Πριν από το έπος του Γκιλγκαμές: η σουμεριακή πολιορκία της Ουρούκ

Μια ομάδα 5 σουμεριακών κειμένων μάς παρέχει τα αρχαιότερα έργα που σχετίζονται με τον θρυλικό βασιλιά της μεσοποταμιακής πόλης Ουρούκ, τον Γκιλγκαμές (27ος αιώνας π.Χ.). Ο θρύλος του Γκιλγκαμές μας είναι περισσότερο γνωστός από το λεγόμενο Έπος του Γκιλγκαμές, δηλαδή την εκτενή βαβυλωνιακή εκδοχή της ιστορίας του από την 2η χιλιετία π.Χ. Ο Βαβυλώνιος συντάκτης του έπους γνώριζε το μυθολογικό υλικό της παράδοσης και τις ιστορίες που κυκλοφορούσαν για τον ήρωα. Τις συνέθεσε σε μια ενιαία αφήγηση, βάζοντας ταυτόχρονα τη δική του σφραγίδα στο παραδομένο υλικό. Ωστόσο το Έπος του Γκιλγκαμές δεν είναι το αρχαιότερο κείμενο για τον ήρωα, ούτε και περιλαμβάνει όλο το υλικό που κυκλοφορούσε. Αυτό εκπροσωπείται από σουμεριακά κείμενα της 3ης χιλιετίας π.Χ., ορισμένα από τα οποία περιέχουν ιστορίες, οι οποίες δεν πέρασαν στον «κανόνα» του μυθολογικού κύκλου. Παρακάτω παρουσιάζω μια τέτοια ιστορία από ένα πολύ αρχαίο ποίημα γραμμένο στη γλώσσα που μιλούσε ο βασιλιάς, τη σουμεριακή. Η αρχαιότητα του ποιήματος υποδεικνύεται και από το γεγονός ότι το όνομα του Γκιλγκαμές εμφανίζεται ως Μπιλγκαμές, που είναι η πρωτότυπη σουμεριακή εκδοχή του. Βασίζομαι στην αγγλική μετάφραση του A. George, The Epic of Gilgamesh, London 1999 (Penguin Books).

Περιεχόμενο
Ο βασιλιάς Άκκα της Κις, ισχυρής μεσοποταμιακής πόλης,[1] απαιτεί από τον Γκιλγκαμές την παράδοση της Ουρούκ. Ο Γκιλγκαμές φέρνει το ζήτημα στο συμβούλιο των γερόντων και τους παρουσιάζει την απαίτηση του Άκκα: οι πολίτες της Ουρούκ σε ένδειξη υποταγής να κουβαλούν νερό για την Κις. Οι γέροντες τρομαγμένοι συμβουλεύουν άμεση παράδοση, αλλά ο Γκιλγκαμές διαφωνεί και φέρνει το θέμα στη συνέλευση των νέων. Οι τελευταίοι στοιχίζονται με τον βασιλιά τους, θεωρώντας ανυπόφορη την υποταγή, και αποφασίζουν να πολεμήσουν. Ο Άκκα καταφτάνει και πολιορκεί την πόλη. Ο Γκιλγκαμές ζητά κάποιος πολεμιστής να πάει στον Άκκα και να καταστρέψει, αν μπορεί, τα σχέδια του. Προσφέρεται ο δυνατός Μπιρχουρτούρρα, αλλά συλλαμβάνεται αμέσως μόλις βγαίνει από τα τείχη της πόλης. Τον χτυπούν και τον φέρνουν στον Άκκα. Την ίδια ώρα ο οικονόμος της Ουρούκ εμφανίζεται επάνω στα τείχη. Ο Άκκα ρωτά τον Μπιρχουρτούρρα αν ο οικονόμος είναι ο Γκιλγκαμές. Ο Μπιρχουρτούρρα απαντά γενναία ότι αν ήταν αυτός ο Γκιλγκαμές θα είχε ήδη ξεκινήσει μάχη και ο Άκκα θα είχε ηττηθεί. Για το θράσος του ο Μπιρχουρτούρρα τρώει για δεύτερη φορά ξύλο. Στο μεταξύ ο Γκιλγκαμές βγαίνει ο ίδιος στα τείχη, ενώ ο Ενκιντού, φίλος και υπηρέτης του, ετοιμάζει τους στρατιώτες για μάχη. Ο Άκκα ρωτά πάλι τον Μπιρχουρτούρρα αν αυτός είναι ο Γκιλγκαμές και η απάντηση αυτή τη φορά είναι θετική. Ακολουθεί μάχη και νίκη των στρατευμάτων της Ουρούκ. Ο Άκκα συλλαμβάνεται, αλλά ο Γκιλγκαμές τον αφήνει ελεύθερο, επειδή κάποτε του είχε προσφέρει άσυλο.



Οι απεσταλμένοι του Άκκα, γιου του Ενμεμπαραγκέζι, έφτασαν από την Κις στην Ουρούκ, στον Μπιλγκαμές. Ο Μπιλγκαμές έφερε το θέμα στο συμβούλιο των γερόντων της πόλης, αναζητώντας μια λύση. «(Μας ζητούν) να αδειάζουμε τα πηγάδια, να αδειάζουμε τα πηγάδια της χώρας, να αδειάζουμε τα ρηχά πηγάδια της χώρας, να αδειάζουμε τα βαθιά πηγάδια που διαθέτουν ανυψωτικά σχοινιά. Ας μην υποκύψουμε στον οίκο της Κις. Να κάνουμε πόλεμο!». Το συμβούλιο των γερόντων της πόλης του που συνεδρίαζε απάντησε στον Μπιλγκαμές: «Να αδειάζουμε τα πηγάδια, να αδειάζουμε τα πηγάδια της χώρας, να αδειάζουμε τα ρηχά πηγάδια της χώρας, να αδειάζουμε τα βαθιά πηγάδια που διαθέτουν ανυψωτικά σχοινιά. Ας υποκύψουμε στον οίκο της Κις. Να μην κάνουμε πόλεμο!». Ο Μπιλγκαμές, άρχοντας της Κουλλάμπ,[2] έχοντας εμπιστοσύνη στη θεά Ινάννα,[3] δεν έδωσε σημασία σε όσα είπαν οι γέροντες της πόλης.
            Μπροστά στους νέους της πόλης του ο Μπιλγκαμές έθεσε το θέμα για δεύτερη φορά, αναζητώντας μια λύση: «(Μας ζητούν) να αδειάζουμε τα πηγάδια, να αδειάζουμε τα πηγάδια της χώρας, να αδειάζουμε τα ρηχά πηγάδια της χώρας, να αδειάζουμε τα βαθιά πηγάδια που διαθέτουν ανυψωτικά σχοινιά. Ας μην υποκύψουμε στον οίκο της Κις. Να κάνουμε πόλεμο!». Το συμβούλιο των νέων της πόλης του απάντησε στον Μπιλγκαμές: «Να κάνουμε το καθήκον μας. Να δώσουμε το παρόν. Να συνοδέψουμε το γιο του βασιλιά. Να κρατήσουμε το γαϊδούρι από τα πίσω πόδια, καθώς λένε.[4] Ποιος έχει τα κότσια γι’ αυτό; Να μην υποκύψουμε στον οίκο της Κις. Να κάνουμε πόλεμο. Η Ουρούκ, το σιδηρουργείο των θεών,[5] ο (ναός) Εάννα,[6] σπίτι που κατέβηκε από τον ουρανό -οι θεοί του έδωσαν σχήμα- οι μεγάλες επάλξεις, ένα τείχος από σύννεφο που αναπαύεται πάνω στη γη, η υψηλή κατοικία τους, θεμελιωμένη από τον θεό Αν[7] -όλα αυτά είναι στην επίβλεψή σου, εσύ είσαι ο βασιλιάς και ο υπερασπιστής τους. Εσύ που συντρίβεις κεφάλια, πρίγκιπα που σε αγαπά ο Αν, όταν φτάσει (ο Άκκα), γιατί να φοβηθούμε; Ο στρατός του είναι μικρός, η οπισθοφυλακή του ένας όχλος, οι άνδρες του δεν θα μας αντισταθούν». Τότε ο Μπιλγκαμές, άρχοντας της Κουλλάμπ, χάρηκε μες στην καρδιά του για τα λόγια των νέων. Η διάθεσή του έφτιαξε και είπε στον Ενκιντού, τον υπηρέτη του: «Τώρα ετοίμασε τον εξοπλισμό και τα όπλα για τη μάχη. Άσε τα άρματα του πολέμου να γυρίσουν στα χέρια σου. Άφησε τα να προκαλέσουν φόβο, μια αύρα τρομακτική, ώστε όταν θα φτάσει να τον κυριέψει το δέος για εμένα, η λογική του να θολώσει, η κρίση του να αφανιστεί».
   
Δεν είχαν περάσει πέντε μέρες, δεν είχαν περάσει δέκα που ο Άκκα, γιος του Ενμεμπαραγκέζι, πολιορκούσε την Ουρούκ και η λογική της Ουρούκ θόλωσε. Ο Μπιλγκαμές, άρχοντας της Κουλλάμπ, απευθύνθηκε στους πολεμιστές της πόλης: «Πολεμιστές μου, που τα μάτια σας κοιτούν ορθάνοιχτα σε συναγερμό, ένας από σας με γενναία καρδιά ας γίνει εθελοντής και να πει ότι θα πάει στον Άκκα». Ο Μπιρχουρτούρρα, ο βασιλικός του σωματοφύλακας, έδειξε σεβασμό στον βασιλιά του: «Κύριέ μου, εγώ θα πάω στον Άκκα, για να θολώσει η λογική του και η κρίση του να αφανιστεί». Ο Μπιρχουρτούρρα βγήκε από την πύλη της πόλης. Καθώς περνούσε από την πύλη της πόλης, πιάστηκε αιχμάλωτος στην έξοδο. Τον ράβδισαν από τα νύχια ως την κορφή. Τον πήγαν μπροστά στον Άκκα. Άρχισε να μιλά στον Άκκα. Δεν πρόλαβε να τελειώσει τα λόγια του και ο οικονόμος της Ουρούκ σκαρφάλωσε στο τείχος και ύψωσε το κεφάλι του στις επάλξεις. Ο Άκκα τον είδε και είπε στον Μπιρχουρτούρρα: «Δούλε, αυτός ο άνθρωπος είναι ο βασιλιάς σου;» «Αυτός ο άνθρωπος δεν είναι ο βασιλιάς μου. Αν ήταν ο βασιλιάς μου, αν ήταν αυτό το φοβερό του μέτωπο, αν ήταν αυτά τα σαν του βίσωνα μάτια του, αν ήταν αυτή η γενειάδα του από λαζούρι, αν ήταν αυτά τα έξοχα δάχτυλά του, τότε δεν θα έπεφταν μυριάδες και άλλοι μυριάδες δε θα σηκώνονταν; Δεν θα κυλιούνταν μυριάδες στην σκόνη, δεν θα κατατροπώνονταν όλα τα έθνη, της χώρας τα στόμια δεν θα γέμιζαν με σκόνη, δεν θα έσπαζε τις σειρήνες του πλοίου,[8] δεν θα έκανε τον Άκκα, βασιλιά της Κις, αιχμάλωτο στην καρδιά του στρατεύματός του;». Τον έδειραν και τον χτύπησαν, τον ράβδισαν από τα νύχια ως την κορφή.
            Μετά τον οικονόμο της Ουρούκ σκαρφάλωσε στο τείχος ο Μπιλγκαμές. Η φοβερή του αύρα συνεπήρε τους γέρους και τους νέους της Ουρούκ. Έβαλε όπλα του πολέμου στα χέρια των νέων της Ουρούκ. Στη θύρα της πύλης της πόλης στάθηκαν πάνω στο δρόμο, ενώ ο Ενκιντού βγήκε έξω από την πύλη της πόλης. Ο Μπιλγκαμές ύψωσε το κεφάλι του στις επάλξεις. Ο Άκκα κοίταξε ψηλά και τον είδε: «Δούλε, είναι αυτός ο άνθρωπος ο βασιλιάς σου;». «Αυτός είναι πράγματι ο βασιλιάς μου!». Και ήταν όπως τα είχε πει: έπεφταν μυριάδες και άλλοι μυριάδες σηκώνονταν. Μυριάδες κυλιούνταν στην σκόνη, κατατροπώνονταν όλα τα έθνη, της χώρας τα στόμια γέμισαν με σκόνη, έσπασε τις σειρήνες του πλοίου, έπιασε τον Άκκα, βασιλιά της Κις, αιχμάλωτο στην καρδιά του στρατεύματός του.
           
Ο βασιλιάς της Ουρούκ, ο Μπιλγκαμές, άρχοντας της Κουλλάμπ, απευθύνθηκε στον Άκκα: «Άκκα, λοχαγέ μου, Άκκα, αρχηγέ μου, Άκκα, διοικητή μου, Άκκα, στρατηγέ μου, Άκκα, στρατάρχη μου στο πεδίο της μάχης, Άκκα, μου έδωσες ανάσα, Άκκα, πήρες στην προστασία σου έναν φυγάδα, Άκκα, ένα πουλί που δραπέτευσε το χόρτασες με σιτάρι». Ο Άκκα (του είπε): «Η Ουρούκ, το σιδηρουργείο των θεών, οι μεγάλες επάλξεις της, ένα τείχος από σύννεφο που αναπαύεται πάνω στη γη, η υψηλή κατοικία, που την θεμελίωσε ο θεός Αν, όλα δόθηκαν στην επίβλεψή σου. Ξεπλήρωσέ μου τη χάρη». «Ενώπιον του Θεού του Ήλιου σου ξεπληρώνω την παλιά σου χάρη!». Άφησε τον Άκκα ελεύθερο να επιστρέψει στην Κις.
Μπιλγκαμές, άρχοντα της Κουλλάμπ, γλυκός είναι ο έπαινός σου!       




[1] Η Κις ήταν πρώιμο κέντρο δύναμης στη βόρεια Βαβυλωνία. Βρισκόταν ανατολικά της πόλης της Βαβυλώνος.
[2] Μέρος της πόλης της Ουρούκ.
[3] «Βασίλισσα των ουρανών». Το σουμεριακό όνομα της Ιστάρ / Αστάρτης.
[4] Παραδοσιακή σουμεριακή έκφραση που δήλωνε μια επικίνδυνη και αβέβαιη προσπάθεια, όπως το να στέκεσαι πίσω από έναν γάιδαρο.
[5] Αναφορά στην κατεργασία των μετάλλων στην πόλη.
[6] «Σπίτι του ουρανού». Ο ναός της Ιστάρ-Ινάννα και του Ανού στην Ουρούκ.
[7] Ο θεός του ουρανού, ο Ανού των Βαβυλωνίων.
[8] Ο Άκκα πρέπει να βρίσκεται πάνω σε ένα πλοίο.