Η Σίβυλλα, οι χρησμοί της και το πρόσωπο της σελήνης στην πραγματεία του Πλουτάρχου Περί τοῦ μή χρᾶν ἔμμετρα τήν Πυθίαν


Στο πολύ ενδιαφέρον αυτό απόσπασμα από την δελφική πραγματεία του Πλουτάρχου Περί τοῦ μή χρᾶν ἔμμετρα νῦν την Πυθίαν γίνεται συζήτηση για την αξία των περίφημων, όσο και μυστηριωδών, σιβυλλικών χρησμών. Ο ίδιος ο Πλούταρχος αναγνώριζε την αξία αυτών των χρησμών, έστω και αν η σεληνιακή τους προέλευση τούς καθιστούσε κατώτερους από την απολλώνια και δελφική μαντεία, η οποία έχει ηλιακή φύση. Ο διάλογος εξελίσσεται σύντομα σε μια γενικότερη συζήτηση για την αξία της μαντείας. Υπάρχουν δύο πλευρές που διαφωνούν μεταξύ τους. Από τη μία μεριά είναι όσοι υποστηρίζουν ότι η μαντική  έχει βάση και αποτελεί αληθινή ικανότητα, ενώ από την άλλη βρίσκονται όσοι με ορθολογιστικό τρόπο αποδίδουν την τυχόν εκπλήρωση κάποιας μαντείας είτε στη γενικότερη ασάφεια της πρόβλεψης, είτε στην τύχη. Είναι φανερό ότι η συζήτηση αυτή συνεχίζεται και είναι επίκαιρη μέχρι και τις μέρες μας.

(ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΜΗ ΧΡΑΝ ΕΜΜΕΤΡΑ ΝΥΝ ΤΗΝ ΠΥΘΙΑΝ 9-10)
Εγώ. λοιπόν, τέτοιου είδους αποκρίσεις έδινα στο Βόηθο και του έλεγα και άλλα παρόμοια σχετικά με τους Σιβυλλικούς χρησμούς. Όταν σταθήκαμε φτάνοντας κοντά στην πέτρα που γειτόνευε με το Βουλευτήριο, πάνω στην οποία λέγεται ότι κάθισε η πρώτη Σίβυλλα,[1] ερχόμενη από τον Ελικώνα[2] όπου ανατράφηκε από τις Μούσες (μερικοί λένε ότι έφτασε από τους Μαλιείς, μιας και ήταν θυγατέρα της Λαμίας, κόρης του Ποσειδώνα), ο Σαραπίωνας θυμήθηκε τους στίχους, με τους οποίους η ίδια ύμνησε τον εαυτό της, πως δηλαδή δε θα πάψει να μαντεύει ούτε και πεθαμένη. Πως η ίδια θα στριφογυρνά στη σελήνη, έχοντας γίνει το λεγόμενο «πρόσωπο» που φαίνεται,[3] ενώ το πνεύμα της ανακατεμένο με τον αέρα θα περιπλανιέται πάντοτε σαν φήμη και ψίθυρος. Κι όταν από το σώμα της που θα λιώνει στη γη θα φυτρώσουν χορτάρια και δέντρα, θα τη βοσκήσουν ζώα ιερά, που έχουν χρώματα κάθε είδους και μορφές και ποιότητες στα σπλάχνα τους, απ’ τα οποία προκύπτουν οι προγνώσεις του μέλλοντος για τους ανθρώπους. Ο Βόηθος, από την άλλη, ήταν φανερό ότι γελούσε περιπαικτικά ακόμη περισσότερο από πριν, καθόσον μάλιστα ο ξένος είπε ότι αυτά βέβαια μοιάζουν με μύθους, όμως υπέρ της μαντείας μαρτυρούν πολλές καταστροφές και μετοικίσεις ελληνικών πόλεων, πολλές εμφανίσεις βαρβαρικών στρατιών και πτώσεις ηγεμονιών: «Αυτές εδώ τις πρόσφατες και καινούργιες συμφορές στην Κύμη και τη Δικαιάρχεια,[4] που υμνήθηκαν και τραγουδήθηκαν από παλιά μέσω των Σιβυλλικών χρησμών, ο χρόνος δεν τις εξόφλησε σαν να τις χρωστούσε; Ή τις εκρήξεις βουνίσιας φωτιάς, τους θαλάσσιους αναβρασμούς, τις ρίψεις βράχων και φλογών από τις αναθυμιάσεις, τις καταστροφές πόλεων τόσο πολλών και συνάμα τόσο μεγάλων, που είχαν ως αποτέλεσμα όσοι επιστρέφουν την άλλη μέρα να μην αναγνωρίζουν και να μη διακρίνουν πού ήταν χτισμένες στην ανάστατη περιοχή; Γιατί αυτά είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ακόμη και ότι συνέβησαν, πόσο μάλλον ότι τα προείπαν δίχως τη βοήθεια του θεού».
Και ο Βόηθος απάντησε: «Ποια συμφορά, καλέ μου φίλε, δε χρωστά ο χρόνος στη φύση; Τι υπάρχει από τα παράξενα και απροσδόκητα πράγματα στη γη, τη θάλασσα, τις πόλεις ή τους ανθρώπους, που αν το προέβλεπε κανείς δε θα συνέβαινε (κάποτε) να πραγματοποιηθεί; Αν και μια τέτοια πρόβλεψη ισοδυναμεί όχι με το να προλέγει κανείς κάτι, αλλά απλώς να το λέει ή μάλλον να ρίχνει και να διασπείρει αθεμελίωτα λόγια στο άπειρο. Αυτά τα λόγια, καθώς περιπλανιούνται, τα συναντά πολλές φορές η τύχη και συμπίπτει μαζί τους από μόνη της. Γιατί διαφέρει, νομίζω, η εκπλήρωση κάποιας πρόβλεψης από την πρόβλεψη αυτού που θα συμβεί. Γιατί ο λόγος που εκφράζει τα μη υπάρχοντα, ενέχοντας μέσα του το λάθος, δε δικαιούται να αναμένει την κατά τύχη δικαίωσή του. ούτε να χρησιμοποιήσει το γεγονός που συνέβη μετά την πρόβλεψή ως τεκμήριο αλήθειας της προγνωστικής του ικανότητας, εφόσον το άπειρο μπορεί να παράγει τα πάντα. Ή μάλλον, «αυτός που εικάζει καλώς», τον οποίο η παροιμία αποκαλεί «άριστο μάντη», είναι όμοιος με κάποιον που, στηριγμένος στην εύλογη πιθανότητα, ανιχνεύει και βαδίζει στα ίχνη του μέλλοντος. Αυτές οι Σίβυλλες, όμως. και οι Βάκιδες,[5] δίχως τεκμήρια έριξαν και διέσπειραν μέσα στο χρόνο, σαν σε θάλασσα, όπως να ’ναι, λέξεις και φράσεις για κάθε είδους συμφορές και συμβάντα. Αν τους λάχει και μερικά απ’ αυτά (που είπαν) συμβούν κατά τύχη, εντούτοις η προφητεία κατά την ώρα που εκφέρεται αποτελεί ένα ψεύδος, ακόμη κι αν ύστερα τύχει να βγει αληθινή».



[1] Αυτή η πρώτη Σίβυλλα, η οποία ήταν αρχαιότερη από τις Πυθίες, ονομαζόταν Ηροφίλη. Πρέπει να τη διακρίνουμε από την Ηροφίλη, Σίβυλλα των Ερυθρών. Κατά μια παράδοση προερχόταν από την πόλη των Μαλιέων, όπου βρισκόταν και η Λαμία, κοντά στο Μαλιακό κόλπο.
[2] Ο Ελικώνας, βουνό των Μουσών, όπου μυήθηκε στην ποιητική τέχνη ο Ησίοδος, είναι φυσικό να θεωρείται και τόπος προέλευσης της Σίβυλλας των Δελφών, αφού η μαντική έκσταση είναι η δίδυμη αδερφή της ποιητικής έμπνευσης.
[3] Ο Πλούταρχος υπήρξε συγγραφέας μιας πραγματείας με τίτλο Περί του εμφαινομένου προσώπου τωι κύκλωι της σελήνης. Πβ. και το Περί των υπό του θείου βραδέως τιμωρούμενων, όπου η θεότητα που μιλά αναφέρει ότι η φωνή που ακουγόταν ήταν η φωνή της Σίβυλλας, η οποία τραγουδά για τα μέλλοντα, περιστρεφόμενη στο πρόσωπο της σελήνης.
[4] Γίνεται υπαινιγμός στην έκρηξη του Βεζούβιου του 79 μ.Χ. που κατέστρεψε τις ρωμαϊκές πόλεις Πομπηία και Ηράκλεια, καθώς και τις ελληνικές αποικίες Κύμη και Δικαιάρχεια. Στο Περί των υπό του θείου βραδέως τιμωρούμενων, ο Θεσπέσιος άκουσε τη Σίβυλλα να μιλά για το Βέσβιο όρος και την καταστροφή της Δικαιάρχειας από φωτιά.
[5] Ο Βάκις, μαζί με το Μουσαίο, ήταν ο πιο διάσημος από τους μυθικούς προφήτες. Ο τόπος γέννησής του ήταν αμφιλεγόμενος (Βοιωτία, Αττική, Αρκαδία), με αποτέλεσμα να θεωρηθεί ότι υπήρξαν πολλοί Βάκιδες.

Σχόλια