης, άνθρωποι που ίσως δεν πρόλαβαν καν να χαρούν τη ζωή στην πληρότητά της. Ένας τέτοιος άνθρωπος ήταν και η μικρή Θεσσαλία. Δεν θα την ξέραμε αλλιώς, αν δεν υπήρχε το τυχαίο εύρημα, το επιτάφιο επίγραμμα (αρχές του 5ου αιώνα π.Χ.) που βρέθηκε χαραγμένο στην επιτύμβια στήλη της, την οποία έστησαν προς τιμήν της οι πικραμένοι γονείς, ο Κλεόδαμος και η Κορώνη. Στους δύο πρώτους στίχους μιλά το ίδιο το νεκρό κορίτσι, στους δύο επόμενους παίρνει το λόγο η επιτύμβια στήλη, όπως συμβαίνει συχνά σε ανάλογα επιγράμματα.

Μικρούλα ήμουν όταν πέθανα, της νιότης το λουλούδι δεν πρόλαβα να πάρω,
μα έφτασα πιο πριν στον πολυδακρυσμένο Αχέροντα.
Κι εδώ εμένα, σ’ ανάμνηση της Θεσσαλίας, μ’ έστησε του Υπερήνορος ο γιος
Κλεόδαμος, ο πατέρας της, κι η μάνα της Κορώνη, για την κόρη της.