Αισχύλος: ο διδάσκαλος της δημοκρατίας


       Ο Αισχύλος γεννήθηκε στα 525/4 π.Χ. στην Ελευσίνα από αριστοκρατική οικογένεια, συνεπώς ως νέος γνώρισε και την τυραννίδα της οικογένειας των Πεισιστρατιδών, αλλά και την ιστορικής σημασίας ανάδυση της νέας δημοκρατικής πολιτικής τάξης στην Αθήνα υπό την καθοδήγηση του Κλεισθένη. Σύμφωνα με τη Σούδα (λήμμα Πρατίνας) ο Αισχύλος διαγωνίστηκε για πρώτη φορά στο θέατρο κατά την 70η Ολυμπιάδα (499-496 π.Χ.) έχοντας ως αντιπάλους τον Πρατίνα και το Χοιρίλο. Την πρώτη του νίκη, ωστόσο, θα την κερδίσει σε αρκετά μεγάλη ηλικία, στα Μεγάλα Διονύσια του 484 π.Χ. (Πάριο μάρμαρο 50).  Ορισμένοι μελετητές θεωρούν ότι ίσως να μην είναι τυχαίο το γεγονός ότι η πρώτη αυτή νίκη κερδήθηκε ακριβώς τη δεκαετία που σημειώνεται η πρώτη μεγάλη ακμή της πολιτικής σταδιοδρομίας του Θεμιστοκλή.[1]

            O Αισχύλος έζησε από κοντά τις δυσκολίες, αλλά και τον τελικό θρίαμβο των Ελλήνων στους Περσικούς Πολέμους. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι έλαβε μέρος στη μάχη του Μαραθώνα και τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, ενώ είναι αβέβαιο αν αληθεύουν οι πληροφορίες ότι συμμετείχε επίσης στους αγώνες στο Αρτεμίσιο και τις Πλαταιές. Το επιτάφιο επίγραμμα που σώζεται με το όνομά του (Βίος Αισχ. 11) επιβεβαιώνει τη συμμετοχή του στη μάχη του Μαραθώνα.  Ακόμη και αν δεν είναι γνήσιο, ωστόσο μπορεί να προέρχεται από κάποιο μέλος της οικογένειάς του που ήξερε από πρώτο χέρι τη σκέψη του ίδιου του ποιητή: δε γίνεται καμιά αναφορά στην τέχνη, μόνο στη συνεισφορά του στους αγώνες της πατρίδας, γεγονός που αποκλείει την πιθανότητα το επίγραμμα να έχει συντεθεί πολύ μετά το θάνατο του τραγωδού, όταν φυσικά το όνομά του ήταν πια συνδεμένο προπάντων με το λογοτεχνικό είδος που υπηρέτησε.

          Ο Αισχύλος ταξίδεψε στη Σικελία τουλάχιστον δύο φορές, αλλά πιθανότατα και αρκετές ακόμα. Προσκεκλημένος του τυράννου των Συρακουσών Ιέρωνος ανέβασε στο νησί δύο έργα του, μια δεύτερη παράσταση των Περσών και τις Αιτναίες. Ο Ιέρων αρεσκόταν στο να προσκαλεί σπουδαίους ποιητές στην αυλή του και φιλοδοξούσε να συνδέσει τη νίκη του εναντίον των Καρχηδονίων στην Ιμέρα με τις νίκες των Ελλήνων της κυρίως Ελλάδας εναντίον των Περσών σε μια γενικότερη κίνηση απώθησης των βαρβάρων από τους Έλληνες. Έτσι εξηγείται η παράσταση των Περσών στη Σικελία, αλλά και η συναναφορά στις νίκες της Σαλαμίνας, των Πλαταιών και της Ιμέρας στον 1ο Πυθιόνικο του Πινδάρου, ο οποίος υμνούσε τη νίκη του Ιέρωνος στην αρματοδρομία στα Πύθια. Ωστόσο η παραμονή του Αισχύλου στη Σικελία του Ιέρωνα δεν πρέπει να εκληφθεί ως εκδήλωση θαυμασμού για την τυραννία, αφού πλήθος καλλιτεχνών συνέρρεαν εκείνη την εποχή στην αυλή του τυράννου, ανάμεσά τους ο Πίνδαρος, ο Σιμωνίδης, ο Βακχυλίδης, o Ξενοφάνης, ο Φρύνιχος.

            Την πρώτη ξεκάθαρη ένδειξη για τις πολιτικές προτιμήσεις του Αισχύλου την αντλούμε από το γεγονός του ανεβάσματος των Περσών στα Μεγάλα Διονύσια του 472 π.Χ. Το ίδιο το θέμα του έργου, η ναυμαχία της Σαλαμίνας, φαίνεται να συνδέεται άμεσα με την πολιτική συγκυρία της εποχής: η παράσταση ενός δράματος με περιεχόμενο τη νίκη των Ελλήνων στη Σαλαμίνα δυνητικά ήταν πάντα μια διαφήμιση της προσφοράς του Θεμιστοκλή στην πόλη του και στον αγώνα όλων των Ελλήνων. Επιπλέον ο Θεμιστοκλής είχε την ανάγκη μιας τέτοιας προβολής στα τέλη της δεκαετίας 480-470, αφού κατά την εποχή αυτή διαπιστώνεται μια πτώση της δημοτικότητας του πολιτικού με την απειλή οστρακισμού σε βάρος του. Μοιάζει, λοιπόν, η τραγωδία αυτή να γράφτηκε με στόχο την υπεράσπιση (ή έστω την προβολή) του Θεμιστοκλή. Το ανέβασμα μιας τραγωδίας με θέμα από την πρόσφατη ιστορία μπορούσε δυνητικά να αποδειχθεί επικίνδυνη υπόθεση για έναν τραγωδό και οι Πέρσες αποτελούν μια από τις σπάνιες περιπτώσεις που ανέβηκε έργο με ιστορικό περιεχόμενο στο αρχαίο ελληνικό θέατρο. Η ανάληψη ενός τέτοιου εγχειρήματος πάντα ενείχε τον κίνδυνο της υπερβολικής ταύτισης με την τρέχουσα πολιτική και ιστορική συγκυρία, όπως φανερώνει η ιστορία της τιμωρίας που επιβλήθηκε στο Φρύνιχο για τη Μιλήτου Άλωση.

         Οι Πέρσες μπορεί να συνδέονταν και με έναν άλλο, πιο έμμεσο τρόπο, με το Θεμιστοκλή και τον κύκλο του: η αρχή του έργου μιμούνταν τους εναρκτήριους στίχους των Φοινισσών του Φρυνίχου. Το 476 π.Χ. ο ίδιος ο Θεμιστοκλής ήταν πιθανώς χορηγός του Φρύνιχου σε μια παραγωγή για τους Περσικούς Πολέμους που τόνιζε τη νίκη της Σαλαμίνας, μέγιστο κατόρθωμα του Θεμιστοκλή. Εδώ μπορεί να προστεθεί και το γεγονός ότι χορηγός του Αισχύλου στην παράσταση των Περσών υπήρξε ο Περικλής (IG ii2 2318), ένας νέος τότε πολιτικός, ο οποίος έκανε ίσως μ’ αυτό τον τρόπο την πρώτη του δημόσια εμφάνιση. Η ανάληψη της χορηγίας ενός δράματος με τέτοιο περιεχόμενο από τον Περικλή ίσως υποδηλώνει την επιθυμία του να παρουσιαστεί ως μελλοντικός σύμμαχος-διάδοχος του Θεμιστοκλή στην ηγεσία της παράταξης των δημοκρατικών.

         Πέρα από τη γενική αυτή θέση, ορισμένες λεπτομέρειες του έργου φαίνεται ότι έχουν σχεδιαστεί επίτηδες, για να οδηγούν το θεατή συνειρμικά στη θύμηση του Θεμιστοκλή και των επιτυχιών του κατά τα Περσικά. Η περιγραφή από τον αγγελιαφόρο της εξαπάτησης του Ξέρξη από έναν Αθηναίο στη ναυμαχία της Σαλαμίνας (Πέρσες 353-363) δίχως αμφιβολία έφερνε στο νου των συμπολιτών του το μεγάλο πολιτικό: το όνομα αυτού που αποκαλείται στον Αισχύλο απλά ἀνὴρ Ἕλλην ἐξ Ἀθηναίων στρατοῦ (355) το μαθαίνουμε φυσικά από τον Ηρόδοτο (8.75), όπου όμως πληροφορούμαστε επίσης ότι ο Θεμιστοκλής έστειλε ως αγγελιαφόρο στους Πέρσες το δούλο του Σίκιννο. Όπως ορθά έχει επισημανθεί το γεγονός ότι ο Αισχύλος παραλείπει την αναφορά στο Σίκιννο δίνει μεγαλύτερη έμφαση στο ότι ο Θεμιστοκλής ήταν ο πραγματικός επινοητής του τεχνάσματος.

          Ένα δεύτερο σημείο του έργου που παραπέμπει με βεβαιότητα στην προσφορά του Θεμιστοκλή στην πατρίδα του μπορεί να εντοπιστεί στους στίχους 237-238, όπου ο χορός απαντώντας στην ερώτηση της βασίλισσας για τις πηγές πλούτου των Αθηναίων μνημονεύει την ύπαρξη φλέβας αργύρου. Ο Αισχύλος θυμίζει εδώ στους θεατές του ένα γεγονός που το γνωρίζουμε αναλυτικά και πάλι από τον Ηρόδοτο (7.144 –πβ. Πλούτ., Θεμ. 4): το 483 π.Χ., πριν ακόμη από την έναρξη της εκστρατείας του Ξέρξη, οι Αθηναίοι ηγέτες ήταν έτοιμοι να μοιράσουν στους πολίτες ένα ποσό που αναλογούσε στον καθένα από την εύρεση μιας φλέβας αργύρου στο Λαύριο. Με την ιδιοφυή, όμως, παρέμβαση του Θεμιστοκλή τελικά τα χρήματα αξιοποιήθηκαν για την κατασκευή στόλου διακοσίων πλοίων με πρόφαση τον πόλεμο κατά της Αίγινας. Τα πλοία αυτά ήταν που έπαιξαν τόσο καθοριστικό ρόλο στην ήττα των Περσών. Δεν μπορούμε να αποφύγουμε το συμπέρασμα ότι πρόθεση του Αισχύλου ήταν να θυμίσει στους συμπολίτες του την προορατικότητα του Θεμιστοκλή, την ικανότητά του να χειραγωγεί το πλήθος προς το βέλτιστο για την πατρίδα στόχο και το γεγονός ότι η Αθήνα (και η Ελλάδα) σ’ αυτόν χρωστούσε το πανίσχυρο ναυτικό της.

         Όμως και οι στίχοι 347-349 φαίνεται ότι έχουν σχεδιαστεί, για να παραπέμπουν στο Θεμιστοκλή και τη δράση του. Εκεί ο αγγελιαφόρος βεβαιώνει τη βασίλισσα ότι όσο υπάρχουν άνδρες στην Αθήνα η πόλη θα είναι απόρθητη. Από τον Ηρόδοτο (8.61) γνωρίζουμε ότι ο Αδείμαντος ο Κορίνθιος περιγέλασε τους Αθηναίους, επειδή μετά την κατάληψη της Αθήνας από τους Πέρσες δεν είχαν πια πατρίδα, αλλά είχαν διασκορπιστεί ως πρόσφυγες σε διάφορα μέρη. Ο Θεμιστοκλής τότε του απάντησε ότι οι Αθηναίοι θα έχουν μια πατρίδα μεγαλύτερη από την Κόρινθο όσο διαθέτουν διακόσια πλοία γεμάτα με άνδρες. Επίσης πρέπει να σημειωθεί ότι τόσο η φρασεολογία του αγγελιαφόρου (ἕρκος ἀσφαλές) όσο και αυτή της βασίλισσας (ἀπόρθητος πόλις) θυμίζουν τη φρασεολογία του χρησμού για το «ξύλινο τείχος» που δόθηκε από τους Δελφούς στους Αθηναίους πριν από τη μάχη στη Σαλαμίνα (Ηρόδ. 7.141). Όπως είναι γνωστό, ο Θεμιστοκλής ερμήνευσε «σωστά» το χρησμό προτρέποντας τους Αθηναίους να θεωρούν ως «ξύλινο τείχος» τα πλοία τους.

         Εξάλλου η έμφαση που δίνεται στους Πέρσες στο ρόλο της θάλασσας και των πλοίων δεν μπορεί να είναι άσχετη με την ναυτική πολιτική, στην οποία επέμενε ο Θεμιστοκλής ως απαραίτητο εφόδιο για την Αθήνα, προκειμένου να αντιμετωπίσει την Περσία και αργότερα τη Σπάρτη.[2] Σχετικό με τα παραπάνω είναι το γεγονός ότι, ενώ η μάχη της Σαλαμίνας, δηλαδή ο θρίαμβος του Θεμιστοκλή, διαπερνά ολόκληρο το έργο, ο Μαραθώνας, δηλαδή η νίκη του Μιλτιάδη, του πατέρα του Κίμωνα, αναφέρεται άμεσα μόνο μια φορά (474-475) και έμμεσα δύο (236, 244).

       Με τις Ευμενίδες του 458 π.Χ. περνάμε σε μια διαφορετική πολιτικά εποχή, κατά την οποία οι παλιοί πρωταγωνιστές (Θεμιστοκλής, Αριστείδης, Κίμων) έχουν εκλείψει ή είναι εξόριστοι. Από την ηχώ διάφορων ιστορικών συμβάντων που κατά καιρούς έχουν εντοπιστεί στο έργο αξίζει να σχολιάσουμε σύντομα τον αντίλαλο δύο σημαντικών πολιτικών εξελίξεων, οι οποίες συνέβησαν στα τέλη της δεκαετίας 470-460. Η πρώτη απ’ αυτές τις εξελίξεις είναι η στροφή της αθηναϊκής εξωτερικής πολιτικής μακριά από την κιμώνειας έμπνευσης συνεργασία με τη Σπάρτη προς μια συμμαχία με το Άργος, τον κύριο αντίπαλο της τελευταίας στην Πελοπόννησο, την οποία προωθούσαν οι δημοκρατικοί (Θουκ. 1.102.4, Παυσ. 4.24.6-7). Η στροφή της Αθήνας ενάντια στη Σπάρτη και η συμμαχία με το Άργος μπορεί να υπήρξε βασική πολιτική γραμμή ήδη του Θεμιστοκλή.[3] Στις Ευμενίδες ο Ορέστης (ή ο Απόλλων εκ μέρους του) υπόσχονται αιώνια συμμαχία του Άργους με την Αθήνα (βλ. κυρίως στ. 287-291, 667-673, 762-774).[4]

       Η δεύτερη σημαντική εξέλιξη της εποχής είναι οι συνταγματικές μεταρρυθμίσεις των δημοκρατικών που αποδυνάμωσαν τον αριστοκρατικό Άρειο Πάγο, αποδίδοντας τις εξουσίες του στην Εκκλησία του Δήμου και τα λαϊκά δικαστήρια. Στις Ευμενίδες ο Άρειος Πάγος προικίζεται από την Αθηνά με εκείνες ακριβώς τις εξουσίες που του απέμειναν μετά τη δημοκρατική μεταρρύθμιση: δε θα μπορούσε να υπάρξει εναργέστερη πολιτική τοποθέτηση από αυτόν τον καθαγιασμό των μεταρρυθμίσεων με την απόδοσή τους στην πολιούχο της πόλης των Αθηνών.

          Η πολιτική φιλία που συνέδεε τον Αισχύλο με τη δημοκρατική παράταξη κρύβεται πιθανώς και πίσω από την ιστορία τής νίκης του Σοφοκλή (μπροστά σε ένα διχασμένο κοινό) σε βάρος του Αισχύλου με τη βοήθεια του Κίμωνα, την οποία αφηγείται ο Πλούταρχος (Κίμων 8.8-9) σε σχέση με τα Μεγάλα Διονύσια του 468 π.Χ. Δεν αποκλείεται ο Κίμωνας και οι συντηρητικοί οπαδοί του να προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν τον νέο αστέρα της δραματικής ποίησης ως αντίβαρο στη δημοφιλία του Αισχύλου, ο οποίος υποστήριζε πολιτικά τον Περικλή και τους δημοκρατικούς κύκλους.

          Κάποια βαθύτερη σχέση με τις πολιτικές διασυνδέσεις του Αισχύλου μπορεί να κρύβεται πίσω από την ανεκδοτολογικού τύπου ιστορία ότι ο τραγωδός κατηγορήθηκε επίσημα ή ανεπίσημα για αποκάλυψη στοιχείων των Ελευσινίων Μυστηρίων. Σύμφωνα με τον Ηρακλείδη από τον Πόντο (Σ Αριστοτ. 1111a8-11) o Αισχύλος κινδύνεψε να δολοφονηθεί επί σκηνής, ερμηνεύοντας κάποιο ρόλο σε δικό του έργο, αλλά κατέφυγε στο βωμό του Διονύσου, ενώ στη δίκη που διεξήχθη στον Άρειο Πάγο αθωώθηκε χάρη στην επίκληση της γενναιότητας που επέδειξε ο ίδιος και ο αδερφός του Κυνέγειρος στη μάχη του Μαραθώνα. Στην ιστορία αυτή δεν αποκλείεται να υπάρχει κάποια θολή ιστορική βάση: καθώς η σχέση του Αισχύλου με την παράταξη των δημοκρατικών ήταν γνωστή, κάποιος οπαδός του Κίμωνα, σε κίνηση αντιπερισπασμού, μπορεί να προσπάθησε να πλήξει τους δημοκρατικούς κατευθύνοντας τα βέλη του εναντίον κάποιου καλλιτέχνη που ήταν γνωστός ως ενεργός υποστηρικτής τους. Μερικές δεκαετίες αργότερα ο Περικλής δέχτηκε παρόμοιες επιθέσεις εναντίον φίλων του που δεν ήταν ενεργοί πολιτικοί, όπως ο Δάμων, ο Αναξαγόρας, ο Φειδίας και η Ασπασία.

      Δεν ξέρουμε αν πρέπει να συνδέσουμε όσα αναφέρει ο Ηρακλείδης με την αναφορά του Αριστοφάνη στους Βατράχους (807) για κάποια διάσταση ανάμεσα στον Αισχύλο και το κοινό του. Δεν ξέρουμε επίσης αν το γεγονός ότι ο Αισχύλος πέθανε και τάφηκε στη Γέλα σχετίζεται με κάποια πολιτική δίωξη του ποιητή: η ταφή στην Αθήνα απαγορευόταν για όσους είχαν υποστεί οστρακισμό. Μπορούμε να θυμηθούμε εδώ το ανέκδοτο (Βίος Αισχ. 10) ότι ο Αισχύλος πέθανε από το όστρακο μιας χελώνας που τον χτύπησε στο κεφάλι και την προειδοποίηση που είχε δεχτεί ο ποιητής με τη μορφή χρησμού: οὐράνιόν σε βέλος κατακτανεῖ. Θυμόμαστε επίσης το ανέκδοτο ότι δήθεν κάποιες γυναίκες απέβαλαν στη θέα των Ερινυών (Βίος Αισχ. 9), ανέκδοτο που πιθανώς υπαινίσσεται κάποια εκ των υστέρων υποκινούμενη αντίδραση απέναντι στο έργο.  Αν όλες αυτές οι σκόρπιες ιστορίες έχουν κάποια σχέση μεταξύ τους, τότε θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι η παράσταση της Ορέστειας πιθανώς ενόχλησε τους αριστοκρατικούς κύκλους, οι οποίοι επεδίωξαν και πέτυχαν την απομάκρυνση του ποιητή από την Αθήνα.

…………………………………………….

[1] H αυξημένη επιρροή του Θεμιστοκλή στα καλλιτεχνικά δρώμενα των Μεγάλων Διονυσίων μπορεί πιθανώς να ανιχνευτεί και στην εισαγωγή της λαϊκότροπης κωμωδίας στο πρόγραμμα του διαγωνισμού. Μόνο πολύ αργότερα οι συντηρητικοί κύκλοι θα σφετεριστούν την κωμωδία και θα την χρησιμοποιήσουν ως όπλο ενάντια στους πολιτικούς επιγόνους του Θεμιστοκλή όπως ο Περικλής και ο Κλέων.

[2] Βλ. ενδεικτικά τους στίχους 272-273, 278-279, 337-343, 374-434, 560-563, 962-966 κ.α.

[3] Σύμφωνα με τον Πλούταρχο (Θεμ. 20) ήδη από το 479 π.Χ. ο Θεμιστοκλής προσπάθησε να δημιουργήσει γέφυρες προς το Άργος, όταν το υπερασπίστηκε από την πατριωτική εκδικητικότητα των υπόλοιπων Ελλήνων για την ουδέτερη στάση της πόλης αυτής στα Μηδικά. Ίσως από εκείνη την εποχή ο μεγάλος πολιτικός να έβλεπε μια δυνητικά αντισπαρτιατική συμμαχία με το Άργος.

[4] Εδώ μπορούμε να προσθέσουμε ότι η μεταφορά της έδρας του Αγαμέμνονα στην Ορέστεια από τις Μυκήνες, όπου την τοποθετεί ο Όμηρος, στο Άργος, αποτελεί πιθανώς εσκεμμένη τροποποίηση του μύθου από τον Αισχύλο, για να έχει τη δυνατότητα να παραπέμψει στη συμμαχία Άργους και Αθήνας. Οι Μυκήνες είχαν καταστραφεί από τους Αργείους κάποια στιγμή στη δεκαετία 470-460. Ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης αποκαλούν την πρωτεύουσα του Αγαμέμνονα εναλλακτικά Άργος ή Μυκήνες, αλλά ο Αισχύλος αποφεύγει εντελώς να ονομάσει τις δεύτερες στην Ορέστεια.


Σταύρος Γκιργκένης