ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Τα ποιήματα που
μεταφράζονται παρακάτω, 65 στον αριθμό, αποτελούν μια επιλογή από
έναν ευρύτερο κύκλο ποίησης, που είναι γραμμένη στη γλώσσα των Ταμίλ,
ενός δραβιδικού λαού, ο οποίος κατοικεί στο νότο της Ινδίας
και στο νησί της Κεϋλάνης. Τα ποιήματα είναι γραμμένα μεταξύ του
3ου αιώνα π.Χ. και του 3ου αιώνα μ.Χ. Ανήκουν σε μία συλλογή ποιημάτων,
τα οποία ονομάζονται Kurunthokai, έχουν ερωτικό χαρακτήρα και είναι περίπου τετρακόσια στον
αριθμό. Με τη σειρά τους ανήκουν σε έναν ακόμα ευρύτερο κύκλο συνολικά 18
συλλογών που αριθμούν 2381 ποιήματα. Άλλα από αυτά σχετίζονται με θέματα
της καθημερινής ζωής, την φύση, τον έρωτα, τα ανθρώπινα συναισθήματα και ούτω
καθεξής (agam), ενώ άλλα σχετίζονται με τον πόλεμο, την βασιλεία, την ανδρεία, τους κοινωνικούς
θεσμούς και άλλα παρόμοια θέματα (puram). Η λογοτεχνία αυτή ονομάζεται
λογοτεχνία Sangam. Είναι γραμμένη από 473 ποιητές όλων των κοινωνικών τάξεων,
από βασιλιάδες έως ανθρώπους ταπεινής καταγωγής, από άνδρες
και γυναίκες. Κατεγράφη για πρώτη φορά σε ανθολογίες γύρω στο 1000 μ.Χ. Ωστόσο
παρέμεινε γενικά λησμονημένη, έως ότου στα τέλη του 19ου αιώνα την ανακάλυψαν
εκ νέου οι Ινδοί λόγιοι. Σήμερα γενικά αναγνωρίζεται η υψηλή καλλιτεχνική
αξία των ποιημάτων, τα οποία από πολλές απόψεις προσεγγίζουν το ύψος του
κλασικού ως προς την ποιότητα της γλώσσας, του ύφους, των συναισθημάτων, της
εκλέπτυνσης, των εικόνων και άλλων ποιητικών χαρισμάτων. Στο ελληνικό
αναγνωστικό κοινό πολλά από τα ποιήματα θα θυμίσουν μια γνώριμη ατμόσφαιρα από
τα ποιήματα της Σαπφώς και άλλων λυρικών ποιητών της αρχαιότητας. Μεταφράζοντας
τα ποιήματα έδωσα στον εαυτό μου μερικές μικρές ελευθερίες. Για παράδειγμα
μετέτρεψα τις αναφορές σε ειδικά δέντρα ή λουλούδια της ινδικής χλωρίδας
σε οικεία ονόματα φυτών της ελληνικής φύσης ή στον γενικό όρο «δέντρο», ώστε η
πρόσβαση στα ποιήματα να μη χρειάζεται βοτανολογικό σχολιασμό… Εξάλλου η
αναφορά στα συγκεκριμένα φυτά έχει συγκεκριμένο νόημα συμβολικού χαρακτήρα στο
πλαίσιο της συγκεκριμένης ποίησης που δεν μπορεί να αποδοθεί στην ελληνική
πολιτισμική πραγματικότητα. Επίσης γενικά απέφυγα να μεταφράσω ποιήματα
με συγκεκριμένες γεωγραφικές ή θρησκευτικές αναφορές που δεν λένε τίποτα στον
Έλληνα αναγνώστη. Έχω την εντύπωση ότι ίσως είναι η πρώτη φορά που
μεταφράζονται αυτά τα ποιήματα στα νέα ελληνικά ή έστω μεταφράζονται
σε ικανό αριθμό, μολονότι ομολογώ ότι δεν έκανα ιδιαίτερη έρευνα για να
εξακριβώσω απόλυτα την αλήθεια
αυτής της δήλωσης. Η μετάφραση γίνεται φυσικά από τα αγγλικά (κυρίως της Vaidehi Herbert, αλλά όχι μόνο), εφόσον η αρχαία
γλώσσα των Ταμίλ, την οποία και οι ίδιοι δεν κατανοούν πλην των λογίων, μου
είναι άγνωστη!
Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη, Σετέμβριος 2016
Kurunthokai
2.
Μέλισσα με τα όμορφα φτερά,
που ζεις για να πίνεις νέκταρ,
πες μου τι πράγματι είδες και όχι ό,τι θα μου άρεσε.
Ανάμεσα στα λουλούδια που γνώρισες
υπάρχει κανένα πιο ευωδιαστό
απ’ τα μαλλιά της κοπέλας μου με τα τέλεια δόντια,
την ομορφιά του παγωνιού και την αγάπη που αντέχει;
3.
Πλατύτερη απ’ τη γη,
ψηλότερη απ’ τα ουράνια,
πιο δύσκολη να τη μετρήσεις κι από τον ίδιο τον ωκεανό
είναι η αγάπη μου για τον άντρα από την ορεινή χώρα
με τις πλαγιές τις γεμάτες λουλούδια μαυρόκλωνου
εράνθεμου, που δίνουν πλούσιο μέλι.
5.
Φίλη μου, είναι αυτός o πόνος του έρωτα;
Ο κύριός μου είναι της απαλής ακροθαλασσιάς,
όπου περιπλανώμενοι ερωδιοί κοιμούνται
στη γλυκιά σκιά αρμυρικιών που ανθίζουν,
όταν τα κύματα σκαν και σκορπίζουν τον αφρό τους.
Σαν φεύγει εκείνος,
τα μαυροβαμμένα μου μάτια με τα πολλά τους πέταλα
να κοιμηθούν δεν μπορούνε.
6.
Στο μαύρο σκοτάδι της νύχτας
οι λέξεις έχουν καταλαγιάσει,
όλοι έχουν βυθιστεί σε ύπνο γλυκό δίχως κακία.
Ακόμη και η ίδια κοιμάται η γη η πλατιά.
Και σίγουρα μόνο εγώ μένω ξάγρυπνη.
9.
Σαν λουλούδιa που κανείς δεν τα φορά
κι αφέθηκαν να μαραθούν
σε κασετίνα με λεπτά κατεργασμένο κούμπωμα,
το μελαχρινό κορμί της μαραζώνει
εξαιτίας της απιστίας του συζύγου της.
Είναι αυτός ο κύριος των ψυχρών ακτών,
όπου πλημμυρισμένοι βάλτοι σκοτεινοί
σφύζουν με πλήθη ψαριών
κι όπου νούφαρα με χοντρούς βλαστούς
επιπλέουν πάνω στα πράσινα φύλα τους.
Μοιάζουν σαν τα μάτια των κοριτσιών
που λούζονται στις βαθιές λιμνούλες.
Κι όμως εκείνη ντρέπεται
να παραδεχτεί τα λάθη του μπροστά στους άλλους
και τα κρύβει καλά.
Τόσο αγαθή είναι η ψυχή της!
12.
Ο κόσμος λέει πως ο δρόμος
που πήρε εκείνος έχει διακλαδώσεις
και πολλές μικρές πηγές σαν μυρμηγκιών φωλιές.
Κυνηγοί της ερήμου, κρατώντας τόξα κυρτά,
σκαρφαλώνουν σε βράχια ζεστά όσο του σιδερά το αμόνι
κι ακονίζουν τις αιχμές των βελών τους.
Αυτή η όλο θόρυβο πόλη
δεν κατανοεί τις δυσκολίες του
και με χλευάζει με την κακοήθειά της.
21.
Στο δάσος τα δέντρα, με την πυκνή,
σωρευμένη συστάδα από καινούργια λουλούδια
που τα περιτριγυρίζουν σμήνος οι μέλισσες,
μοιάζουν σαν πλεξούδες νεαρών κοριτσιών,
στολισμένων με χρυσά κοσμήματα,
που προσπαθούν να μου πουν
πως των βροχών η εποχή είναι εδώ.
Δεν το πιστεύω.
Ο αγαπημένος μου δεν θα μου ’λεγε ψέματα!
22.
Κλαις νομίζοντας ότι πρέπει πίσω να μείνεις.
Μα ποιος μπορεί να σε εγκαταλείψει εσένα;
Που το ακτινοβόλο σου μέτωπο ευωδιάζει
όπως έλικας λουλουδιών ανθισμένων σε όμορφα κλαδιά,
στολίδια στις βουνοπλαγιές το καλοκαίρι.
Θα σε πάρει μαζί του σαν φύγει.
29.
Καρδιά μου!
Τα καλά λόγια απορρίφθηκαν, ανάξιες φήμες διαδόθηκαν.
Είσαι ανίκανος να κολυμπήσεις στου πόθου τον κατακλυσμό
που είναι ωσάν το νερό της βροχής,
όταν κυλά σε άψητο πήλινο αγγείο και δεν μπορεί να τιθασευτεί.
Θέλεις αυτό που είναι δύσκολο να επιτευχθεί.
Θα ήταν καλό εκείνη να ένιωθε τον αγώνα σου
και ν’ αγκάλιαζε την αγάπη σου,
όπως ο θηλυκός σκίουρος στο ψηλό κλαδί αγκαλιάζει το μικρό του.
39.
Λένε πως το μονοπάτι που πήρε
ο άνδρας που μισούσε να είναι ξαπλωμένος στα στήθη μου
είναι στην έρημο με τα βουνά.
Εκεί ζεστοί, άγριοι φυσούνε οι άνεμοι τα κλαδιά της μιμόζας
σείοντας τα κελύφη των ξερών της σπόρων.
40.
Η μητέρα μου και η μητέρα σου
τι είναι η μια για την άλλη;
Ο πατέρας μου και ο πατέρας σου
τι συγγένεια έχουν;
Εγώ κι εσύ
πώς έγινε να γνωρίσουμε ο ένας τον άλλο;
Κι όμως
σαν βροχή που πέφτει κι ενώνεται με την κόκκινη γη
οι καρδιές μας αγαπημένες έχουνε μεταξύ τους σμίξει.
42.
Κύριέ μου απ’ την ορεινή χώρα
όπου ραγδαίες βροχές τα μεσάνυχτα
κατεβαίνουν με κεραυνούς κι αστραπές
στις βουνοπλαγιές κι ηχούν σαν καταρράχτες.
Ακόμη κι αν το πάθος περάσει,
άραγε μαζί του θα σβήσει κι η αγάπη μας;
47.
Λαμπρό φεγγάρι που δίνεις για ώρα φως!
Δεν χρησιμεύεις σε τίποτα στην κρυφή αγάπη,
όταν εκείνος έρχεται τη νύχτα
μέσα από μονοπάτια του δάσους, για να την συναντήσει.
Τότε δέντρα με μαύρους κορμούς
ρίχνουν τα κίτρινα φύλλα τους πάνω στα βράχια
και τα κάνουν να μοιάζουν σαν μεγάλα τιγράκια.
48.
«Η δροσερή κούκλα, η φτιαγμένη με γύρη,
θα χαθεί το άλλο πρωί.
Απαλλάξου απ’ τον πόνο σου»,
της λένε οι φίλες της που παίζουν μαζί της.
Μα η θλίψη της είναι μεγάλη.
Ο αγαπημένος της θα πει αυτή τη μόνη λέξη
που τόσο πολύ επιθυμεί;
Για να φύγει η χλωμάδα απ’ το ωραίο της μέτωπο.
55.
Δεν θ’ αντέξει εκείνη για παραπάνω από λίγες ημέρες
σε τούτη τη μικρή, όμορφη πόλη που ζει.
Δυνατοί, κρύοι βόρειοι άνεμοι,
που προκαλούν αγωνία στους χωρισμένους,
φυσούν κι αγγίζουν τα σύννεφα.
Ξέχειλα καθάρια κύματα σκορπίζουν την λεπτή, κρύα ομίχλη τους.
Ζαφειρένια νούφαρα μες στο σκοτάδι κλείνουν, σε νερά γλυφά.
57.
Μερικές φορές ο χωρισμός είναι δύσκολος κι η αγάπη ακλόνητη
ωσάν εκείνη την ένωση που δένει τα θαλασσοπούλια
και νιώθουν πως πέρασαν χρόνια
ακόμη κι αν ένα μονάχα σταθεί μεταξύ τους λουλούδι.
Για να σωθούμε απ’ τον πόνο
μακάρι οι ζωές μας που ένα ’χουν γίνει
να τελειώσουν σε τούτο τον κόσμο,
δυο ψυχές που πονάν χωρισμένες.
65.
Το ελάφι πίνει νερό καθαρό σε ρυάκι με χαλίκια τραχιά
και τριγυρνά χαρούμενο ολόγυρα με την αγαπημένη του σύντροφο.
Η βροχερή εποχή κατέφτασε με κρύες ψιχάλες,
για να με ρωτήσει αν ζω με πόνο και θλίψη
ποθώντας πότε θα γυρίσει εκείνος.
72.
Τα μεγάλα, υγρά, παιχνιδιάρικα μάτια της
που μοιάζουν με λούλουδα, αλλά τρυπούνε σαν βέλη,
βαθιά με πληγώσανε -όλοι το βλέπουν ξεκάθαρα.
Το κορίτσι με τα γλυκά λόγια, τα στρογγυλά
ντελικάτα χέρια, κυνηγά πουλιά
σαν έρχονται να φαν σπαρμένο κεχρί,
στην πεδιάδα που ’ναι διάσπαρτα τα βαμβάκια, στα ψηλά βουνά.
78.
Κύριε των ένδοξων βουνών,
όπου απόκρημνοι, λευκοί καταρράχτες κυλούν
απ’ τις ψηλές κορυφές στις πλαγιές
κι αντηχούν σαν τα τύμπανα σοφών χορευτάδων!
Είναι τόσο οδυνηρό το να βλέπεις πως η αγάπη έρχεται και μένει
σε κείνους που δεν ξέρουν τι είναι. Που δεν γνωρίζουν
πως είναι κάτι καλό.
101.
Ακόμη κι αν ζύγιζες μαζί
αυτόν τον κόσμο που περιβάλλεται από ωκεανούς αχανείς με τεράστια κύματα
και τον ουράνιο κόσμο με το σπάνιο μεγαλείο,
δεν θα συγκρίνονταν με τη χαρά που βρίσκω
σαν αγκαλιάζω μια ολόκληρη μέρα τους ώμους
της κοπέλας που τα μάτια της μοιάζουν με βαμμένα λουλούδια
και τα λαγόνια της έχουν υπέροχη γραμμή.
102.
Αν τον σκεφτώ, θα καεί η καρδιά μου.
Να μην τον σκεφτώ -αδύνατον!
Η πόνος του έρωτα μεγαλώνει,
φτάνει τον ουρανό.
Δεν είναι σοφός αυτός που αγάπησα.
104.
Με άφησε στην κρύα εποχή,
όταν παγωμένες σταγόνες βροχής πέφταν
και σκόρπιζαν σαν μια σειρά από πέρλες
σε νήμα που κόπηκε.
Τα κοπάδια έβοσκαν τα δροσερά,
αναρριχώμενα ιπόμοια την αυγή.
Πάνε μέρες από τότε που έφυγε.
113.
Κοντά στην πόλη είναι μια λίμνη.
Όχι μακριά της βρίσκεται ποταμάκι στο δάσος.
Εκτός από λευκούς ερωδιούς που ψάχνουν για τροφή
τίποτα δεν πλησιάζει το άλσος.
Θα πάμε σ’ εκείνο το μέρος
να πάρουμε πηλό για τα μαλλιά μας.
Και θα έρθει κι εκείνη,
το πολύ αθώο κορίτσι.
118.
Έφτασε το θορυβώδες σκληρόκαρδο δειλινό.
Τα πουλιά και τα ζώα ψάχνουν μοναχικά μέρη.
Ο φύλακας της πολυσύχναστης πύλης ρώτησε
αν υπάρχει κανείς που θέλει να μπει μέσα.
Φίλη μου, μόνο ο αγαπημένος μου δεν ήρθε ακόμη!
122.
Τα λευκά νούφαρα των βαθιών νερών
έχουν κλείσει τα αιχμηρά τους πέταλα
και μοιάζουν σαν τις ράχες των πελαργών
με τα πράσινα πόδια.
Το δειλινό έφτασε και μακάρι να κρατήσει πολύ.
Όμως η νύχτα σίγουρα θα ’ρθει.
123.
Πυκνή σκιά εμφανίστηκε
που μέσα της συνωστίζεται η νύχτα.
Σε τούτη τη μεριά της λευκής αμμουδιάς
που μοιάζει σαν συσσωρευμένο φεγγαρόφωτο
στέκει μοναχικό, ανθισμένο άλσος
με μαυρόκλωνα αρμυρίκια.
Ο άνθρωπός μου δεν έχει γυρίσει ακόμη.
Μόνο των αδερφών μου οι βαρκες
θα επιστρέψουν με συγκομιδή πολλών ψαριών.
125.
Είθε να μακροημερεύσεις, φίλη μου.
Έχει αφανιστεί η ομορφιά μου
που ’μοιαζε σαν γιορτή
και ξεχώριζε ανάμεσα στις γυναίκες
που καλύπτουν τα λαγόνια τους
με φύλλα απ’ τις βουνοπλαγιές.
Έχει αφανιστεί μαζί με τον κύριο της δροσερής ακροθαλασσιάς,
όπου ένα θλιμμένος πελαργός,
με χαμένη την παλιά του δύναμη,
αναπαύεται σε κυρτό κλαδί δέντρου
που το ακουμπάνε τα κύματα.
Αδυνάτισα και τα λαμπερά μου βραχιόλια έχουν γλιστρήσει.
Κι όμως, είμαι ακόμη ζωντανή!
129.
Άκουσε φίλε μου,
που φέρνεις χαρά στα μικρά παιδιά
και κάνεις παρέα με μορφωμένους άντρες.
Πονώ σαν δεμένος ελέφαντας που μόλις τον πιάσανε,
πονώ από την αγάπη γι’ αυτή την γυναίκα.
Σαν το λευκό νέο φεγγάρι των οχτώ ημερών
που ανατέλλει στη μέση του απέραντου ωκεανού
είναι το φωτεινό μέτωπό της,
καθώς πλαισιώνεται από τις τούφες των μαλλιών της.
131
Καρδιά μου!
Τα στρογγυλά χέρια της έχουν την ομορφιά
λουλουδιού που σαλεύει απαλά.
Τα μεγάλα μάτια της είναι γεμάτα ειρήνη.
Μένει μακριά και την πόλη της δεν είναι εύκολο να την φτάσεις.
Πονάω! Κι εσύ, καρδιά μου, ξέφρενη από πόθο,
θέλεις σαν ζευγολάτης με ένα μόνο άροτρο
να οργώσεις σε φρέσκια, τέλεια μουσκεμένη γη.
144.
Κάποτε συνήθιζε να παίζει
με την παρέα των αχώριστων φιλενάδων της,
μαζεύοντας γαλάζια νούφαρα
και βουτώντας στα λευκά ωκεάνια κύματα,
η κάθε φίλη με το δικό της αγαπημένο παιχνίδι.
Τώρα τα μέρη μας τ’ άφησε
και τράβηξε το μονοπάτι όπου αιχμηρές πέτρες την πληγώνουν,
σε μια χώρα που πελώρια υψώνονται ως τον ουρανό βουνά
και οι λαμπερές κορυφές τους καλύπτονται
μ’ αργοβάδιστα σύννεφα.
145.
Φίλη μου, ετούτο το μικρό χωριό στην ακροθαλασσιά
δεν είναι μέρος πια για να ζούμε.
Ακόμη και στη μέση της νύχτας δεν μπορώ να κοιμηθώ,
σαν σκέφτομαι την σκληρότητα του άντρα
απ’ την ακτή με τα ωραία άλση.
Οι νύχτες είναι μακρές
και ο κόσμος εδώ κοιμάται αμέσως.
Κανείς δεν ρωτά γιατί πονώ τόσο πολύ.
147.
Όνειρο!
Εσύ μου τη χάρισες με τα ντελικάτα στολίδια της,
το όμορφο, μελαχρινό της δέρμα,
τα απαλά μαλλιά που φουντώνουν
σαν τις καλοκαιρινές κυρτές καμπανούλες.
Κι ύστερα με ξύπνησες απ’ τον γλυκό μου ύπνο.
Όσοι ζουν χωριστά απ’ τους αγαπημένους τους
δεν θα με κοροϊδέψουν.
149.
Η ντροπή που με διακατέχει είναι μαζί μου για πολύ καιρό.
Μπορώ κάπως να την ελέγχω.
Αν όμως με πιέσει η αγάπη,
δεν μπορώ να βαστάξω περισσότερο.
Διαβρώνεται, καταρρέει, σωριάζεται
σαν τους ψηλούς αμμόλοφους στις στενές όχθες
των γλυκών ρυακιών, όπου τα ζαχαροκάλαμα ανθίζουν
με τα λευκά τους λουλούδια.
150.
Ο πόνος στο στήθος μου αυξάνεται,
όταν σκέφτομαι το αρωματισμένο με σανταλόξυλο στήθος
του αγαπημένου μου από τη χώρα με τα ψηλά βουνά,
όπου ο ορεσίβιος κάτοικος φυλά το χωράφι του με το βαμβάκι
καθισμένος σε πύργο ψηλό
και ανάβει ευωδιαστούς πυρσούς
που τρεμοφέγγουν εδώ κι εκεί σαν τα άστρα.
Η εσώτερη αγωνία μου ξεθωριάζει, όταν τον αγκαλιάζω.
Γιατί να μου συμβαίνει αυτό, φίλη μου;
162.
Είθε να μακροημερεύσεις, γιασεμί!
Στο μουντό δειλινό όλοι γυρίζουν στα σπίτια τους
διαβαίνοντας τα απέραντα δάση,
τα γεμάτα νερά και καλυμμένα με σύννεφα.
Γιασεμί, χαμογελάς με τα λευκά σου ανθάκια.
Είναι σωστό να περιγελάς όσους είναι μονάχοι
με του γέλιου το ομοίωμα;
168.
Το όμορφο μελαχρινό της κορμί
είναι ευωδιαστό και δροσερό σαν γιασεμί,
που άνθισε το πρωί απ’ τα χοντρά μουσκεμένα μπουμπούκια,
τα φυλαγμένα σε σκοτεινό καλάθι από φοίνικα,
τα καλυμμένα μέσα στη βροχερή νύχτα.
Τα καμπύλα, στρογγυλά της μπράτσα
μοιάζουν με σχεδίες που γλιστρούν στο νερό:
ούτε να τ’ αγκαλιάσω μπορώ,
ούτε να χωριστώ απ’ αυτά.
Αν ήταν να φύγω από εδώ, δεν θα μπορούσα να ζήσω.
177.
Του ωκεανού οι ήχοι έχουν σβήσει.
Τα άλση της ακτής στέκουν μαγεμένα.
Μαύρα στάσιμα νερά μοιάζουν θλιμμένα.
Η ίβις που κατοικεί στο φοινικόδεντρο φωνάζει αργόσυρτα.
Μακάρι να ζήσης ζωή μακρά, φίλη μου.
Παρά τη θλίψη σου,
θα έρθει άραγε σήμερα φοβούμενος το χωρισμό
ο άνδρας που ’χει για σένα αγάπη δύσκολη να ξεριζωθεί;
188.
Των γιασεμιών τα άνθη έχουν ανοίξει
και η απέραντη γη ανθίζει
σε τούτη τη δροσερή υγρή περίοδο
μαζί με των γιασεμιών τα λούλουδα.
Εκείνος που έκανε τα ωραία μου πετράδια να γλιστρούν
δεν έχει επιστρέψει.
Το σούρουπο όμως έφτασε
για να επιτεθεί στην τέλεια ομορφιά μου.
189.
Ας φύγουμε σήμερα και να επιστρέψουμε
αύριο
οδηγώντας το λευκό άρμα που τρέχει
γοργά
σαν καταρράχτης καθώς γλιστρά απ’ τα
όρη.
Οι λαμπροί του τροχοί ακτινοβολούν
σαν το φεγγάρι που γεννιέται,
στριφογυρνούνε σαν τον άνεμο,
συντρίβοντας πράσινα λουλούδια
ωσάν διάττοντες που πέφτουν από τον
ουρανό.
Να προλάβω να φτάσω στο σπίτι πριν το
σούρουπο
και ν’ αγκαλιάσω τα στήθη της νεαρής
γυναίκας
που φορά σειρές τ’ άσπρα βραχιόλια
και να αγαλλιάσω στο αγκάλιασμά της.
193.
Στη γη του
πηγές με στόμια μικρά
μοιάζουν με σμαραγδένια αγγεία
που μέσα τους ποτό έχουν ρίξει.
Σιμά τους βατράχια κοάζουν μ’ ορθάνοιχτα στόματα
και ηχούν σαν τον χτύπο τυμπάνου.
Στο φως μεγάλου φεγγαριού τον περασμένο μήνα
πήρε τα μακριά μου χέρια
και σήμερα μυρίζουν γιασεμί ανθισμένο.
194.
Οι κεραυνοί αστράφτουν,
τα σύννεφα υψώνονται,
ο ουρανός αντηχεί.
Τα παγώνια του δάσους γοργά απαντούν
με παραπονεμένες κραυγές.
Η ανόητη καρδιά μου είναι πολύ
μπερδεμένη
από τους δύο αντίθετους ήχους που
συνδυάζονται.
Τι μπορώ να πω, φίλη μου;
195.
Αναρωτιέμαι πού να ’ναι σε τούτο το μοναχικό
σούρουπο,
καθώς δύει του ήλιου η οργή κι ακουμπά
στα βουνά,
ενώ η δική μου η θλίψη υψώνεται κι
απλώνει.
Άραγε αυτός που έφυγε για να
αναζητήσει πλούτη
σκέφτεται πόσο έχει αλλοιωθεί,
απ’ τις ριπές του ανέμου που ορμούν
εναντίον μου,
το σώμα μου, το όμοιο με κούκλα;
200.
Φίλη μου, δεν επέστρεψε
τώρα που η βροχή πέφτει πάνω στο
βουνό
και κατεβαίνει σαν κρύα ταραγμένα
ρεύματα
γεμάτα με των λουλουδιών τα αρώματα.
Κι όμως με βεβαίωσε πως θα γυρίσει
προτού των μουσώνων τα σκοτεινά
σύννεφα
ηχήσουν γλυκά τα απογεύματα.
Με έχει ξεχάσει. Αλλά εγώ δεν θα τον
ξεχάσω.
203.
Δεν κατάγεται από χώρα που τη
σκεπάζουν τα βουνά.
Δεν είναι από πόλη τόσο μακρινή,
ώστε να μη φαίνονται οι κορυφές των
δέντρων της.
Αν και είναι κοντά μου, με αποφεύγει,
σαν ασκητής που αναζητά το θεό του.
Μια φορά κι έναν καιρό είχα ζεστά
αισθήματα απέναντί του.
207.
Έφυγε ξαφνικά, νομίζοντας πως αν μου το
’λεγε,
θα του ήταν δύσκολο να φύγει.
Άκουσα από πολλούς ανθρώπους που
ενδιαφέρονται
πως έφυγε γοργά,
αφήνοντας ίχνη με τα λεπτά του πόδια
επάνω στο αρχαίο μικρό μονοπάτι στα
βραχώδη βουνά,
όπου ένας αετός μακριά απ’ το σμήνος
του
κάθεται μόνος πάνω στο όμορφο κλαδί
του δέντρου
και φωνάζει δυνατά,
ο μόνος σύντροφος για κείνους
που ταξιδεύουν μέσα από την ξερή και
άγονη γη.
222.
Εάν η φίλη της καθίσει στην πλώρη της
σχεδίας,
θα κάνει κι εκείνη το ίδιο.
Εάν η φίλη της πάει στην πρύμνη,
εκείνη θα κάνει το ίδιο.
Αν η φίλη της αφήσει την σχέδια να
παρασυρθεί από το ρεύμα,
θα κάνει το ίδιο.
Είναι ευαίσθητη σαν καινούργιο βλαστάρι
που έχει πάνω του στάλες βροχής
και τα μεγάλα υγρά της μάτια μοιάζουν
σαν τα μεγάλα λουλούδια των μουσκεμένων
γιασεμιών
τη βροχερή εποχή με τις κόκκινες
ταινίες τους.
235.
Μακάρι να μακροημερεύσεις,
παγωμένε βόρειε άνεμε!
Στην όμορφη πόλη του κοριτσιού μου,
κοπάδια ελάφια τρώνε φραγκοστάφυλα
απ’ τα δέντρα στις μπροστινές αυλές
και οι καλύβες είναι πλεγμένες με
γρασίδι.
Βρίσκεται αυτή κοντά στα βουνά,
όπου καθάριοι λευκοί καταρράκτες
κατηφορίζουν τις κορφές ωσάν φιδιού
το δέρμα.
Σε παρακαλώ, προστάτεψέ την.
252.
Μακάρι να μακροημερεύσεις, φίλη μου!
Μην αισθάνεσαι λυπημένη!
Με ρώτησες γιατί συμπεριφέρομαι σαν
αφελής γυναίκα
που έχει την αρετή μιας θεότητας
κι είμαι φιλόξενη απέναντι στον
άκαρδο άνδρα
από την ορεινή χώρα κάθε φορά που
έρχεται,
δίχως να στρέφω μακριά το γλυκό
μου πρόσωπο.
Οι σοφοί νιώθουνε ντροπή μπροστά στον
έπαινο.
Εκείνος πώς αντέχει το όνειδος, καθώς
με κοιτά;
261.
Παλιές βροχές έχουν πέσει
κι έκαναν τους καρπούς του σουσαμιού
να χάσουνε την τελειότητά τους και να
γίνουν πολτός,
τώρα, στις τελευταίες μέρες της υγρής
περιόδου
με λίγο ψιχάλισμα.
Μισώντας που στέκει στη λάσπη
ένα θηλυκό βουβάλι με κόκκινα μάτια
κλαίει στη μέση της νύχτας.
Ακόμη κι αυτήν τη γεμάτη με φόβο ώρα
εξαιτίας τις βασανισμένης και
πληγωμένης μου καρδιάς
τα μάτια μου είναι αδύνατο να
κοιμηθούν,
σαν τον φρουρό που υπολογίζει την ώρα
με πολύ προσεκτικό τρόπο.
264.
Η ωχρότητά μου δεν έχει να κάνει
τίποτα
με την όλο αγάπη φιλία που έχει μαζί
μου
ο άνδρας από τη χώρα,
όπου στις ξεχειλισμένες όχθες
ενός δασωμένου ποταμού,
που έχει φουσκώσει από τις δυνατές
βροχές,
παγώνια χορεύουν και φωνάζουν,
κουνώντας την πλούσια μακριά ουρά
τους,
καθώς περπατούν καμαρωτά.
266.
Ακόμη κι αν δεν στείλει μήνυμα σε
μένα
ο άνδρας που στάθηκε ικανός να με εγκαταλείψει,
μπορώ να το κατανοήσω.
Πώς όμως δεν μπορεί να στείλει
έστω ένα μήνυμα με κάποιο πουλί
πού θα κάτσει στο πεύκο του άλσους
μας;
Του ήταν αυτό φίλος γλυκός
στη διάρκεια νυχτών που πονούσαν.
273.
Είσαι ανήσυχη. Άσε με να σου πω τι
βλέπω εγώ,
φίλη μου με το λαμπερό πρόσωπο,
που έχεις επάνω σου το άρωμα της
απαλής κινούμενης αύρας
που χαϊδεύει μέσα στην νύχτα τα
μεγάλα δάση
και λάμπουν τα λουλούδια με γύρη.
Ο άνθρωπος δεν είναι ανόητος σαν τον
αδαή άνδρα
που σκαρφαλώνει σε μια παλιά ξύλινη
σκάλα,
για να φτάσει μεγάλες κηρήθρες πάνω
στα βουνά.
Προκειμένου να ζήσουμε, δεν θα μας
εγκαταλείψει.
285.
Δεν έρχεται, όταν η αυγή μετατρέπεται
σε μέρα.
Δεν εμφανίζεται, όταν η μέρα
τελειώνει.
Αναρωτιέμαι πού να είναι, φίλη μου!
Αυτή είναι η εποχή που είπε ότι θα
επιστρέψει.
Ένα αρσενικό περιστέρι με
καστανόξανθη ράχη
καλεί ξανά και ξανά το ταίρι του.
Στη στιγμή βρίσκουν την απόλαυση.
Εκείνος διέσχισε ψηλά, λαμπερά βουνά
που φτάνουν ψηλά ως τον ουρανό
κι όπου ένας μοναχικός αετός,
ποθώντας σάρκα,
περιμένει στην κορυφή του δέντρου.
290.
Ο κόσμος λέει: «πρέπει ν’ αντέξεις».
Δεν ξέρουν τι είναι το πάθος
ή είναι πολύ δυνατοί;
Όσο για μένα, αν τον εραστή μου δεν δω,
θλίψη γεμίζουν της καρδιάς μου τα βάθη.
Σαν γραμμή αφρού στο κύμα που ορμά στην ακτή,
σιγά-σιγά χάνομαι και γίνομαι τίποτα.
294.
Ήρθε γρήγορα σαν ξένος, σ’ αγκάλιασε κι έτρεξε μακριά,
όταν κάναμε μπάνιο στη θάλασσα,
κι απολαμβάναμε το άλσος πλάι στην ακτή,
χορεύοντας χέρι με χέρι με τις φίλες μας
και φορώντας στεφάνια.
Ακούστηκαν διάφορα.
Ήτανε δίπλα σου ακόμη πιο κοντά
κι από το λικνιστό σου το φόρεμα
που ’ναι φτιαγμένο από φύλλα κι είναι δεμένο
γύρω από τα πλατιά τα λαγόνια σου,
με ώχρα σημάδια κι ωραία κοσμήματα.
Γι’ αυτό που έκανε,
τώρα η μητέρα σου από κοντά σε φυλάει.
299.
Στους σκιώδεις αμμόλοφους,
στο άλσος πλάι στη θάλασσα
που το αγκαλιάζουν αρχαία ωκεάνια κύματα
και πουλιά τραγουδούν,
ο πόθος μου έγινε αλήθεια, όταν ενώθηκα μαζί του
κάτω από την αρμυρικιά τη γεμάτη λουλούδια.
Τα μάτια μου έβλεπαν τον εραστή μου
και τα αυτιά μου άκουγαν τις λέξεις του.
Γίνομαι πολύ όμορφη, όταν είναι μαζί μου.
Τα στρογγυλά ντελικάτα μου χέρια
γίνονται πολύ αδύνατα, όταν εκείνος είναι μακριά.
Πόσο παράξενο είναι αυτό, φίλη μου!
300.
Μην φοβάσαι, μελαχρινό μου κορίτσι,
με τα πλούσια μαύρα μαλλιά
και το άρωμα των λουλουδιών στα γαλάζια νούφαρα.
Γεμάτα μέλι είναι τα κόκκινα χείλη σου
και μυρίζουν λευκά τριαντάφυλλα.
Είσαι γεμάτη με μικρά σημάδια ομορφιάς
σαν τη γύρη των λουλουδιών του λωτού
που λαμπυρίζει στα βαθιά στάσιμα νερά.
Μην φοβάσαι, όταν σου ζητώ να μην έχεις φόβο.
Ακόμη κι αν ήταν να κερδίσω ετούτη τη γη,
την κυκλωμένη απ’ το νερό,
που στις όχθες της χήνες κοντόποδες
ζουν ανάμεσά στις θίνες της αμμουδιάς,
δεν θα σκεφτόμουνα να εγκαταλείψω την αγάπη σου.
310.
Τα πουλιά πήγαν να κουρνιάσουν,
τα λουλούδια έκλεισαν τα πέταλά τους
και το σύδεντρο στην ακροθαλασσιά
είναι απελπιστικά μόνο.
Ο ουρανός είναι μπερδεμένος σαν κι εμένα.
Έχει χάσει τη δόξα του
από τότε που το φως της μέρας ξεθώριασε.
Κι όμως, φίλη, θα μπορούσα να ζήσω,
αν κάποιος μετέφερε το μήνυμά μου
στον κύριο της ψυχρής όχθης
που μοσχοβολά με δροσερά λουλούδια της κασσίας.
327.
Μοχθηρέ ποταμέ! Είσαι ανελέητος!
Έριξες κάτω το δέντρο,
καταστρέφοντας την λάμψη της βουνοπλαγιάς,
δίχως να σκεφτείς πως αυτό ήταν σαν το ντελικάτο,
αφελές κορίτσι που ζει στην όχθη σου, αξιολύπητο.
Όμως, ποταμέ, είσαι πιο σκληρός
από τον άντρα των βουνών
που νομίζει πως είναι σωστοί
όσοι δεν δείχνουν καλοσύνη στους φτωχούς
που εξαρτώνται από τη χάρη τους για να ζήσουν.
339.
Ήταν γλυκό για σένα,
όταν αγκάλιαζε το όμορφο στήθος σου,
το στολισμένο με στεφάνι από πολλά λουλούδια,
ο εραστής σου απ’ την γη
όπου πυκνός αρωματικός καπνός
κατηφορίζει τις βουνοπλαγιές
σαν σύννεφα που δεν φέρνουν βροχή
και ηρεμεί πάνω από τα χωριά των ορεινών κατοίκων.
Τώρα αρρωστημένη χλωμάδα κατοικεί πάνω σου,
φέρνοντας δάκρυα στα μάτια σου,
τα σκοτεινά ωσάν γαλάζια νερολούλουδα.
Είθε να μακροημερεύσεις, φίλη μου.
340.
Όταν η αγάπη αυξάνεται,
πηγαίνει σ’ αυτόν.
Αν είμαι λυπημένη δίχως αυτόν,
η αγάπη γίνεται ένα μαζί μου.
Δεν ξέρει τι να κάνει,
παγιδευμένη ανάμεσα στους δυο μας,
ετούτη η καρδιά, όπου κατοικεί ο αγαπημένος μου.
Είναι ωσάν τα ανθισμένα πάνδανα στην άκρη της όχθης,
που ταλαντεύονται με τα τρεχούμενα νερά.
353.
Είναι γλυκό τη μέρα να παίζεις στις τραγουδιστές νεροσυρμές,
κει στις βουνοπλαγιές με τις ψηλές κορφές,
κρατώντας το στήθος του κυρίου σου από τα ηχηρά βουνά
για να επιπλέεις.
Μα είναι οδυνηρό τη νύχτα να κοιμάσαι
και η μητέρα την πλάτη να σου αγκαλιάζει
με τις κρεμαστές πλεξούδες,
στο ωραίο σου σπίτι, όπου μια λάμπα κοκκινόφλογη
ανάβει από λευκό βαμβακερό φυτίλι,
ενώ εσύ ξαπλώνεις δίχως να μπορείς τα βλέφαρα να κλείσεις.
370.
Όταν είμαι μαζί με τον άνδρα
από την πόλη με τις δροσερές ακρογιαλιές,
όπου οι μέλισσες στους βάλτους
ανοίγουν μεγάλα όμορφα χρωματισμένα άνθη
από λευκά νερολούλουδα,
είμαστε δύο σώματα.
Όταν γινόμαστε ένα, είμαστε κοντά
σαν δάχτυλα που τυλίγονται σφιχτά γύρω από ένα τόξο,
ακόμη κι όταν φεύγει μακριά για το ωραίο του σπίτι.
376.
Το καλοκαίρι είναι δροσερή σαν σανταλόξυλο
που μεγαλώνει σ’ απότομες βουνοκορφές,
την κατοικία άγριων θεών
που η ζωντανοί στη γη δεν τους κατανοούνε.
Το χειμώνα είναι ζεστή σαν την καρδιά του λωτού
που συγκεντρώνει τις κινούμενες ακτίνες του ήλιου
και ταλαντεύεται απαλά.
378.
Μακάρι να βρει βαριά σκιά που δεν κοιτά τον ήλιο!
Μακάρι να βρει άμμο σκορπισμένη στα μικρά μονοπάτια του βουνού!
Μακάρι να πέσουν δροσερές βροχές στην έρημο,
όπου επήγε, αφήνοντας μας,
το αθώο μελαχρινό κορίτσι
φεύγοντας με τον νεαρό της άνδρα
που κουβαλά ένα λαμπρό μακρύ σπαθί.
387.
Ποιος ο λόγος, φίλη μου,
να περιμένουμε να τελειώσει η μέρα,
όταν τα νυχτολούλουδα ανθίζουν
στ’ αβοήθητα απογεύματα,
καθώς δύει η κάψα του ήλιου;
Αν περάσουμε τούτο το όριο,
ο πόνος που φέρνει η νύχτα
είναι μεγαλύτερος απ’ τον ωκεανό.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου