Ο ύμνος στην Τύχη, η οποία υπήρξε μια
από τις πιο ευνοούμενες θεότητες των ελληνορωμαϊκών χρόνων, βρίσκεται σε πάπυρο
του 3ου αιώνα μ.Χ. και είναι κατά πάσα πιθανότητα της ίδιας εποχής. Ο πάπυρος
γράφτηκε από έναν κάπως αγράμματο άνθρωπο, διότι βρίθει από ορθογραφικά λάθη.
Η λατρεία της Τύχης είναι άγνωστη στα
ομηρικά ποιήματα, αλλά αργότερα απέκτησε μεγάλη σημασία που δε σταμάτησε να
αυξάνεται κατά την ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή (Fortuna). Η αρχή της μεγάλης
διάδοσης της λατρείας της πέφτει την εποχή της ανόδου της μακεδονικής δύναμης,
όταν οι μεγάλες αλλαγές σε ανατολή και δύση αύξησαν την πίστη στην παράλογη πλευρά
της λειτουργίας της μοίρας. Η Τύχη δεν έχει ιδιαίτερο μύθο. Είναι μια αφηρημένη
έννοια, η οποία όμως απορρόφησε σταδιακά ορισμένες θεότητες, όπως την Ίσιδα.
Κάθε πόλη έχει την Τύχη της, που την παρουσιάζουν στεφανωμένη με πύργους, όπως
τις πολιούχους θεότητες. Ορισμένες φορές παριστάνεται ως τυφλή.
Όπως η Μοίρα, έτσι και η Τύχη δίνει τα
πάντα στους ανθρώπους από τη γέννησή τους. Μάλιστα, κατά τον Πίνδαρο (= Παυσ.
7, 26, 8) είναι η ύψιστη από τις Μοίρες,
κόρη του Διός Ελευθερίου (Πίνδ., Ολ.
12, 1 κ.εξ.). Αν και αμφίβολη από τη
φύση της, τείνει να είναι ευνοϊκή, συγκρίσιμη με τον αγαθό δαίμονα. Είναι θεϊκό πνεύμα, νους, πρόνοια και ο μόνος θεός
που κυβερνά τα ανθρώπινα (Μεν. απ. 417 Körte). Κοιτά τα έργα των ανθρώπων και αποδίδει στον
καθένα αυτό που του πρέπει.
Πολύχρωμη,
ποικιλόμορφη, φτεροπόδαρη θεά,
των θνητών συγκάτοικε, παντοδύναμη
Τύχη,
πώς πρέπει να αποδείξω την ισχύ και
τη φύση σου;
Όσων η λάμψη σού φαίνεται ότι φτάνει
ψηλά, τα πομπώδη,
τα
γκρεμίζεις στη γη και με νέφος σκοτεινό περιβάλλεις,
ενώ
στα ταπεινά και ασήμαντα πολλές φορές δίνεις φτερά
και
σε ύψος μέγα, θεά, τα σηκώνεις.
Να
σε πούμε Κλωθώ σκοτεινή
ή
Ανάγκη που φέρνει γοργά το μοιραίο
ή
μήπως Ίριδα, ταχύ των αθάνατων άγγελο;
Γιατί
την αρχή και το τέλος των πάντων κατέχεις.
Πολύχροε
ποικιλόμορφε πτανόπους θεὰ
θνατοῖς
συνομέστιε͵ παγκρατὲς Τύχα͵
πῶς
χρὴ τεὰν ἰσχύν τε δεῖξαι καὶ φύσιν;
τὰ
μὲν ὑψιφαῆ καὶ σέμν΄ εἰς τεὸν ὄμμα
ὑπήρικας
κατὰ γᾶν νέφος ἀμφιθηκαμένα σκότιον͵
τὰ
δὲ φαῦλα καὶ ταπεινὰ πολλάκις πτεροῖς
εἰς
ὕψος ἐξάειρας͵ ὦ δαῖμον͵ μέγα.
Πότερόν
σε κλῄζωμεν Κλωθὼ κελαινάν͵
ἢ
τὰν ταχύποτμον Ἀνάγκαν͵
ἢ
τὰν ταχὺν ἄγγελον Ἶριν ἀθανάτων;
πάντων
γὰρ ἀρχὰν καὶ τέλος πάντων ἔχεις.