FERNANDO DE VILLENA -5 ΠΟΙΗΜΑΤΑ



(ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΣΤΑΥΡΟΣ ΓΚΙΡΓΚΕΝΗΣ)

CARIÁTIDES DEL ERECTIÓN

            No nos gusta el latir de este museo;
sus muros de hormigón son insufribles,
tanto como los trajes uniformes
de quienes lo custodian.
¡Demasiado perfecto
y en miras al negocio!

            Definitivamente no nos gusta
su pretendida perfección ridícula
y, desde luego, odiamos
esos rayos de láser
con los que nos despojan
de la digna apariencia
que nos dieron los siglos.

            Queremos presidir desde la Acrópolis,
como siempre lo hicimos,
el paso de las gentes.
Añoramos el cielo azul de Atenas,
sus noches misteriosas
y el olor de la lluvia
que a veces nos llegaba racheada.

Escuchad nuestras voces
aunque tanto semejen el silencio.
¡No queremos seguir en este sitio!
Nos hiere la nostalgia de la vida.

ΚΑΡΥΑΤΙΔΕΣ ΤΟΥ ΕΡΕΧΘΕΙΟΥ

Δεν μας αρέσει ο ρυθμός αυτού του μουσείου.
οι τσιμεντένιοι του τοίχοι είναι ανυπόφοροι,
όσο και οι ομοιόμορφες στολές
εκείνων που το φυλάγουν.
Υπέρμετρα τέλειο
και με το βλέμμα στην επιχείρηση!

Σίγουρα δεν μας αρέσει
η προσποιητή γελοία του τελειότητα
και, φυσικά, μισούμε
αυτές τις ακτίνες λέιζερ
με τις οποίες μας αφαιρούν
την αξιοπρεπή εμφάνιση
που μας έδωσαν οι αιώνες.

Θέλουμε να διευθύνουμε από την Ακρόπολη,
όπως πάντα το κάναμε,
το πέρασμα των ανθρώπων.
Λαχταρούμε τον γαλάζιο ουρανό της Αθήνας,
τις μυστηριώδεις νύχτες της
και τη μυρωδιά της βροχής
που μερικές φορές μας ερχόταν ραγδαία.

Ακούστε τις φωνές μας
αν και τόσο μοιάζουν με τη σιωπή.
Δεν θέλουμε να συνεχίσουμε σ’ αυτόν τον τόπο!
Μας πληγώνει η νοσταλγία της ζωής.


ARRUGAS

            Me gustan las arrugas de mi frente,
renglones de la historia de mi historia,
capítulos del sur de mi memoria,
si no rayos de un sol en occidente.

            Surcos son pues la tierra ya presiente
esta tierra de pie –germen y escoria-
que soy yo, prisionero en ciega noria
de sueños y fracasos al presente.

            Me gustan pues las tengo por reflejo
de una vida pletórica de vidas
o por nobles medallas de heroísmo.

            Las miro con orgullo en el espejo
como aves con las alas extendidas
después de un alto vuelo hacia mí mismo.

ΡΥΤΙΔΕΣ

Μου αρέσουν οι ρυτίδες του μετώπου μου,
γραμμές της ιστορίας της ιστορίας μου,
κεφάλαια του νότου της μνήμης μου,
αν όχι ακτίνες ενός ήλιου στα δυτικά.

Αυλακώσεις είναι επομένως η γη που ήδη προαισθάνεται
αυτή η όρθια γη –μικρόβιο και σκουριά-
που είμαι εγώ, κρατούμενος σε τυφλό τροχό
των ονείρων και των αποτυχιών στο παρόν.

Μου αρέσουν επειδή τις έχω ως αντανάκλαση
μιας ζωής γεμάτης ζωές
ή ως ευγενή μετάλλια ηρωισμού.

Τις κοιτάω με υπερηφάνεια στον καθρέφτη
σαν πουλιά με τεντωμένα φτερά
μετά από μια μεγάλη πτήση προς τον εαυτό μου.

INVISIBLE

    Porque está sola una tarde amplia de domingo,
porque no se gusta a sí misma,
porque los hombres solamente se fijan
en los cuerpos hermosos
y nada les importa
más allá de la pura superficie,
por ello sí, por todo ello
corre ahora, un poco avergonzada,
por las zonas del parque más tranquilas,
y corre con su atuendo deportivo
y sueña que algún día
dejará las gafas en su casa,
se arreglará el cabello,
se pintará labios y ojos
y, convertida en otra,
saldrá al fin a la calle
con la seguridad que hoy le falta.

    Porque ella necesita
esta amplia tarde de domingo
no ser tan invisible,
oír unas palabras de ternura
y acaso ser besada
como lo son aquéllas
que van y vienen felices y arrogantes.

ΑΟΡΑΤΗ

   Επειδή είναι μόνη ένα μεγάλο κυριακάτικο απόγευμα,
επειδή δεν αρέσει στον εαυτό της,
επειδή οι άνδρες προσηλώνονται μόνο
στα ωραία σώματα
και δεν τους νοιάζει τίποτα
πέρα από την άψογη επιφάνεια,
γι’ αυτό το λόγο, για όλα αυτά
τρέχει τώρα, κάπως αμήχανη,
μέσα από τις πιο ήσυχες περιοχές του πάρκου,
και τρέχει με την αθλητική ενδυμασία της
και ονειρεύεται ότι μια μέρα
θ’ αφήσει τα γυαλιά στο σπίτι της,
θα φτιάξει τα μαλλιά,
θα βάψει τα χείλη και τα μάτια
και, έχοντας μετατραπεί σε κάποια άλλη,
θα βγει τελικά στο δρόμο
με τη σιγουριά που της λείπει σήμερα.

     Γιατί έχει ανάγκη
αυτό το μεγάλο κυριακάτικο απόγευμα
να μην είναι τόσο αόρατη,
ν’ ακούσει μερικές λέξεις τρυφερότητας
και ίσως να φιληθεί
όπως εκείνες
που πάνε κι έρχονται χαρούμενες και αλαζονικές.

LA CASA

    Noble casa arruinada de Toledo
con su arco mudéjar y su alberca;
fiel rincón para ver a Dios de cerca
y olvidar de la ciencia el fruto acedo.

Noble casa que un viejo muro cerca;
fiel rincón donde el tiempo es dulce y quedo
y a la muerte se puede hablar sin miedo,
a la muerte que ya se nos acerca.

Noble casa con patio soleado,
con nidos al amparo del tejado
y un naranjo en abril todo fragante.

Y esperar que nos diga la campana
de una iglesia pequeña muy cercana
que por fin ha llegado nuestro instante.

ΤΟ ΣΠΙΤΙ

     Ευγενές ερειπωμένο σπίτι του Τολέδο
με την μαυριτανική αψίδα του και τη δεξαμενή του.
Αξιόπιστη γωνία για να δούμε το Θεό από κοντά
και να ξεχάσουμε της γνώσης το πικρό το φρούτο.

Ευγενές σπίτι που γειτονεύει μ’ έναν τοίχο παλιό.
Αξιόπιστη γωνία όπου ο χρόνος είναι γλυκός και ήσυχος
και με το θάνατο μπορούμε να μιλήσουμε άφοβα,
με το θάνατο που ήδη μας πλησιάζει.

Ευγενές σπίτι με ηλιόλουστο αίθριο,
με φωλιές στο σκέπαστρο της στέγης
και μια πορτοκαλιά του Απρίλη όλο άρωμα.

Και να περιμένουμε να μας πει η καμπάνα
μιας μικρής εκκλησίας πολύ κοντινής
ότι εντέλει έφτασε η στιγμή μας.

ÚLTIMO AUTORRETRATO

    Mirad aquí a un hombre cansado, envejecido
de luchar frente a frente con la mediocridad,
a un hombre que en los pasos finales de su edad
ni añora nueva vida ni niega que ha vivido.

    Mirad a quien se obstina por hallar el sentido
de un mundo que ha cambiado luz por oscuridad;
mirad a quien no sabe si obró bien o en maldad
y a quien ya nada importan las glorias ni el olvido.

    Mirad en mí el camino del sueño a la consciencia:
una ascendente senda que empieza con las rosas
y encuentra las espinas y acaba en el dolor.

    Se apaga ya en mis ojos el brillo y transparencia;
el cuerpo malresponde; las horas son preciosas
y el alma anda confusa sin ansias ni temor.

ΕΣΧΑΤΗ ΑΥΤΟΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ

     Κοιτάξτε εδώ έναν κουρασμένο, ηλικιωμένο άνδρα
να πολεμά πρόσωπο με πρόσωπο με τη μετριότητα,
έναν άνθρωπο που στα τελικά βήματα της ηλικίας του
δεν λαχταρά νέα ζωή ούτε αρνείται πως έχει ζήσει.

     Κοιτάξτε κάποιον που εμμένει να βρει το νόημα
ενός κόσμου που έχει ανταλλάξει το φως για το σκοτάδι.
Κοιτάξτε κάποιον που δεν ξέρει αν έδρασε για το καλό ή το κακό
για τον οποίο δεν σημαίνουν τίποτα οι δόξες ούτε η λήθη.

     Κοιτάξτε εντός μου το δρόμο από το όνειρο στη συνείδηση:
μια ανηφορική ατραπός που αρχίζει με τα τριαντάφυλλα
βρίσκει τα αγκάθια και τελειώνει στον πόνο.

     Η λάμψη και η διαφάνεια σβήνουν ήδη στα μάτια μου.
Το σώμα αντιδρά άσχημα. Οι ώρες είναι πολύτιμες
και η ψυχή βρίσκεται σε σύγχυση δίχως πόθους ή φόβο.

Σχόλια