Το επίγραμμα από την αρχαϊκή στην ελληνιστική εποχή


Το επίγραμμα, όπως υποδεικνύει και το όνομά του, αποτελεί είδος του γραπτού λόγου, συχνά σε ποιητική μορφή. Από τον 8ο και 7ο αιώνα π.Χ. τα επιγράμματα, ανάμεσα στα αρχαιότερα παραδείγματα γραφής στο ελληνικό αλφάβητο, χαράσσονται σε ταφικά μνημεία, προκειμένου να μνημονεύσουν τους νεκρούς, και σε αναθήματα, για να εξηγήσουν το λόγο της αφιέρωσης. Πολυάριθμα λεκτικά και μετρικά στοιχεία δείχνουν ότι τα επιγράμματα, συνθεμένα πρώτα σε εξάμετρο στίχο και μετά σε ελεγειακά δίστιχα, αντλούν από την παραδοσιακή γλώσσα που απαντά και στην επική και ελεγειακή ποίηση. Μολονότι τα αρχαϊκά επιγράμματα είναι ανάμεσα στα παλαιότερα παραδείγματα γραπτού αλφαβητικού λόγου και έχουν κάποια συγγένεια με την περιστασιακή προφορική ποιητική σύνθεση (λ.χ. τα συμποτικά ποιήματα), εντούτοις θεωρούνταν από την πρώιμη ελληνική κουλτούρα κατώτερα από αισθητική άποψη σε σχέση με την επική, την λυρική ή την ελεγειακή ποίηση, όπως ο τεχνίτης θεωρούνταν κατώτερος από τον καλλιτέχνη. Η γραπτή φύση του επιγράμματος από μόνη της το τοποθετούσε στις κατώτερες τέχνες, στην κατηγορία του διακοσμητικού και του τετριμμένου. Κατά την περίοδο αυτή λογοτεχνικά έργα ανώτερης αξίας αποκτούσαν γραπτή μορφή για μνημονικούς λόγους, δηλαδή για την επόμενη προφορική εκτέλεση. Αντίθετα το επίγραμμα προοριζόταν εξαρχής όχι για δημόσια εκτέλεση, αλλά για ιδιωτική ανάγνωση, κάθε φορά που κάποιος περαστικός, του οποίου η περιέργεια εξαπτόταν από το μνημείο ή το αφιέρωμα, διάβαζε μαζί και την επιγραφή που το συνόδευε. Αν και η μοναχική ανάγνωση ενός επιγράμματος προοικονομεί την εμπειρία των μεταγενέστερων αναγνωστών βιβλίων, ωστόσο μέσα στο πλαίσιο της κατεξοχήν προφορικής αρχαϊκής κουλτούρας, τα επιγράμματα αξιολογούνταν περισσότερο για την πρακτική τους λειτουργία ως μέσων εγκωμίου και ανάμνησης παρά ως λογοτεχνικά αντικείμενα. Η αυτόνομη λογοτεχνικότητα του επιγράμματος περιοριζόταν περαιτέρω από την αδιάρρηκτη σχέση μεταξύ του επιγράμματος και του έργου τέχνης του οποίου αποτελούσε τμήμα: η αισθητική αποτίμηση του αναγνώστη εξαρτώνταν όχι μόνο από τη λογοτεχνική αξία του ίδιου του επιγράμματος, αλλά ακόμη και από στοιχεία όπως η ποιότητα των γραμμάτων της επιγραφής ή η αισθητική αξία του έργου τέχνης ή του μνημείου. Όσο καιρό το επίγραμμα περιοριζόταν στο μνημείο του, αποκλειόταν από τον στίβο της προφορικής αξιολόγησης, όπου η ποίηση αποκτούσε αξία και κύρος από την εκτέλεση και την επανεκτέλεση μπροστά σε ένα δημόσιο ακροατήριο.

Μόνο στην αρχή της ελληνιστικής περιόδου το επίγραμμα αναδύεται ως απόλυτα αυτόνομη λογοτεχνική μορφή. Μάλιστα γίνεται το αγαπημένο εργαλείο των ποιητών που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της λογοτεχνικής νεωτερικότητας. Ορισμένοι ποιητές, όπως ο Ποσείδιππος και ο Λεωνίδας, ήταν γνωστοί κυρίως ως επιγραμματοποιοί, ενώ ποιητές όπως ο Καλλίμαχος και ο Θεόκριτος συνέθεσαν πλήθος επιγραμμάτων. Το επίγραμμα αποτελεί από πολλές απόψεις το χαρακτηριστικότερο ίσως ποιητικό είδος της ελληνιστικής εποχής. Εξαιτίας της συντομίας και της λιτότητας των εκφραστικών μέσων, της σχέσης του με το προσωπικό και το συγκεκριμένο, ταιριάζει με την καλλιμάχεια αισθητική προτίμηση για τη μινιατούρα, την υπαινικτικότητα και την αποσπασματικότητα. Ο όρος ὀλιγοστιχίη που χρησιμοποίησε αργότερα ο Φίλιππος από τη Θεσσαλονίκη (Παλ. ανθ. 4.2.6) απηχεί τον προγραμματικό όρο που χρησιμοποίησε ο ίδιος ο Καλλίμαχος για τη δική του σύντομη ποίηση (ὀλιγίστιχος, απ. 1.9 Pf.). Η ψευδαίσθηση της επιγραφής που διατηρείται σε πολλά λογοτεχνικά επιγράμματα αυτής της εποχής αποτελούσε ακόμη ένα μέσο προσέλκυσης των αναγνωστών σε μια εποχή που κυριαρχούνταν από το βιβλίο. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι έπαψαν να γράφονται επιγράμματα που προορίζονταν πράγματι για χάραξη, αλλά η συντριπτική πλειοψηφία πια προοριζόταν εξαρχής για ποιητικές συλλογές, ακόμη κι αν ορισμένα από αυτά μπορεί να εκτελούνταν για πρώτη φορά λ.χ. σε συμπόσια, παίρνοντας τη θέση των παλαιών σκολίων.
Η δημιουργία των πρώτων συλλογών επιγραμμάτων στην ελληνιστική εποχή πρέπει να έθεσε το ζήτημα της κατάλληλης έκτασης μιας τέτοιας συλλογής. Το επίγραμμα από τη φύση της συντομίας του πρέπει να περικλείσει όλο το νόημά του σε ελάχιστους στίχους. Έτσι το κάθε ποίημα αποτελεί μια μεμονωμένη νησίδα που έλκει έντονα την προσοχή του αναγνώστη, ακόμη κι αν εγκλείεται ανάμεσα σε ποιήματα με παρόμοια θεματική. Η πυκνότητα αυτή μπορεί να οδηγήσει σε έναν ορισμένο κορεσμό τον αναγνώστη, ο οποίος σε κάθε νέο επίγραμμα πρέπει να ξεκινά εξαρχής την αναζήτηση του νοήματος, αντίθετα με την συνέχεια που χαρακτηρίζει λ.χ. μια εκτενή επική σύνθεση. Ο Μαρτιάλης αναγνώρισε το γεγονός αυτό και συνιστά μια συλλογή επιγραμμάτων να μην ξεπερνά τα 100 ποιήματα, ενώ ενθαρρύνει και τον αναγνώστη να επιλέγει ανάμεσα στο σύνολο των ποιημάτων. Ωστόσο το πρώιμο ελληνιστικό ποιητικό βιβλίο έφτανε το μέγιστο όριο των 2000 στίχων, ξεπερνώντας κατά πολύ τις οδηγίες του Μαρτιάλη, στην εποχή του οποίου (1ος αιώνας μ.Χ.) το όριο είχε πέσει γύρω στους 1000 στίχους. Πράγματι η συλλογή του Ποσείδιππου που ανευρέθη πριν από μερικές δεκαετίες ξεπερνά τα 100 ποιήματα και σώζεται εμφανώς ανολοκλήρωτη, ενώ ο Στέφανος του Μελέαγρου περιλάμβανε τόμους με περίπου 300 επιγράμματα.


υντομευμένη μετάφραση από το Kathryn J. Gutzwiller, Poetic Garlands: Hellenistic Epigrams in Context, University of California Press 1998]

Σχόλια