Η ανάρτηση
μπορεί να διαβαστεί ως συνέχεια της ανάρτησης Το αριθμητικό ένας, μία, ένα: ετυμολογία και πρωταρχική μορφή στην προϊστορία της Ελληνικής Γλώσσας
Η ετυμολογία της λέξης πρῶτος
και του αντίστοιχου δωρικού τύπου πρᾶτος
σχετίζεται με την πρόθεση/επίρρημα προ- που σημαίνει «μπροστά, πριν». Εντούτοις
η ακριβής διαδικασία σχηματισμού των τύπων παραμένει αντικείμενο έντονης διαφωνίας.
Πιο απλή φαίνεται η λύση της συναίρεσης μέσω της εξής διαδικασίας: πρόwατος (τύπος που φαίνεται ότι πρέπει να
αποκατασταθεί σε κάποια ομηρικά χωρία για μετρικούς λόγους) > πρόατος >
πρῶτος και πρᾶτος (πβ. ἁπλόα>ἁπλᾶ από το ἁπλοῦς < ἁπλόος). Η κατάληξη -(w)ατος μπορεί να είχε υπερθετική χροιά
(= «πιο μπροστά από όλους»). Πβ. ὕπατος
(<ὑπό/ὕπο/ὑπαί).
Μια πολύ παλιά λέξη που σχετίζεται με
την έννοια του ενός, αλλά προέρχεται από ανεξάρτητη ρίζα σε σχέση με το
αριθμητικό, είναι η λέξη οἴνη και οἶνος, η οποία επιβίωσε στην ιστορική
εποχή με την ειδική σημασία «άσσος» στα ζάρια.[i]
Ωστόσο η λέξη σήμαινε αρχικά «μόνος, μοναδικός, μοναχικός», όπως φαίνεται από
τη γλῶσσα που καταγράφει ο
λεξικογράφος Ησύχιος οἰνίζειν = μονάζειν, ενώ αλλού ο ίδιος ερμηνεύει
τον τύπο οἰνῶντα με τη σημασία «ο
μονήρης». Η λέξη παράγεται από ρίζα oἰ-, στην οποία προστίθεται η επιθετική
κατάληξη -νος/-νη, δηλαδή αρχικά ήταν επίθετο. Από την ίδια ρίζα προέρχεται και
το σπάνιο, μετά τον Όμηρο, επίθετο οἶος,
οἴα ή οἴη, οἶον (μόνος,
απομονωμένος) και τα σύνθετα και παράγωγα του (π.χ. οἰόβατος, οἰόζωνος, οἰοχίτων, οἰόομαι, οἰαδόν κ.ά.). Υπήρχε και η
φράση οἰόθεν οἶον (=εντελώς μόνος). Η
λέξη προέρχεται από τη ρίζα οἰ- συν την κατάληξη -wos (oiwos>oios>οἶος) που ίσως εδώ δήλωνε χωρική
σχέση (πβ. μόνwος>μόνος, δεξιwός>δεξιός κ.ά.). Ο αρχικός τύπος με το -w- διασώζεται σε επιγραφές στην
κυπριακή διάλεκτο. Η μηδενική βαθμίδα της ίδιας ρίζας ἰ- δίνει τον αρχαϊκό
ομηρικό τύπο ἴα (=μία) και τον
αρσενικό τύπο ἰός μια φορά στον Όμηρο,
αλλά και στην Κρήτη με τη σημασία «εκείνος». [ii]
[i]
Δεν πρέπει να συγχέεται με τη λέξη για το κρασί ή την άμπελο που παράγεται από
άλλη ρίζα (woinos). Οι
φωνητικές εξελίξεις, βασικά η απώλεια του w-, έκαναν τις δύο λέξεις ομόηχες.
[ii]
Τα δύο τελευταία παραδείγματα αποδεικνύουν ένα βασικό κανόνα της
διαλεκτολογίας, ότι αρχαϊκοί τύποι διασώζονται πολλές φορές στην περιφέρεια
ενός γλωσσικού συνεχούς.