Ο Τίμων ήταν
γιος του Εχεκρατίδη από το δήμο Κολλυτού, σύμφωνα με το έργο του Λουκιανού Τίμων ή Μισάνθρωπος. Ο Τίμων είχε μεγάλη
περιουσία και πολλούς φίλους, οι οποίοι τον εγκατέλειψαν, όταν την έχασε. Από
τότε ζούσε στις ερημιές, ενώ όταν βρήκε τυχαία έναν θησαυρό και οι φίλοι του
επανήλθαν, τους έδιωξε κακήν κακώς. Μερικά ανέκδοτα της μισανθρωπίας του
διέσωσε ο Πλούταρχος:
[Πλούταρχος, Βίος Αντωνίου 70]
Ο Τίμων ήταν Αθηναίος και έζησε γύρω στην
εποχή του Πελοποννησιακού Πολέμου, όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από τα δράματα
του Αριστοφάνη[1]
και του Πλάτωνα,[2]
όπου κωμωδείται ως δύστροπος και μισάνθρωπος. Μολονότι απέφευγε και
αντιστεκόταν σε κάθε συναναστροφή, εντούτοις τον Αλκιβιάδη, που ήταν νέος και
θρασύς, τον ασπαζόταν και τον φιλούσε με προθυμία. Όταν ο Απήμαντος απόρησε και
ζήτησε να μάθει την αιτία, ο Τίμων του είπε ότι αγαπά τον νεαρό, γιατί ξέρει
ότι θα γίνει αίτιος πολλών κακών για τους Αθηναίους.[3]
Ο Απήμαντος ήταν ο μόνος στον οποίο επέτρεπε καμιά φορά να τον πλησιάζει, αφού
του έμοιαζε και μιμούνταν τον τρόπο ζωής του.[4]
Όταν κάποτε ήταν η γιορτή των Χοών[5]
και οι δυο τους έτρωγαν μόνοι τους, ο Απήμαντος είπε: «Τίμωνα, τι ωραίο που
είναι το συμπόσιό μας!» Κι εκείνος απάντησε: «Θα ήταν ωραίο, αν δεν ήσουν παρών
εσύ». Λέγεται ότι κάποτε, όταν οι Αθηναίοι συνεδρίαζαν στην εκκλησία του δήμου,
ανέβηκε στο βήμα και προκάλεσε σιωπή και προσδοκία μεγάλη εξαιτίας της
παραδοξότητας του γεγονότος. Τότε ο Τίμωνας είπε: «Έχω ένα μικρό οικόπεδο,
άνδρες Αθηναίοι, και μία συκιά έχει φυτρώσει σε αυτό, από την οποία ήδη πολλοί
πολίτες έχουν κρεμαστεί. Επειδή, λοιπόν, σκοπεύω να χτίσω σπίτι στο σημείο
εκείνο, θέλησα να σας προειδοποιήσω δημόσια, ώστε αν κάποιοι από εσάς θέλουν να
κρεμαστούν, να το κάνουν προτού κοπεί η συκιά».[6]
Αφού πέθανε και θάφτηκε στις Αλές κοντά στη θάλασσα, το τμήμα του αιγιαλού
μπροστά από τον τάφο υποχώρησε. Έτσι, το κύμα περικύκλωσε τον τάφο, κάνοντάς
τον άβατο και απροσπέλαστο από άνθρωπο.[7]
Το επίγραμμα στον τάφο του έλεγε:
«Εδώ
κείμαι, έχοντας κόψει το νήμα μιας βαριόμοιρης ζωής.
Το όνομά μου δεν θα το μάθετε. Κακοί που
είστε, κακό θάνατο να’ χετε».[8]
Αυτό το επίγραμμα λένε ότι το είχε συνθέσει ο
ίδιος όσο ζούσε, ενώ εκείνο που κυκλοφορεί ευρέως είναι του Καλλίμαχου:
«Ο Τίμων ο μισάνθρωπος κατοικώ εδώ μέσα. Αλλά
πέρνα και φύγε.
Αρκετά με καταράστηκες, μόνο πέρνα και φύγε».[9]
Αυτά τα λίγα, λοιπόν, από τα πολλά που
λέγονται για τον Τίμωνα.
[1] Όρν. 1549, Λυσ. 809-815.
[2] Κωμωδιογράφος της εποχής του
Αριστοφάνη. Αυτό το χωρίο του Πλουτάρχου είναι η μόνη ένδειξη ότι ανέφερε σε
κάποια κωμωδία του τον Τίμωνα.
[3] Η ίδια ιστορία επαναλαμβάνεται
και στον πλουτάρχειο βίο του Αλκιβιάδη (κεφ. 16), όπου όμως δε γίνεται αναφορά
στον Απήμαντο.
[4] Ο Απήμαντος είναι φυσιογνωμία
σκοτεινή πέρα από τη σύνδεσή του με τον Τίμωνα. Πάντως είχε γίνει παροιμιώδης
προσωπικότητα ήδη τον 4ο αιώνα π.Χ.
[5] Η δεύτερη μέρα των Ανθεστηρίων,
της αρχαιότερης αθηναϊκής γιορτής του Διόνυσου.
[6] Η ίδια ιστορία επαναλαμβάνεται
από τον Αλκίφρονα 2.32.1.
[7] Οι Αλαί ήταν δήμος στη δυτική
ακτή της Αττικής, κοντά στη σύγχρονη Βούλα. Μια μικρή έρημη νησίδα βρισκόταν
μπροστά στην ακτή και ήταν κατάλληλη για να συνδεθεί με το μνήμα του Τίμωνα.
[8] Βλ. και Παλ. ανθ. 7, 313. Στην ανθολογία υπάρχουν συνολικά 8 επιτάφια
επιγράμματα του Τίμωνα, ανάμεσα στα οποία και τα δύο που παραθέτει εδώ ο
Πλούταρχος.
[9] Βλ. και Παλ. ανθ. 7, 320, όπου όμως οι στίχοι αποδίδονται στον Ηγήσιππο.
Στον Καλλίμαχο αποδίδεται από την ανθολογία ένα άλλο επίγραμμα (αμφίβολης
αυθεντικότητας), το 7, 317.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου