Ο σαρκασμός ενός φιλοσόφου ποιητή για την κακία του σύμπαντος και την ματαιότητα της σοφίας (Σωτάδης)


Ο Σωτάδης από την Μαρώνεια της Κρήτης έζησε κατά τον 3ο αιώνα π.Χ. Υπήρξε επικεφαλής (κατά το Στράβωνα) ενός ρεύματος σατιρικών ποιητών με το όνομα κιναιδολόγοι ή κιναιδογράφοι (=αυτοί που λένε ή γράφουν κακοήθειες, αισχρολογούν < κίναιδος = αισχρός κακοήθης). Βιογραφίες του έγραψαν ο γιος του Απολλώνιος και ο Καρύστιος από την Πέργαμο.  Έμεινε διάσημος για το καυστικό του πνεύμα, όταν διακωμώδησε το γάμο του Πτολεμαίου Β' του Φιλάδελφου (285-246 π.Χ.) με την αδερφή του. Για το σκώμμα του όμως πλήρωσε με την ίδια του τη ζωή, αφού εκτελέστηκε στην Καύνο της Μ. Ασίας, όπου είχε καταφύγει, από το στρατηγό Πάτροκλο με διαταγή του βασιλιά Πτολεμαίου: ο Πάτροκλος τον έκλεισε σε μολύβδινο κιβώτιο και τον έριξε στη θάλασσα.
Από τη Σούδα γνωρίζουμε ότι έγραψε Εις Άιδου κατάβασιν, Πρίαπον, Εις Βελεστίχην, Αμαζών. Τα ποιήματά του χαρακτηρίζονται από τους αρχαίους ως φλύακες,[1] κίναιδοι ή ιωνικοί λόγοι, γιατί ήταν γραμμένα στην ιωνική διάλεκτο. Έδωσε το όνομά του στο σωτάδειον, ένα είδος ιωνικού τετράμετρου στίχου για μονοστιχικά απαγγελλόμενα ποιήματα.
Μια σειρά αποφθεγμάτων που σώθηκαν με το όνομά του, τα λεγόμενα Σωτάδεια, προέρχονται πιθανώς από συλλογές αποφθεγματικών χωρίων του ποιητή που πλουτίστηκαν με το πέρασμα του χρόνου με αρκετό πλαστό υλικό. Το χωρίο που παρατίθεται πιο κάτω προβάλλει μια πολύ απαισιόδοξη θεώρηση της ζωής, αφού ακυρώνει ακόμη και το τελευταίο καταφύγιο του ανθρώπου για να αντιμετωπίσει τον παραλογισμό του σύμπαντος: την κατάκτηση της σοφίας και της τέχνης. Έτσι ο κόσμος αναδεικνύεται όχι ως κόσμημα, αλλά ως κάτι παράλογο, ή ίσως ακόμη και βαθιά μοχθηρό:


(Στοβαίος 4.34.8:)
            Ο ίδιος ο παντογενής Αιών, ο τα πάντα γεννών,
            δεν κρίνει δίκαια του καθένα τις πράξεις.
            Γιατί και στη γη τα κακά αιώνια γεννήθηκαν
            και πάντα με τα μεγάλα κακά χαίρεται ο κόσμος. [2]
            Όλοι αυτοί που κάτι παραπάνω να βρούνε θελήσανε
            ή κάποιο έξυπνο έργο ή μάθημα σοφό,
            αυτοί κακό στο θάνατο τέλος βρήκανε,
            απ' το γεννήτορα κόσμο κακοπαθαίνοντας.
            Το Σωκράτη ο κόσμος τον έκανε να είναι σοφός
            και ο κόσμος με τρόπο κακό το Σωκράτη θανάτωσε,
            αφού στη φυλακή εντός πέθανε το κώνειο πίνοντας.
            Χταπόδι ωμό τρώγοντας ο Διογένης πέθανε.   
            Στον Αισχύλο, που έγραφε κάτι, στο κεφάλι χελώνα του έπεσε.
            Ο Σοφοκλής ρώγα τρώγοντας σταφυλιού πνίγηκε και πέθανε.
            Τα θρακιώτικα σκυλιά τον Ευριπίδη έφαγαν. [3]
            Το θεϊκό Όμηρο λιμός τον αφάνισε.




[1] Είδος κατωιταλιώτικης φάρσας που γύρω στα 300 π.Χ. απέκτησε φιλολογικότερη μορφή και λεγόταν και ιλαροτραγωδία. Φαίνεται να αποτελούσε είδος παρωδίας του μύθου.
[2] Ο κόσμος όχι με την έννοια του πλήθους των ανθρώπων, αλλά με την έννοια της ρυθμισμένης τάξης του σύμπαντος και εν τέλει του ίδιου του σύμπαντος.
[3] Όταν ο Ευριπίδης κατέφυγε, πικραμένος για την αντιπάθεια των Αθηναίων προς στο πρόσωπό του, στην αυλή του βασιλιά της Μακεδονίας Αρχέλαου, λέγεται ότι τον κατασπάραξαν σκυλιά για τον ακόλουθο λόγο: ο Ευριπίδης είχε μεσολαβήσει στο βασιλιά Αρχέλαο να μην τιμωρηθούν κάποιοι κυνηγοί, οι οποίοι είχαν θανατώσει τη μάνα αυτών των σκύλων, και σε μια πράξη αντεκδίκησης τα ζώα τον κατασπάραξαν. Πρόκειται φυσικά για ανέκδοτο.

Σχόλια