Ο Αριστοτέλης συνέθεσε αυτόν τον
ύμνο στη μνήμη του φίλου του Ερμεία. Γύρω στα 350 π.Χ. ο Ερμείας, άνθρωπος
ταπεινής καταγωγής και πρώην μαθητής της σχολής του Πλάτωνα, απέκτησε εξουσία
σε μια περιοχή της Μικράς Ασίας απέναντι από τη Λέσβο. Οι κυριότερες πόλεις της
επικράτειας αυτής ήταν η Άσσος και ο Αταρνεύς. Ο Ερμείας φαίνεται ότι είχε
πολιτικούς δεσμούς με το Φίλιππο της Μακεδονίας, αφού ο Δημοσθένης (10, 32) τον περιγράφει ως άνθρωπο ο οποίος γνωρίζει
και συμπράττει στα σχέδια του βασιλιά της Μακεδονίας εναντίον των Περσών. Ο Ερμείας προσκάλεσε τον Αριστοτέλη να έρθει
στην Άσσο μαζί με μερικούς μαθητές του (ανάμεσά τους και ο Θεόφραστος). Ο
Αριστοτέλης αποδέχτηκε την πρόσκληση και φαίνεται ότι παρέμεινε στην πόλη κατά
το χρονικό διάστημα 347-5 π.Χ. Ο Ερμείας ίσως είχε την πρόθεση να προσδώσει
αίγλη στην αυλή του με την παρουσία ενός τόσο σπουδαίου φιλοσόφου, όπως είχε
κάνει παλαιότερα ο Διονύσιος Β΄ των Συρακουσών με τον Πλάτωνα. Ωστόσο οι δύο
άντρες φαίνεται ότι συνδέονταν και με φιλική ή συγγενική σχέση. Ο Δίδυμος (6,
6, σελ. 23 Diels-Schubart) μας πληροφορεί για την οικειότητα που έδενε τον Ερμεία
με τον Αριστοτέλη, ενώ γνωρίζουμε ότι η
σύζυγος του Αριστοτέλη Πυθιάς ήταν ανεψιά και υιοθετημένη κόρη του Ερμεία. Το
342/1 π.Χ., και ενώ ο φιλόσοφος βρισκόταν κοντά στον Αλέξανδρο, έφτασε η είδηση
ότι ο Ερμείας είχε συλληφθεί από τον Ρόδιο Μέντορα, ο οποίος τον παρέδωσε στο
βασιλιά Αρταξέρξη Γ΄. Ο Αρταξέρξης βασάνισε τον Ερμεία, για να του αποκαλύψει ο
τελευταίος τα σχέδια του Φιλίππου, όμως ο Ερμείας δεν υπέκυψε. Λίγο πριν
πεθάνει ζήτησε να σταλεί μια επιστολή στους φίλους του, με την οποία να τους
πληροφορεί ότι δεν έκανε τίποτε ανάξιο της φιλοσοφίας (Δίδυμος 6, 15-17).
H στάση αυτή του
Ερμεία έκανε μεγάλη εντύπωση στον Αριστοτέλη, ο οποίος, όταν επέστρεψε στην
Αθήνα το 338 και ίδρυσε το Λύκειο, φρόντισε να κρατήσει ζωντανή τη μνήμη του
Ερμεία με δύο τρόπους. Πρώτον, έστησε άγαλμά του στους Δελφούς με το ακόλουθο
επίγραμμα (Διογ. Λαέρτ. 5, 6):
«Τούτον
τον άνθρωπο τον σκότωσε κάποτε ο βασιλιάς των τοξοφόρων Περσών
ανόσια
τον ιερό των μακαρίων θεών νόμο παραβιάζοντας.
Δεν
τον νίκησε καθαρά με τη λόγχη του σε ματωμένο αγώνα,
αλλά
με τη βοήθεια της πίστης άνδρα δολίου».
Δεύτερον,
ο Αριστοτέλης εισήγαγε στο Λύκειο τη συνήθεια να άδεται μετά από κάθε γεύμα ένα
τραγούδι στη μνήμη του Ερμεία που συνέθεσε ο ίδιος ο φιλόσοφος. Μάλιστα το 323
π.Χ, μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου, όταν η Αθήνα τόλμησε να κρατήσει ξανά
αντιμακεδονική στάση, κάποιος Δημόφιλος κατηγόρησε τον Αριστοτέλη για ασέβεια,
επειδή ακριβώς καθιέρωσε στη σχολή του αυτόν τον παιάνα στον Ερμεία. Εντούτοις,
το ποίημα ούτε προσφωνεί τον Ερμεία ως θεό, τονίζοντας μάλιστα το θάνατό του,
ούτε και περιλαμβάνει το παιανικό επίφθεγμα που συναντάμε σε άλλους παιάνες, οι
οποίοι συντέθηκαν προς τιμήν ανθρώπων για τη θεοποίησή τους (Λύσανδρος,
Κρατερός, Πτολεμαίος). Μάλιστα η μόνη αναφορά στον Ερμεία είναι έμμεση: τον
αποκαλεί του Αταρνέως το θρέμμα στο
στίχο 13-4.
Ο Αριστοτέλης, για να συνθέσει το
ποίημα, διάλεξε τη μορφή ενός πινδαρικού ύμνου στην Αρετή, την προσωποποίηση
της ανθρώπινης τελειότητας. Για να ακούγεται το ποίημά του ως ύμνος
χρησιμοποίησε πολύ το δεύτερο πρόσωπο (στ. 3, 9, 11, 12, 14), όπως ο Πίνδαρος
ξεκινούσε συχνά έναν επινίκιο ύμνο με την επίκληση σε κάποια θεότητα. Επίσης,
όπως ο Πίνδαρος μετά τον έπαινο της θεότητας περνά σε κάποιο μυθικό παράδειγμα
ηρωικής αξίας (π.χ. Ηρακλής, Αχιλλέας κ.τ.λ.) και επαινεί τον αθλητή, για το
οποίο συνέθεσε τον ύμνο, έτσι και ο Αριστοτέλης, παράλληλα με τον ύμνο της
Αρετής, επαινεί και έναν άνθρωπο, τον Ερμεία.
Η δομή του ύμνου στην Αρετή είναι
σαφής, όπως θα περίμενε κανείς από τον Αριστοτέλη:
στίχοι 1-8: έπαινος της Αρετής, για
χάρη της οποίας ο άνθρωπος είναι έτοιμος να υποφέρει δεινά, ακόμη και το
θάνατο. Η κατάκτησή της ισοδυναμεί με την αθανασία.
9-12: Ηρωικά παραδείγματα το
αποδεικνύουν αυτό: τα παιδιά του Δία κέρδισαν την αθανασία χάρη στον αγώνα τους
για την κατάκτηση της αρετής, το ίδιο και ο Αχιλλέας και ο Αίας (μέσω του
Ομήρου).
13-8: Το ίδιο και ο Ερμείας, ο
οποίος πέθανε για χάρη της Αρετής, θα τιμηθεί από τις Μούσες μ’ αυτό το ποίημα
που τιμά την ακλόνητη φιλία.
Αρετή,
που των θνητών το γένος με μόχθους πολλούς σε κατακτά,[1]
της
ζωής κάλλιστο θήραμα,
για
τη δική σου όψη, παρθένε,[2]
ακόμη
κι ο θάνατος είναι ζηλευτή στην Ελλάδα μοίρα
κι
η αντοχή σε κόπους φοβερούς και
ακάματους.
Τόσο
πολύτιμος είναι ο καρπός[3]
που τρέφεις μέσα στο νου,
ισαθάνατος,[4]
απ’ το χρυσό ανώτερος
κι
απ’ τους γονείς[5]
κι απ’ τον ύπνο που μαλακώνει τα μάτια.[6]
Για χάρη σου ο γόνος του Δία, ο
Ηρακλής, της Λήδας οι γιοι[7]
πολλά
υπέφεραν στους άθλους τους,
τη
δύναμή σου θηρεύοντας,
από
πόθο για σένα ο Αχιλλεύς και ο Αίας πήγαν στο παλάτι του Άδη.
Για
τη δική σου αγαπημένη μορφή, του Αταρνέως
το
θρέμμα[8]
έχασε του ήλιου το φως.
Γι’
αυτό και του αξίζει ο ύμνος των έργων του
κι
αθάνατο θα τον κάνουν οι Μούσες,[9]
της
Μνημοσύνης οι κόρες,
που
ψέλνουν το σέβας του Ξένιου Δία[10]
και το βραβείο της σταθερής φιλίας.
[1] Η παραδοσιακή ελληνική σοφία από την εποχή του
Ησιόδου (Έργα και ημέραι 289-91)
τονίζει ότι η κατάκτηση της αρετής απαιτεί κόπους και βάσανα. Με το Σιμωνίδη (PMG 579) η
αρετή για πρώτη φορά υψώνεται σε θεότητα. Η αρχαιότερη καταγραφή επίσημης
λατρείας της Αρετής είναι από τις Ερυθρές της Μ. Ασίας (ΙΕ 207, γύρω στα 180-50 π.Χ.) και την Πέργαμο (ΑΜ 32, 1907, 311, n. 34 από το 145
π.Χ.).
[2] Στην περίφημη
αλληγορία του Προδίκου η Αρετή παρουσιάζεται μπροστά στον Ηρακλή ως μια όμορφη
γυναίκα, πρότυπο σεμνότητας και αγνότητας, σε αντίθεση με τη λάγνα Κακία
(Ξενοφ., Απομν. 2, 1, 22 κ.εξ.).
[3] Η εξίσωση Αρετή = καρπός υπάρχει ήδη στον Πίνδαρο, Ολ. 1, 12-3, όπου τα συμφραζόμενα
επιβάλλουν να φανταστούμε την Αρετή ως μήλο.
[4] Το επίθετο είναι δημιούργημα του Αριστοτέλη και
δηλώνει την αρετή ως αθάνατο καρπό για τον άνθρωπο, ο οποίος την κατακτά. Η
έννοια της αθανασίας εδώ είναι η εξής: ο ενάρετος άνθρωπος θα είναι αντικείμενο
μνήμης και επαίνου και μετά το θάνατό του, ουσιαστικά για πάντα. Πβ. τους
υπέροχους στίχους από την Ανδρομάχη
του Ευριπίδη (774-6):
«Ο
χρόνος δεν μπορεί να γυμνώσει τα λείψανα
των
αγαθών ανδρών. Η αρετή
ακόμη
και στους νεκρούς λάμπει».
[5] Η έννοια της έκφρασης «η αρετή είναι ανώτερη κι απ’
τους γονείς» είναι προβληματική στην ερμηνεία της. Υπάρχουν δύο πιθανές
ερμηνείες. Σύμφωνα με την πρώτη, η σκέψη του Αριστοτέλη είναι η εξής: «Όσο
πολύτιμοι και αν είναι οι γονείς, επειδή μας χάρισαν τη ζωή, ο καρπός της
αρετής είναι πολυτιμότερος, επειδή για χάρη του οι άνθρωποι θυσιάζουν αυτή τη
ζωή». Σύμφωνα με τη δεύτερη ερμηνεία, ο Αριστοτέλης κάνει υπαινιγμό στην
ταπεινή καταγωγή του Ερμεία: «Ο καρπός της αρετής που κέρδισε ο ταπεινής
καταγωγής Ερμείας είναι ανώτερος από την ευγενική καταγωγή που επικαλούνται
κάποιοι μέσω των γονέων τους».
[6] Ο Αριστοτέλης θέλει να αντιπαραθέσει τη χαλαρότητα
του ύπνου με τη διαρκή υπερένταση που είναι αναγκαία για την κατάκτηση της
αετής. Στα Ηθικά Νικομ. 1176b34-77a5 οι
εξαίρετοι άνθρωποι παρουσιάζονται να χαλαρώνουν μόνο για να αποκτήσουν τη
δύναμη για περαιτέρω δράση.
[7] Ο Κάστωρ και ο Πολυδεύκης.
[8] Ο Ερμείας. Το γεγονός ότι ο Αριστοτέλης θεωρεί επαρκή
μόνο αυτήν την έμμεση αναφορά στον Ερμεία, φανερώνει ότι ο ύμνος προοριζόταν
για ιδιωτική χρήση και απευθυνόταν σε ανθρώπους που γνώριζαν τα συμφραζόμενα.
[9] Εδώ Μούσες = εγκωμιαστική ποίηση. Η ιδέα ότι η ποίηση
προφυλάσσει τη φήμη και την αρετή των ανθρώπων από το θάνατο εκφράζεται με
έξοχο τρόπο και από το Βακχυλίδη (3, 90-2):
«Το
φέγγος της αρετής των θνητών δε σβήνει
μαζί με
το σώμα τους, αλλά
η Μούσα
το τρέφει».
[10] Η αναφορά στον Ξένιο Δία γίνεται, επειδή ο Ερμείας
φιλοξένησε στην Άσσο τον Αριστοτέλη.