ΔΕΛΦΙΚΟΣ ΠΑΙΑΝΑΣ ΣΤΟΝ ΑΠΟΛΛΩΝΑ (ΑΘΗΝΑΙΟΣ)


Αθήναιος
Παιάνας και προσόδιο στον Απόλλωνα [1]
Οι δύο παιάνες που ανακαλύφθηκαν στους Δελφούς (του Αθήναιου και του Λιμήνιου) αποτελούν ένα μοναδικό μνημείο για πολλούς λόγους: καταρχήν είναι πιθανώς τα καλύτερα από ποιητική άποψη υπάρχοντα κείμενα ύμνων που χαράχτηκαν πάνω σε πέτρα. Επιπλέον, χάρη σε συνοδευτικές επιγραφές, είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε πότε, πού και σε ποια γιορτή του Απόλλωνα εκτελέστηκαν. Πάνω απ’ όλα, όμως, περιλαμβάνουν πάνω από τα γράμματα του καθαυτό κειμένου μουσικά σημάδια, τα οποία μας επιτρέπουν να αποκαταστήσουμε ως ένα βαθμό τη μελωδία που τα συνόδευε.[2] Ο τίτλος του πρώτου κειμένου (=παιάνας του Αθήναιου) είναι αποσπασματικά σωζόμενος, αλλά το ποίημα παρουσιάζει τέτοιες ομοιότητες με αυτό του Λιμήνιου, το οποίο φέρει τον τίτλο «παιάνας και προσόδιο», ώστε είναι πολύ πιθανό και το πόνημα του Αθήναιου να ήταν επίσης συνδυασμός παιάνος και προσοδίου. Και τα δύο έργα παραστάθηκαν από ένα χορό που αντιπροσώπευε την Αθήνα κατά τη γιορτή της Πυθαΐδος.[3] Ο παιάνας του Λιμήνιου εκτελέστηκε από επαγγελματίες χορευτές (τεχνίτες) κατά το έτος 128 π.Χ., ενώ ο παιάνας του Αθήναιου φαίνεται ότι ανήκει στο έτος 138 π.Χ.
Οι ομοιότητες ανάμεσα στα δύο ποιήματα μας αναγκάζουν να τα θεωρήσουμε ως παραλλαγές μιας βασικής παραδοσιακής δομής. Η δομή και η σύνθεσή τους είναι σχεδόν ταυτόσημη, αν και διαφέρουν στις λεπτομέρειες, το ίδιο και η μουσική και οι εκφράσεις.[4] Φαίνεται ότι αποτελούν δύο παραδείγματα ενός είδους αθηναϊκού «εθνικού» παιάνα που τραγουδήθηκαν σε δύο διαφορετικούς εορτασμούς της Πυθαΐδος. Οι συντάκτες τους φαίνεται ότι γνώριζαν τις απαιτήσεις της περίστασης της εορτής και συνέθεσαν παρόμοιους ύμνους που συνέδεαν τον Απόλλωνα με την Αθήνα, ενώ ταυτόχρονα έδιναν έμφαση σε πράξεις του θεού που σχετίζονταν με το περιβάλλον των Δελφών. Ως εκ τούτου μπορούμε να υποθέσουμε ότι και ο αρχαιότερος παιάνας εκτελέστηκε επίσης από τους «τεχνίτες».
Ο συγγραφέας του παλαιότερου παιάνα κατά πάσα πιθανότητα ονομαζόταν Αθήναιος.[5] Στην επιγραφή που κατέγραφε τον παιάνα του 128 αναφέρεται κάποιος Αθήναιος Αθηναίου ως ένας από τους 39 χορευτές και ίσως να πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο. Οι επιγραφές που κατέγραφαν τους δύο ύμνους φαίνεται να έγιναν από το ίδιο χέρι. Έτσι καθίσταται πιθανή η υπόθεση ότι με αφορμή την καταγραφή του παιάνα του 128 οι Αθηναίοι αποφάσισαν να καταγράψουν και τον παιάνα του 138. Και τα δύο κείμενα καταγράφτηκαν στο νότιο τοίχο του θησαυρού των Αθηναίων στους Δελφούς, όπου ανακαλύφτηκαν από Γάλλους ανασκαφείς στα τέλη του 19ου αιώνα.
Από τους δύο παιάνες λείπει η τυπική μορφική ένδειξη που φανερώνει ότι είναι παιάνες, δηλ. το επίφθεγμα (ρεφρέν) ιέ παιάν. Από την άλλη υπάρχουν στοιχεία που φανερώνουν το γένος του ύμνου: 1) το παιωνικό μέτρο, 2) η έμφαση στον Απόλλωνα σε συνδυασμό με την Άρτεμη και τη Λητώ,  3) η αναφορά στις νίκες του θεού, η οποία είναι τυπική στους παιάνες.
Χάρη στο συνοδευτικό επιγραφικό υλικό είμαστε σε θέση να αναπαραστήσουμε τις συνθήκες παράστασης των ύμνων: τη σύνθεση και την εκτέλεσή τους ανέθεταν σε επαγγελματίες, οι οποίοι ονομάζονταν τεχνίτες του Διονύσου. Αυτοί φεύγοντας από την Αθήνα εκτελούσαν σε επίσημο εορταστικό κλίμα για πρώτη φορά τον παιάνα (στ. 14-7 του παιάνα του Λιμήνιου). Με την άφιξή τους στους Δελφούς παρουσιάζονταν στις αρχές της πόλης και όριζαν μαζί μια συγκεκριμένη μέρα τέλεσης της γιορτής. Κατά τη μέρα αυτή τελούσαν μια σεμνή πομπή επάνω στην Ιερά Οδό με κατεύθυνση το μαντείο, ενώ οι ντόπιοι παρακολουθούσαν το θέαμα. Η πομπή συνοδευόταν από τον παιάνα και το προσόδιο, οι οποίοι τελούνταν με τη συνοδεία αυλού και κιθάρας που συνόδευαν το τραγούδι.


Παιάνας και προσόδιο [6] προς τιμήν του θεού που συνέθεσε ο Αθήναιος:

Ακούστε εσείς με τα όμορφα χέρια κόρες του βαρύβροντου Δία [7]
που σας έλαχε ο βαθύδεντρος Ελικών, και ελάτε,
στο Φοίβο με τη χρυσή κόμη άσμα να ψάλετε τον ομοαίματό σας. [8]
Αυτός στο δικόρυφο θρόνο του, [9] στο βράχο αυτό του Παρνασσού,   
με τις ξακουστές μαζί των Δελφών τις γυναίκες [10] τα νάματα                      
επισκέπτεται της Κασταλίας με τα ωραία νερά,
στων Δελφών τα υψώματα, στη μαντική του έδρα συχνάζει.
Ιδού, η ξακουστή, πόλη μεγάλη, η Αθήνα χάρη στις προσευχές της προς την πάνοπλη
Αθηνά κατοικεί έδαφος άθραυστο. Και στους άγιους βωμούς
ο Ήφαιστος [11] τους μηρούς καίει νεαρών ταύρων.                                        
Και μαζί του ανεβαίνει απλώνοντας ο αράβικος καπνός [12] προς τον Όλυμπο.
Καθαρά ηχεί ο αυλός, σε μελωδίες ποικίλες
παίζει τραγούδι. Κι η χρυσή κιθάρα
με τους ύμνους μας ψέλνει μαζί σε ήχο γλυκό.
Κι όλος των μουσικών ο εσμός που τους έλαχε πατρίδα η Αθήνα                
εσένα, τον ξακουστό στην κιθάρα γιο του μεγάλου Δία,
υμνούμε πλάι σε τούτο το βουνό που το χιόνι την κορφή του σκεπάζει, [13]
κι εσύ ο θεός αθάνατους χρησμούς αλάθητους σε όλους τους θνητούς φανερώνεις.
Ψάλλουμε πώς το μαντικό τρίποδα πήρες, που τον φύλαγε φίδι εχθρικό,
τότε που με τα βέλη σου τρύπησες το ευκίνητο                                            
σώμα του, το όλο ελιγμούς, ώσπου το θηρίο απανωτά
άχαρα σφυρίγματα έβγαλε και ξεψύχησε. [14]
Έτσι κι ο στρατός των Γαλατών ο βάρβαρος, που τούτη τη γη
ανόσια διέσχισε, χάθηκε απ’ τα υγρά του χιονιού βόλια. [15]
Όμως εμπρός, το γόνο (της Λητώς), βλαστάρι φιλόμαχο (ας ψάλλουμε)...[16]





[1] Το ποίημα είναι γραμμένο σε μέτρο παιωνικό ή κρητικό (`-υ`-) κατάλληλο για χορευτές. Από τον κρητικό προκύπτουν με ανάλυση του πρώτου ή τελευταίου μακρού ο πρώτος και ο τέταρτος παιών (`-υ`υυ / `υυυ`-). Στον παιάνα αυτόν, όπως και στον αμέσως επόμενο παιάνα που θα δούμε, του Λιμήνιου, παρουσιάζεται μια αξιοσημείωτη σύμπτωση ανάμεσα στο μέλος και τον τόνο των λέξεων: όποια συλλαβή παίρνει οξεία συνδέεται ως επί το πλείστον με οξύτερο μουσικό ήχο σε σχέση με την προηγούμενη ή επόμενη συλλαβή. Το μέλος του παιάνα έχει συντεθεί κατά κύριο λόγο κατά τη φρυγική αρμονία (φρυγιστί). Λείπουν όμως οποιεσδήποτε ενδείξεις ρυθμού.
                Για τη φρυγική αρμονία οι αρχαίοι πίστευαν ότι προκαλούσε ενθουσιαστική διάθεση (Αριστοτ, Πολιτ. 1340b). H φρυγική αρμονία είχε ανάμεσα στις αρμονίες τη θέση που είχε ο αυλός  ανάμεσα στα μουσικά όργανα: ήταν παθητική και οργιαστική. Κάθε είδους βακχεία ή άλλη μανική ή οργιαστική κατάσταση ή κίνηση τη συνοδεύει ο αυλός και η φρυγική αρμονία (Αριστοτ., ό.π. 1342b). Στη φρυγική αρμονία ταίριαζε περισσότερο το διατονικό μουσικό γένος (Αριστόξ. απ. 84), ένα σύστημα από τρία διαστήματα (ημιτόνιο, τόνος, τόνος) και τέσσερις φθόγγους.
[2] Για το πρώτο κείμενο έχει καταγραφεί στην επιγραφή η μελωδία των φωνητικών, ενώ για το δεύτερο η μουσική συνοδεία.  
[3] Η γιορτή της Πυθαΐδος συνίστατο από μια αθηναϊκή θεωρία (=ιερή πρεσβεία) στους Δελφούς, σταλμένη για να τιμήσει τον Απόλλωνα. Καθιερώθηκε μετά τη μάχη των Πλαταιών, εν μέρει με σκοπό να φέρει στην Αθήνα καινούργια φωτιά από τους Δελφούς, αφού οι αθηναϊκές είχαν μολυνθεί από την περσική εισβολή. Εντούτοις το γεγονός αυτό δεν αναφέρεται σε κανέναν από τους δύο ύμνους. Αντίθετα γίνεται και στους δύο μνεία της νίκης επί των Γαλατών εισβολέων στη Φωκίδα το 279/8 π.Χ., ένα γεγονός εγγύτερο χρονικά στην παράσταση των ύμνων και προφανώς θεωρούμενο ανάλογης σημασίας με τη νίκη εναντίον των Περσών. Οι γιορτές της Πυθαΐδος τελούνταν σε άτακτα χρονικά διαστήματα, ανάλογα με το αν παρατηρούνταν κεραυνοί πάνω στην Πάρνηθα (στο μέρος που ονομαζόταν Άρμα) από κάποιους ειδικούς αξιωματούχους, οι οποίοι ονομάζονταν Πυθαϊσταί και στέκονταν πλάι στην εσχάρα του Διός Αστραπαίου συγκεκριμένες μέρες του χρόνου (τρεις μέρες και τρεις νύχτες για τρεις συγκεκριμένους μήνες). Βλ. Στράβων 9, 2, 11. Την εποχή του Ευριπίδη (Ίων 283-5) φαίνεται ότι παρατηρούσαν για κεραυνούς τη βόρεια πλευρά της Ακρόπολης.
                Υπάρχουν καταγραφές για τις αθηναϊκές αποστολές κατά τον 4ο αιώνα, μετά όμως μεσολαβεί ένα κενό ως τις επιγραφές του θησαυρού των Αθηναίων στους Δελφούς, οι οποίες αφορούν τα έτη 138, 128, 106 και 98 π.Χ.
[4] Κυριότερες ομοιότητες: επίκληση στις Μούσες, άφιξη του Απόλλωνος στους Δελφούς, η αναφορά στον Παρνασσό, η αναφορά στους Αθηναίους τραγουδιστές, η εξόντωση από τον Απόλλωνα του δράκοντα Πύθωνα, η νίκη επί των Γαλατών σε χειμερινά συμφραζόμενα.
[5] Η γραφή ΑΘΗΝΑΙΟΣ της επιγραφής θα μπορούσε, ωστόσο, να είναι και δηλωτική εθνικότητας (=Αθηναίος)
[6] Άσμα που το έψελναν με ρυθμικές κινήσεις και συνοδεία αυλού κατά την προσέγγιση μιας πομπής στο ναό ή το βωμό του θεού.
[7] Ενν. οι Ελικωνιάδες Μούσες, κόρες του Δία (βλ. και Ησίοδος, Θεογ. 1). Ο Ελικών, τόπος αφιερωμένος στις Μούσες, εκτείνεται μεταξύ του Παρνασσού και του Κιθαιρώνα.
[8] Ο Φοίβος, ως γιος του Δία και της Λητούς, ήταν ετεροθαλής αδερφός των Μουσών.
[9] Η δίδυμη κορυφή των Δελφών (=Φαιδριάδες, δηλ. «λαμπροί βράχοι») αποτελεί παραδοσιακό μοτίβο στην ποίηση (βλ. π.χ. Ευρ., Ίων 1126-7, Βάκ. 307 / Σοφ., Αντ. 1126 κ.α.).
[10] Ο Πίνδαρος, Παιάν. 2, 96-102 και 6, 15-8 SM, αναφέρει ότι ένας χορός γυναικών γιορτάζει την άφιξη του Απόλλωνα στους Δελφούς. Πβ. τον ομηρικό ύμνο στον Απόλλωνα 445-6, Ευρ., Ίων 551. Υπήρχε κατά πάσα πιθανότητα μια ομάδα γυναικών στους Δελφούς (= Δελφίδες κόρες), οι οποίες ήταν υπεύθυνες για την τέλεση μιας ποικιλίας παραδοσιακών τελετών στους Δελφούς, όπως οι Δηλιάδες στη Δήλο.
[11] Δηλ. η φωτιά.
[12] Θυμιάματα προερχόμενα από την Αραβία. Πβ. Ηρόδ. 3, 107.
[13] Δηλ. στον Παρνασσό.
[14] Ενν. ο Πύθωνας που φύλαγε τους Δελφούς.
[15] Στα 280 π.Χ. στίφη Γαλατών, ενός Κελτικού φύλου, με επικεφαλής το Βρέννο, εισέβαλαν στη Θράκη και κατόπιν στην υπόλοιπη Ελλάδα νικώντας μάλιστα και το μακεδονικό στρατό σε μάχη το 279 π.Χ. Σ' εκείνη τη μάχη σκοτώθηκε και ο βασιλιάς της Μακεδονίας Πτολεμαίος Κεραυνός. Οι Γαλάτες επιχείρησαν να λεηλατήσουν τους Δελφούς, νικήθηκαν όμως από τους ενωμένους Έλληνες της κεντρικής Ελλάδας και αποχώρησαν στα βόρεια. Σε ανάμνηση αυτής της νίκης καθιερώθηκαν να γίνονται κάθε τέσσερα χρόνια τα Σωτήρια στους Δελφούς. Με τον καιρό η νίκη κατά των Γαλατών χαιρετίστηκε ως νίκη των Ελλήνων κατά των βαρβάρων γενικά και αποδόθηκε στη θαυματουργή επέμβαση του Απόλλωνα.
[16] Το υπόλοιπο κείμενο του παιάνα είναι εξαιρετικά κατεστραμμένο. Σε γενικές γραμμές ο παιάνας φαίνεται να έχει την ακόλουθη δομή: 1) Επίκληση προς τις Ελικωνιάδες Μούσες να ψάλλουν τον Απόλλωνα. 2) Αναφορά στην αθηναϊκή αποστολή και τις περιστάσεις του ύμνου. 3) Έπαινος του Απόλλωνα (μαντικές δυνάμεις, Πύθων, Γαλάτες). 4) Αποστροφή προς τον Απόλλωνα, προφανώς με σκοπό να ζητηθεί κάτι απ’ αυτόν. Το μέρος αυτό είναι κατεστραμμένο, αλλά οι μετρικές ενδείξεις των λέξεων που σώζονται υποδεικνύουν ότι ακολουθούσε ένα προσόδιο.

Σχόλια