Μια ιστορία συζυγικής πίστης στους Γαλάτες

      


Ανάμεσα στους τετράρχες που κυβερνούσαν τη Γαλατία  ήταν ο Σινόριξ και ο Σινάτος. Η γυναίκα του Σινάτου ήταν η Κάμμα, ιδιαίτερα  ονομαστή για την ομορφιά του σώματος και την αρετή της ψυχής της. Γιατί ήταν ιέρεια της Αρτέμιδος, την οποία οι Γαλάτες σέβονται ιδιαίτερα, κι έτσι ήταν πάντα μεγαλόπρεπα και  λαμπρά στολισμένη στις πομπές και στις θυσίες. Αυτήν ο Σινόριξ την ερωτεύτηκε, αλλά επειδή όσο ζούσε ο άνδρας της δεν είχε ελπίδα ούτε να την καταφέρει με την πειθώ, ούτε να την εξαναγκάσει, δολοφόνησε τον Σινάτο. Μετά από λίγο καιρό ζήτησε σε γάμο την Κάμμα. Εκείνη ως επί το πλείστον έφερνε αντιρρήσεις, καθώς όμως συγγενείς και φίλοι την πίεζαν και την φρόντιζαν υπερβολικά, υποκρίθηκε ότι συμφωνούσε και κανόνισε μαζί τους το εξής: «ας έρθει ο Σινόριξ  στο ιερό της Αρτέμιδος και μπροστά στη θέα ας κάνουμε τη συνομολόγηση του γάμου». Ήρθε ο Σινόριξ  και μαζί με αυτόν όλοι οι ευγενείς Γαλάτες, άνδρες και γυναίκες. Εκείνη τον υποδέχθηκε με φιλοφρονήσεις, τον οδήγησε κοντά στο βωμό και έκανε σπονδή από μια χρυσή φιάλη. Ήπιε ένα μέρος του ποτού η ίδια, ενώ το υπόλοιπο τον προέτρεψε να το πιει εκείνος. Αυτός σαν νυμφίος πλάι στη νύφη πήρε τη φιάλη και ήπιε με ευχαρίστηση. Το ποτό όμως ήταν από κρασί και μέλι ανακατωμένο με φαρμάκι. Εκείνη όταν τον είδε ότι είχε πιει, λάμποντας φώναξε δυνατά και προσκύνησε τη θεά λέγοντας: «σου χρωστώ χάρη, πολυτίμητη Άρτεμη, γιατί μου έδωσες την ευκαιρία μέσα στο δικό σου ιερό να πάρω εκδίκηση για τον άντρα μου, ο οποίος σκοτώθηκε άδικα  για μένα». Αφού τα είπε αυτά, αμέσως πέθανε και μαζί της πέθανε και ο γαμπρός δίπλα στο βωμό της θεάς.
(Πολύαινος, Στρατηγήματα 8.39.1)

Τῶν ἐν Γαλατίᾳ τετραρχῶν ἦσαν Σινόριξ καὶ Σινάτος. τοῦ Σινάτου γυνὴ κάλλει σώματος καὶ ἀρετῇ ψυχῆς εὐκλεεστάτη Κάμμα· καὶ γὰρ ἦν Ἀρτέμιδος ἱέρεια͵ ἣν μάλιστα Γαλάται σέβουσι͵ καὶ ἦν ἔν τε πομπαῖς καὶ θυσίαις ἀεὶ μεγαλοπρεπῶς καὶ σεμνῶς κεκοσμημένη. ταύτης ἐρᾷ Σινόριξ· καὶ ζῶντος τοῦ ἀνδρὸς οὔτε πείσειν ἐλπίζων οὔτε βιάσεσθαι τὸν Σινάτον ἐδολοφόνησεν͵ οὐκ εἰς μακρὰν δὲ Κάμμαν ἐμνᾶτο. ἡ δὲ ἐπὶ πλεῖστον μὲν ἀντέλεγεν͵ οἰκείων δὲ καὶ φίλων ἐγκειμένων καὶ λιπαρῶς θεραπευόντων ὑπεκρίνατο συγκατατίθεσθαι. καὶ δὴ συνέθεντο· «ἡκέτω Σινόριξ εἰς τὸ ἱερὸν τῆς Ἀρτέμιδος͵ καὶ παρὰ τῇ θεῷ τὰς συνθήκας τοῦ γάμου ποιησώμεθα.» ἧκε Σινόριξ καὶ σὺν αὐτῷ πάντες ὅσοι Γαλατῶν ἐντελεῖς͵ ἄνδρες καὶ γυναῖκες. ἡ δὲ φιλοφρόνως αὐτὸν δεξαμένη προσάγει τῷ βωμῷ καὶ ἀπὸ χρυσῆς φιάλης ἔσπεισε καὶ τὸ μὲν ἐξέπιεν αὐτὴ͵ τὸ δὲ ἐκεῖνον ἐκέλευσεν αὐτὸν πιεῖν. ὁ δὲ οἷα δὴ νυμφίος παρὰ νύμφης λαβὼν ἡδέως πίνει· τὸ δὲ ποτὸν ἄρα ἦν μελίκρατον πεφαρμαγμένον. ἡ δὲ πεπωκότα ὡς εἶδεν͵ λαμπρὸν ἀνωλόλυξε καὶ τὴν θεὸν προσεκύνησεν εἰποῦσα «χάριν οἶδά σοι͵ ὦ πολυτίμητε  Ἄρτεμι͵ ὅτι μοι παρέσχες ἐν τῷ σῷ ἱερῷ δίκας ὑπὲρ τοῦ ἀνδρὸς λαβεῖν ἀδίκως δι΄ ἐμὲ ἀναιρεθέντος». ταῦτα εἰποῦσα παραχρῆμα αὐτή τε ἀπέθνησκε͵ καὶ ὁ νυμφίος αὐτῇ συναπέθνησκε παρὰ τῷ βωμῷ τῆς θεοῦ.


Σχόλια