Το αριθμητικό ένας, μία, ένα: ετυμολογία και πρωταρχική μορφή στην προϊστορία της Ελληνικής Γλώσσας



 Ο αριθμός 1 στην κλασική ελληνική, και συγκεκριμένα στην αττική διάλεκτο, είχε τη μορφή εἷς, μία, ἕν στα τρία γένη. Οι τύποι σε συγχρονικό επίπεδο φαίνονται ανόμοιοι, «ανώμαλοι», αλλά η προσεκτική διαχρονική τους ανάλυση αποκαλύπτει μια ομαλή πραγματικότητα σε προϊστορικό στάδιο. Συγκεκριμένα οι τρεις τύποι μπορούν να αναχθούν σε πρωταρχικές μορφές

σέμς (sem-s), σμίyα (sm-iya), σέμ (sem).

Ας αρχίσουμε με το (ακατάληκτο) ουδέτερο, όπου απαιτούνται δύο φωνητικές εξελίξεις: α) το σ- σε αρχική θέση πριν από φωνήεν σε κάποια φάση της προϊστορικής Ελληνικής αδυνάτισε και έγινε δασεία.[1] Δηλαδή sem>hem>ἕμ.  β) Η Ελληνική στην εξέλιξή της έπαψε να ανέχεται ως τελικά σύμφωνα στις κλιτές λέξεις άλλα πέραν των ν, ρ, σ, ξ, ψ. Συνεπώς το τελικό -μ εξελίσσεται στον κοντινότερο φωνητικά φθόγγο ἕμ>ἕν.

Το θηλυκό σμίyα απαιτεί τις εξής μεταβολές: το αρχικό σ- μπροστά από σύμφωνο εκπίπτει εντελώς. Συνεπώς σμίyα > μίyα (πβ. τη διπλοτυπία σμικρός/μικρός).Το ημίφωνο y στη μεταγενέστερη Ελληνική χάνεται σε μεσοφωνηεντική θέση: μίyα>μία.[2] Ιδιαιτερότητα του θηλυκού τύπου είναι επίσης ότι παρουσιάζει τη λεγόμενη μηδενική βαθμίδα στη ρίζα, δηλαδή σμ-, αντί της λεγόμενης βαθμίδας -ε που έχουν το αρσενικό και το ουδέτερο (σεμ-). Πβ. για το φαινόμενο βέλος, βλῆμα ή τέμνω, τμῆμα.

Ο (καταληκτικός) αρσενικός τύπος παρουσιάζει την εξέλιξη α) του ουδετέρου, δηλαδή sems>hems>ἕμς. Επειδή το -μς στην εξέλιξη της γλώσσας παύει να γίνεται ανεκτό ως τέλος λέξης, τρέπεται σε -νς. Συνεπώς hems > hens > ἕνς.[3] Θα περιμέναμε γενική ἑμός, αλλά η κλασική Ελληνική παρουσιάζει τύπο ἑνός. Η μεταβολή του -μ- σε -ν- στις πλάγιες πτώσεις οφείλεται σε αναλογία προς την ονομαστική ἕνς, ἕν. Ότι κάποτε η ρίζα είχε -μ- και όχι -ν- αποδεικνύεται α) από το θηλυκό, β) από τη μυκηναϊκή δοτική hemei (κλασικό ἑνί), που φανερώνει ότι η εξέλιξη στις πλάγιες πτώσεις δεν είχε ολοκληρωθεί ακόμη στην Εποχή του Χαλκού. Η εν συνεχεία έκπτωση του -ν- προκαλεί την αναπληρωματική έκταση του προηγούμενου φωνήεντος: hens >hees, όπου το διπλό εε δεν είναι το ανοιχτό μακρό ε που εκπροσωπείται στο αλφάβητο από το γράμμα -η-, αλλά έχει κλειστή ποιότητα (κάτι σαν το ενικό γαλλικό άρθρο le). Ο λόγος που αποδίδεται γραφικά με το -ει- είναι ότι στην κλασική εποχή η γνήσια δίφθογγος -ει- είχε ήδη μονοφθογγιστεί (στην αττική διάλεκτο) σε μακρό κλειστό εε και επομένως η προφορά της συνέπεσε με το κλειστό μακρό εε που προερχόταν από την αναπληρωματική έκταση. Για λόγους οικονομίας η γραφή παριστάνει αυτό το μακρό κλειστό εε (ανεξάρτητα από την καταγωγή του) με το -ει-, για να το ξεχωρίζει από το ανοιχτό εε που δηλώνεται με το ήτα (-η-). Συνεπώς είναι λάθος να διαβάζουμε το εἷς με δίφθογγο, αφού πρόκειται απλά για ορθογραφική σύμβαση.[4]

Η ρίζα sem/sm- εκτός από την αριθμητική σημασία «ένας» αναπτύσσει σταδιακά και άλλες:

-από την βαθμίδα -ε την έννοια της ενότητας ή ολότητας: ἑνότης, ἑνιαῖος, ἑνόω (=ενώνω), ἕνωσις, ἕνωμα.

-από τη μηδενική βαθμίδα σμ- την έννοια «σε μια στιγμή, ταυτόχρονα, την ίδια στιγμή, αμέσως, συγχρόνως με κάτι άλλο». Έτσι προκύπτει το επίρρημα ἅμα (πβ. το συνάμα). Για να καταλάβουμε τη μορφή του τύπου, πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι στην προϊστορική Ελληνική τα φωνήματα μ,ν,λ,ρ,w,y ήταν κατά την αρχαία ορολογία ημίφωνα, δηλαδή είχαν, ανάλογα με το φωνητικό περιβάλλον, ιδιότητες και των συμφώνων και των φωνηέντων. Πβ. ως εμβληματικό παράδειγμα τους «ανώμαλους» τύπους Ζεύς, γενική Διός: ο πρώτος τύπος ανάγεται σε Dyeus, ο δεύτερος σε Diwos. Ο πρώτος τύπος παρουσιάζει τη συμφωνική μορφή του -y- και την φωνηεντική μορφή του w = υ (προφορά ου). Ο δεύτερος τύπος ανατρέπει την κατάσταση: παρουσιάζει τη φωνηεντική μορφή του y = ι και τη συμφωνική μορφή w. Με λίγα λόγια έχουμε τα ζεύγη y/ι και w/υ ανάλογα με τις περιστάσεις. Τα τέσσερα υπόλοιπα ημίφωνα μ,ν,λ.ρ δίνουν ως φωνηεντική μορφή τα λεγόμενα συλλαβικά ένηχα, των οποίων το όνομα σημαίνει κυριολεκτικά «(σύμφωνα) που έχουν ενσωματωμένο ήχο (όπως τα φωνήεντα) και λειτουργούν ως συλλαβές».[5] Τα συλλαβικά ένηχα λειτουργούν ως φωνήεντα και γι’ αυτό μπορούν να σχηματίζουν συλλαβές από μόνα τους, όπως τα φωνήεντα, και μάλιστα να φέρουν και τον τόνο της λέξης, όπως τα φωνήεντα.[6] Στην εξέλιξη της Ελληνικής άλλοτε τράπηκαν σε πραγματικά φωνήεντα (π.χ. ὄνομṇ > ὄνομα) και άλλοτε παρέλαβαν μπροστά ή πίσω τους ένα φωνήεν (α ή ο ανάλογα με τη διάλεκτο και την εποχή): π.χ. stṛtos >στρατός στην Αττική, σταρτός στη Γόρτυνα, στρότος στη Λέσβο. Αυτή η εξέλιξη δικαιολογεί λ.χ. και τη διπλοτυπία θράσος / θάρσος (αργότερα θάρρος). Στην περίπτωσή μας ο αρχικός τύπος ήταν sṃa (με τον τόνο στο ένηχο) >sama>hama>ἅμα.[7] Παράγωγα: ἁμάδις, ἄμυδις (=μαζί, με αιολική ψίλωση και φωνηεντισμό υ όπως στο ἄλλυδις), στην Κρήτη ἁμἀκις (ο Ησύχιος το ερμηνεύει ως ἅπαξ -βλ. αμέσως παρακάτω και πβ. πολλάκις), στον Τάραντα ἁμάτις και άλλα. Το πιο σημαντικό παράγωγο είναι η λέξη άμαξα (<ἅμα+ἄξων+θηλυκή κατάληξη - ya - πβ. σμίyα).

-πάλι από τη μηδενική βαθμίδα προκύπτει η έννοια «μία και μοναδική φορά», δίνοντας το επίρρημα ἅπαξ (<sṃpax>sapax>hapax). Το δεύτερο συνθετικό είναι το πάξ (=αρκετά) από το ρίζα του πήγνυμι, ἐπάγην. Συνεπώς αρχική σημασία του ἅπαξ = μια φορά αρκεί.

-Με φωνηεντισμό -ο- (σομ-, ετεροιωμένη βαθμίδα, πβ. λ.χ. βέλος/βολή, τέμνω/τομή) προκύπτει το ὁμός < somos>homos (ένας και μόνος, ο ίδιος, όμοιος, κοινός, ενωμένος) και τα παράγωγα ὅμοιος, ὁμῶς, ὅμως,[8] ὁμοῦ, ὁμόθεν, ὁμόσε κ.τ.λ.

Τελικό συμπέρασμα: μια σειρά από λέξεις που σε συγχρονικό επίπεδο μοιάζουν άσχετες, αφού υπέστησαν διαφορετικές φωνητικές εξελίξεις, αποκαλύπτονται ως συγγενικές μόνο μέσω μιας ιστορικής και διαχρονικής φωνητικής και νοηματικής ανάλυσης.




[1] Κλασικό παράδειγμα για το φαινόμενο αποτελεί η διπλοτυπία σῦς/ὗς (το αγριογούρουνο).
[2] Διατηρείται, όμως, ακόμη στη μυκηναϊκή περίοδο.
[3] Ο τύπος ἕνς μαρτυρείται σε επιγραφή της ιστορικής εποχής από τη Γόρτυνα, μια επιγραφή γενικά με πολλά αρχαϊκά στοιχεία, στη φράση ἕνδ δικαδδέτω (=εἷς δικαζέτω) με αφομοίωση του τελικού -ς προς το επόμενο δ-.
[4] Στη δωρική διάλεκτο, από την άλλη, ο τύπος εμφανίζεται με ανοιχτό μακρό εε ως ἧς, παρουσιάζοντας τη συνήθη δωρική φωνηεντική εξέλιξη στην αναπληρωματική έκταση. Πβ. δωρικό ἠμί (<esmi), αλλά αττικό εἰμί.
[5] Παριστάνονται συνήθως με έναν μικρή κύκλο κάτω από το σύμφωνο ṃ,ṇ,ḷ,ṛ.
[6] Για ένα παράδειγμα από μια σύγχρονη ξένη γλώσσα βλ. λ.χ. το όνομα της πόλης Kṛnov στην Τσεχία, όπου ο τόνος βρίσκεται στο συλλαβικό ένηχο ṛ.
[7] Στη δωρική υπάρχει ο τύπος ἁμᾶ (<sṃaa με το τόνο στο πρώτο α, απολιθωμένη οργανική πτώση) και στους Δελφούς ο τύπος ἁμεῖ (<sei, με τον τόνο στο ε, απολιθωμένη τοπική).
[8] Η αντιθετική σημασία του ὅμως και η χρήση του ως αντιθετικού συνδέσμου (=αλλά, ωστόσο) προέκυψε εξελικτικά από συλλογισμούς του τύπου «αν και φαίνονται διαφορετικά, ωστόσο είναι ένα και το αυτό».