Ο αετός και το μαρτύριο του Προμηθέα στον Προμηθέα Λυόμενο


Η σωζόμενη αισχύλεια τραγωδία Προμηθεύς δεσμώτης κλείνει με τον ήρωα να κατακρημνίζεται αλυσοδεμένος στον Άδη ως τιμωρία για την πεισματική του άρνηση να αποκαλύψει στον Δία το μεγάλο μυστικό από το οποίο κινδύνευε η εξουσία του νέου βασιλιά του κόσμου, μυστικό που του εμπιστεύτηκε η μητέρα του Γαία-Θέμις. Συνέχεια του έργου αποτελούσε η χαμένη τραγωδία Προμηθεύς λυόμενος. Από τον Λυόμενο έχουν σωθεί ελάχιστα αποσπάσματα, αλλά χάρη σ’ αυτά και στις σκόρπιες αρχαίες πληροφορίες μπορούμε να ανασυστήσουμε σε γενικές γραμμές την πλοκή, η οποία έχει πολλές ομοιότητες μ' αυτή του σωζόμενου έργου: ο Προμηθέας έχει ανέβει ξανά στο φως μετά από ένα απροσδιόριστο διάστημα εγκλεισμού στον Κάτω Κόσμο, αλλά ένας αετός, σταλμένος από τον Δία τού κατατρώγει τα σπλάχνα, όπως προείπε ο Ερμής στο σωζόμενο έργο (στίχοι 1020-1025). Οι Τιτάνες, απελευθερωμένοι από τα Τάρταρα, όπου είχαν φυλακιστεί μετά την Τιτανομαχία, και συμφιλιωμένοι πια με τον Δία, επισκέπτονται τον Προμηθέα (όπως στον Δεσμώτη τον επισκέπτονται οι Ωκεανίδες), προφανώς με τον στόχο να τον πείσουν να μαλακώσει την άκαμπτη στάση του και να αποκαλύψει το μυστικό στον Δία. Ο Προμηθέας βρίσκει την ευκαιρία να τους εξιστορήσει τα βάσανά του. Βέβαιη είναι η εμφάνιση του Ηρακλή, στον οποίο ο Προμηθέας δίνει πληροφορίες για το πώς θα φτάσει στη χώρα των Εσπερίδων (ανάλογη είναι η σκηνή της συνομιλίας Προμηθέα και Ιούς στο σωζόμενο δράμα). Ο γιος του Δία σκοτώνει το όρνεο που έτρωγε καθημερινά τα σπλάχνα του Προμηθέα σε μια πρώτη συμβολική κίνηση συμφιλίωσης μεταξύ Δία και Προμηθέα. Πιθανώς το έργο έκλεινε με την αποκάλυψη του μυστικού (ο Δίας δεν έπρεπε να ενωθεί με τη Θέτιδα, η οποία θα γεννούσε ένα παιδί ανώτερο από τον πατέρα του) και την απελευθέρωση του Τιτάνα από τα δεσμά του. Μερικοί πιστεύουν ότι στη διάρκεια του έργου εμφανιζόταν και η Γαία, όπως ο Ωκεανός εμφανίζεται στο σωζόμενο έργο. Η πίστη αυτή βασίζεται στο γεγονός ότι το όνομα της Γαίας, μαζί με αυτό του Ηρακλή, εμφανίζεται κατά λάθος στον κατάλογο των προσώπων του δράματος που συνοδεύει την υπόθεση του Προμηθέα Δεσμώτη. Επίσης η Γαία είχε παίξει ρόλο και σε μια παλιότερη συμφωνία ανάμεσα στον Δία και τον Προμηθέα (Προμ. δεσμ. 209-218), άρα είναι κατάλληλη ως διαμεσολαβητής. Πιθανώς στο έργο γινόταν μνεία και για τιμές στο πρόσωπο του Προμηθέα σε ανάμνηση των βασάνων του (απόσπ. 202 Sommerstein) και αυτό το σημείο μπορεί να αφορούσε την καθιέρωση της λατρείας του Τιτάνα στην Αθήνα.  
Πολλές ερμηνείες έχουν προταθεί για το βαθύτερο νόημα της αισχύλειας τριλογίας, όχι αναγκαστικά αλληλοαποκλειόμενες. Το βέβαιο είναι ότι η εγελιανού τύπου πορεία της πλοκής (δράση, αντίδραση, σύνθεση των αντίθετων δυνάμεων) είναι ανοιχτή σε πολλές αναγνώσεις και χαρακτηριστική της τελευταίας περιόδου του ποιητή (πβ. Ορέστεια, 458 π.Χ., τριλογία των Δαναΐδων, 463 π.Χ.). Μπορεί να αποτελεί ένα περίπλοκο θεολογικό σχόλιο για τη φύση της θεϊκής εξουσίας και την πορεία της θεϊκής δράσης στον Κόσμο, αλλά είναι σχεδόν βέβαιο πως αποτελεί και ένα σχόλιο στον τρόπο που οφείλει να ασκείται η εξουσία στη δημοκρατική πόλη (μέτρο και συμφιλίωση των αντίθετων δυνάμεων για το καλό της πόλης).
            Παρακάτω μεταφράζω το εκτενέστερο σωζόμενο απόσπασμα από τον Προμηθέα λυόμενο (193 Sommerstein). Το διαφύλαξε ο Κικέρων με το να το μεταφράσει ο ίδιος στα Λατινικά. Συνεπώς δίνω εδώ αναγκαστικά μια μετάφραση της λατινικής μετάφρασης. Ωστόσο η δύναμη του αισχύλειου λόγου και έτσι ακόμη είναι εμφανής. Είμαστε στην πάροδο του έργου. Ο αλυσοδεμένος Προμηθέας απευθύνεται στους Τιτάνες που στέκονται γύρω του:

Των Τιτάνων γενιά, συγγενείς του αίματός μου,
τ' Ουρανού γεννήματα, δεσμώτη κοιτάξτε με,
αλυσοδεμένο σ' άγρια βράχια, καθώς δένουν το πλοίο
ναύτες δειλοί, φοβισμένοι απ’ τη νύχτα, σε στενό που τρομακτικά αντηχεί.
Έτσι μ’ έδεσε ο Ζευς, του Κρόνου ο γιος,
και το χέρι του Ήφαιστου αποδέχτηκε του Δία τη θέληση.
Ο ίδιος ο Ήφαιστος με τέχνη αδυσώπητη τις σφήνες εκάρφωσε,
διαπερνώντας τις αρθρώσεις μου. Θλιβερός, τρυπημένος
επιδέξια, ετούτο των Ερινύων το οχυρό κατοικώ.
Τώρα, κάθε δεύτερη φονική μέρα,
πετώντας δυσοίωνα καταφτάνει και με νύχια γαμψά με ξεσχίζει
του Δία ο βοηθός, σπαράζοντας το άγριο γεύμα του.
Άφθονα χορτασμένος, κορεσμένος με το παχύ μου συκώτι,
κλαγγή πελώρια αφήνει και πετά μακριά προς τα ύψη,
σκουπίζει το αίμα μου με την φτερωτή του ουρά.
Κι όταν το φαγωμένο συκώτι μου φουσκώνει και γεννιέται ξανά,
τότε επιστρέφει και πάλι στο απαίσιο γεύμα του άπληστος.
Έτσι τρέφω τούτον τον φύλακα του άθλιου βασάνου μου,
που ζωντανό μ’ ατιμάζει με μαρτύριο ατέρμονο.
Με τις αλυσίδες, καθώς βλέπετε, του Δία δεμένος  
δεν μπορώ το τρομερό πτηνό να κρατήσω μακριά απ’ το στήθος μου.
Απ’ τον εαυτό μου στερημένος υποφέρω πληγές θλιβερές,
αναζητώντας της συμφοράς μου το τέλος στου θανάτου τον έρωτα.
Του Δία η δύναμη, όμως, με κρατά μακριά απ’ τον θάνατο
και τούτη η θηριωδία, η αρχαία, η γεμάτη οδύνη, η σωρευμένη
από αιώνες φρικτούς,[1]  έχει εντυπωθεί πάνω στο σώμα μου:
απ’ αυτό πέφτουν σταγόνες λιωμένες[2] με τη φλόγα του ήλιου
κι αδιάκοπα στάζουν στα βράχια του Καύκασου.   

Titanum suboles, socia nostri sanguinis, 
generata Caelo, aspicite religatum asperis 
vinctumque saxis, navem ut horrisono freto 
noctem paventes timidi adnectunt navitae. 
Saturnius me sic infixit Iuppiter, 
Iovisque numen Mulciberi adscivit manus. 
hos ille cuneos fabrica crudeli inserens 
perrupit artus; qua miser sollertia 
transverberatus castrum hoc Furiarum incolo. 
iam tertio me quoque funesto die 
tristi advolatu aduncis lacerans unguibus 
Iovis satelles pastu dilaniat fero. 
tum iecore opimo farta et satiata adfatim    
clangorem fundit vastum et sublime advolans 
pinnata cauda nostrum adulat sanguinem. 
cum vero adesum inflatu renovatum est iecur, 
tum rursum taetros avida se ad pastus refert. 
sic hunc custodem maesti cruciatus alo, 
qui me perenni vivum foedat miseria. 
namque, ut videtis, vinclis constrictus Iovis 
arcere nequeo diram volucrem a pectore. 
sic me ipse viduus pestes excipio anxias
amore mortis terminum anquirens mali; 
sed longe a leto numine aspellor Iovis, 
atque haec vetusta, saeclis glomerata horridis, 
luctifica clades nostro infixa est corpori, 
e quo liquatae solis ardore excidunt 
guttae, quae saxa adsidue instillant Caucasi.




[1] Δεκατρείς γενιές έχουν περάσει από τότε που αλυσοδέθηκε ο Προμηθέας (βλ. Προμ. δεσμ. 774).
[2] Σταγόνες αίματος ή ίσως να εννοείται ο ιχώρ του Προμηθέα. Κατά τον Απολλώνιο το Ρόδιο (Αργον. 3.845-3.866) από τις σταγόνες αυτές γεννήθηκε ένα φυτό. Από αυτό το φυτό η Μήδεια έφτιαξε την αλοιφή που έκανε άτρωτο τον Ιάσονα για μια μέρα. Η ιστορία αυτή μπορεί να έχει ως απώτερη πηγή τον Σοφοκλή (απόσπ. 340 και υπόθεση στον Προμηθέα δεσμώτη).

Σχόλια