Πώς πέθανε η Κλεοπάτρα


[Πλούταρχος, Βίος Αντωνίου 71, 74-76]
Η Κλεοπάτρα συγκέντρωνε κάθε είδους θανάσιμα δηλητήρια και δοκίμαζε πόσο ανώδυνο ήταν το καθένα από αυτά, δίνοντάς τα σε φυλακισμένους θανατοποινίτες. Όταν είδε ότι όσα ήταν δραστικά προκαλούσαν άμεσο θάνατο με πόνους, ενώ όσα ήταν ηπιότερα αργούσαν να δράσουν, άρχισε να πειραματίζεται με άγρια ζώα, παρακολουθώντας τους ανθρώπους της να ρίχνουν και ένα διαφορετικό ζώο σε κάθε έναν φυλακισμένο. Αυτό το έκανε καθημερινά. Διαπίστωσε ότι σχεδόν σε κάθε περίπτωση μόνο το δάγκωμα της ασπίδας[1] έφερνε υπνώδη λήθαργο και νάρκη δίχως σπασμούς και βογκητά, προκαλώντας ελαφρύ ιδρώτα στο πρόσωπο, εύκολη συσκότιση και παράλυση των αισθήσεων, καθώς και δυσκολία στην προσπάθεια διέγερσης και ανάκλησής τους, όπως ακριβώς συμβαίνει με αυτούς που κοιμούνται βαθιά…
Ανάμεσα στους φίλους του Ιουλίου Καίσαρα ήταν και ο Κορνήλιος Δολοβέλλας, ένας επιφανής νεαρός. Αυτός ένιωθε έλξη προς την  Κλεοπάτρα και τότε, για να της κάνει τη χάρη που του είχε ζητήσει, της έστειλε κρυφά μήνυμα, με το οποίο της ανακοίνωνε ότι ο ίδιος ο Καίσαρας ετοιμαζόταν να αναχωρήσει δια ξηράς από τη Συρία, ενώ για εκείνη είχε αποφασίσει να την στείλει μαζί με τα παιδιά της στη Ρώμη τρεις μέρες μετά. Εκείνη, μόλις τα πληροφορήθηκε αυτά, πρώτα παρακάλεσε τον Καίσαρα να την αφήσει να προσφέρει χοές στον Αντώνιο. Όταν εκείνος έδωσε τη συγκατάθεσή του, τη μετέφεραν στον τάφο και, πέφτοντας πάνω στο φέρετρο μαζί με τις ακόλουθές της, είπε: «Αγαπημένε μου Αντώνιε, σε έθαψα πρόσφατα με χέρια που ήταν ακόμη ελεύθερα. Τώρα, όμως, σου κάνω σπονδές αιχμάλωτη. Με φρουρούν, για να μην μπορέσω με κοπετούς και θρήνους να κακοποιήσω το υπόδουλο αυτό σώμα μου, το οποίο προσέχουν για το θρίαμβο που θα τελεστεί για την ήττα σου. Μην περιμένεις, λοιπόν, άλλες τιμές ή χοές. Αλλά αυτές θα είναι οι τελευταίες, τώρα που η Κλεοπάτρα θα μεταφερθεί. Γιατί στη ζωή τίποτα δε μας χώρισε. Κινδυνεύουμε, όμως, στο θάνατο να ανταλλάξουμε τόπους: εσύ, ο Ρωμαίος, να είσαι θαμμένος εδώ κι εγώ η δύστυχη στην Ιταλία, καταλαμβάνοντας μόνο τόσο λίγο μέρος από τη χώρα σου. Αλλά αν βέβαια οι εκεί θεοί έχουν κάποια ισχύ και δύναμη -γιατί οι εδώ θεοί μας πρόδωσαν- μην εγκαταλείπεις ζωντανή τη γυναίκα σου, ούτε να επιτρέψεις να γίνω το επίκεντρο του θριάμβου τους σε βάρος σου. Αλλά κρύψε με εδώ μαζί με σένα και θάψε με μαζί σου, γιατί από τις μυριάδες συμφορές μου καμιά δεν είναι τόσο μεγάλη και φοβερή, όσο ο σύντομος τούτος χρόνος, τον οποίο έζησα χωρίς εσένα».


 Αφού θρήνησε με τέτοια λόγια και αφού στεφάνωσε και καταφίλησε το φέρετρο, διέταξε να της ετοιμάσουν το λουτρό. Λούστηκε, κάθισε στο τραπέζι και έφαγε ένα υπέροχο μεσημεριανό, όταν ήρθε κάποιος από την εξοχή φέρνοντας ένα καλάθι. Όταν οι φύλακες ρώτησαν τι μετέφερε, εκείνος, αφού το άνοιξε και παραμέρισε τα φύλλα, τους έδειξε ότι το καλάθι ήταν γεμάτο σύκα.  Οι φρουροί θαύμασαν το κάλλος και το μέγεθος των σύκων, ενώ εκείνος, χαμογελώντας, τους προέτρεψε να πάρουν μερικά. Εκείνοι τον πίστεψαν και του είπαν να περάσει μέσα  Μετά το μεσημεριανό η Κλεοπάτρα πήρε μια πινακίδα γραμμένη και σφραγισμένη και την έστειλε στον Καίσαρα. Αφού έδιωξε όλους τους άλλους εκτός από εκείνες τις δύο ακολούθους της, έκλεισε τις πόρτες. Ο Καίσαρας αποσφράγισε την πινακίδα και όταν διάβασε μέσα ότι η Κλεοπάτρα τον παρακαλούσε με ικεσίες και θρήνους να την θάψει μαζί με τον Αντώνιο, αμέσως κατάλαβε τι είχε συμβεί. Στην αρχή σκέφτηκε να πάει και να βοηθήσει ο ίδιος.  Έπειτα, όμως, έστειλε κάποιους ανθρώπους του, για να εξετάσουν το ζήτημα το ταχύτερο. Αλλά το δράμα είχε εξελιχτεί γρήγορα. Γιατί εκείνοι, αφού έτρεξαν εκεί και έπιασαν τους φρουρούς να μην έχουν αντιληφθεί τίποτε, άνοιξαν τις πόρτες και τη βρήκαν νεκρή και ντυμένη με τρόπο βασιλικό να κείτεται πάνω σε ένα χρυσό κρεβάτι. Από τις ακολούθους της, αυτή που ονομαζόταν Ειράς πέθαινε στα πόδια της Κλεοπάτρας, ενώ η Χάρμιον, η οποία ήδη παραπατούσε και είχε βαρύ κεφάλι, τακτοποιούσε το διάδημα που στόλιζε το κεφάλι της Κλεοπάτρας.  Όταν κάποιος της είπε με οργή «όλα καλά, Χάρμιον;», εκείνη απάντησε: «Πάρα πολύ καλά, βέβαια, και πρέποντα για μια απόγονο τόσων βασιλιάδων». Τίποτε περισσότερο δεν είπε, αλλά έπεσε εκεί που στεκόταν, δίπλα στο κρεβάτι.
Λέγεται ότι το φίδι ασπίδα μεταφέρθηκε μαζί μ’ εκείνα τα σύκα και ήταν καλυμμένο από πάνω με τα φύλλα. Γιατί έτσι είχε διατάξει η Κλεοπάτρα, ώστε το ζώο να επιτεθεί στο κορμί της, χωρίς να το ξέρει ούτε η ίδια. Όταν απομάκρυνε τα σύκα και το είδε, είπε: «Εδώ ήταν, λοιπόν, αυτό;» Έπειτα, γύμνωσε το βραχίονά της και τον έδωσε, για να τον δαγκώσει. Ωστόσο, άλλοι ισχυρίζονται ότι η ασπίδα φυλασσόταν κλεισμένη μέσα σε μια υδρία  και ότι, όταν η Κλεοπάτρα προσπάθησε να ερεθίσει το φίδι με μία χρυσή ρόκα και να το εξαγριώσει, εκείνο όρμησε και προσκολλήθηκε στο βραχίονά της. Κανείς, όμως, δε γνωρίζει την αλήθεια. Γιατί ειπώθηκε ακόμη ότι εκείνη μετέφερε δηλητήριο μέσα σε μία κούφια περόνη, την οποία έκρυβε στα μαλλιά της, παρά το γεγονός ότι καμιά κηλίδα δεν εμφανίστηκε στο σώμα της ούτε κάποια άλλη ένδειξη ότι είχε πάρει δηλητήριο. Ωστόσο, ούτε και το φίδι το είδαν μέσα στο δωμάτιο, μολονότι κάποιοι ισχυρίστηκαν ότι είδαν κάποια ίχνη του πλάι στη θάλασσα, στο σημείο όπου έβλεπε το δωμάτιο και υπήρχαν παράθυρα. Μερικοί, επίσης, λένε ότι είδαν το βραχίονα της Κλεοπάτρας να έχει δύο λεπτά και αμυδρά τσιμπήματα. Αυτούς φαίνεται ότι τους πίστεψε και ο Καίσαρας. Γιατί κατά την τέλεση του θριάμβου του έβαλε να μεταφέρουν ένα είδωλο της ίδιας της Κλεοπάτρας με την ασπίδα προσκολλημένη επάνω της. Αυτά τα γεγονότα, λοιπόν, έτσι λέγεται ότι συνέβησαν.
Ο Καίσαρας, όμως, αν και πικράθηκε για το θάνατο της γυναίκας, εντούτοις θαύμασε την αρχοντιά της και διέταξε να ταφεί το σώμα της μαζί με τον Αντώνιο λαμπρά και βασιλικά. Αλλά και οι υπηρέτριές της, μετά από δική του διαταγή, είχαν μια αξιοπρεπή κηδεία. Η Κλεοπάτρα πέθανε, αφού έζησε τριάντα εννέα χρόνια, για είκοσι δύο από τα οποία ήταν βασίλισσα.



[1] Είδος αιγυπτιακής κόμπρας, φημισμένης για το δίχως πόνο δάγκωμά της (Νίκανδρος, Θηρ. 187-189). Ο Γαληνός 14, 237 μαρτυρεί ως αυτόπτης για την ταχύτητα της επίδρασης του δηλητηρίου της και αναφέρει ότι τη χρησιμοποιούσαν ως μέσο εκτέλεσης καταδίκων στην Αλεξάνδρεια. Ο θάνατος ερχόταν μέσα σε μια ώρα από το δάγκωμα, αλλά δεν ήταν και τόσο ανώδυνος όσο λέει εδώ ο Πλούταρχος. Τα συμπτώματα του δηλητηρίου περιγράφονται από τον Φιλούμενο 16, 3.

Σχόλια