Η ιστορία του Ιβάν του πολεμιστή και του Μύρωνα του ερημίτη



ΜΑΞΙΜ ΓΚΟΡΚΙ, ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΜΟΥ ΧΡΟΝΙΑ

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΙΒΑΝ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΙΣΤΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΜΥΡΩΝΑ ΤΟΥ ΕΡΗΜΙΤΗ

(ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΚΑΔΗΜΟΣ)



Ήταν μια φορά ένας κακός βοεβόδας

που τον λέγανε Γκορντιόν.

Είχε μαύρη ψυχή και πέτρινη συνείδηση.

Κυνηγούσε τους δικαίους, βασάνιζε τους ανθρώπους.

Και ζούσε μέσα στο κακό, σαν κουκουβάγια στην κουφάλα ενός δέντρου.

Μ’ αυτός που ο Γκορντιόν μισούσε πιο πολύ,

ήταν ο καλόγερος ο Μύρωνας, ο ερημίτης.

Ένας ειρηνικός υπερασπιστής της πίστης,

που έκανε το καλό χωρίς φόβο.

Ο βοεβόδας φωνάζει τον πιστό του υπηρέτη,

τον γενναίο Ιβάν τον πολεμιστή:

-Πήγαινε Ιβάν να σκοτώσεις τον καλόγερο,

το φαντασμένο καλογεράκι, το Μύρωνα,

πήγαινε και κόψε του το κεφάλι,

πήγαινε κι άρπαξέ τον απ’ τα γκρίζα γένια του,

φέρ’ το μου, για να το ρίξω να το φάνε τα σκυλιά μου!

Ο Ιβάν φεύγει υπάκουος,

ο Ιβάν φεύγει και σκέφτεται με πίκρα:

«Δεν πάω με τη δική μου θέληση, η ανάγκη με σπρώχνει.

Πρέπει να πιστέψω πως είναι η μοίρα που μου έγραψε ο Θεός».

Ο Ιβάν έκρυψε το κοφτερό μαχαίρι του κάτω απ’ το χιτώνα του.

Φτάνει, και χαιρετάει τον ερημίτη:

-Είσαι πάντα καλά, τίμιε γεροντάκο; Σ’ έχει πάντα

ο Θεός κάτω απ’ την άγια φύλαξή Του;

Μα ο σοφός καλόγερος αρχίζει να γελάει,

και τα σοφά χείλη του αφήνουν αυτά τα λόγια να πέσουν:

-Ιβάν μην προσπαθείς να πεις ψέματα.

Ο Κύριος ο Θεός γνωρίζει τα πάντα,

το καλό και το κακό είναι στο χέρι του! Ξέρω γιατί ήρθες!

Ο Ιβάν ντράπηκε.

Αλλά φοβόταν και να παρακούσει. Τότε τραβώντας

το μαχαίρι απ’ την πέτσινη θήκη του,

σκούπισε τη λάμα στην ανάποδη του ρούχου του:

-Μύρωνα, είπε, ήθελα να το κάνω έτσι,

που να σε σκοτώσω χωρίς να δεις το μαχαίρι! Μα τώρα

προσευχήσου στο Θεό, προσευχήσου για τελευταία φορά.

Παρακάλεσέ τον για σένα, για μένα, για όλο το ανθρώπινο γένος.

Ύστερα, θα σου κόψω το κεφάλι!

Ο καλόγερος Μύρωνας γονάτισε, κάτω από μια νεαρή βαλανιδιά.

Το δέντρο τον προσκύνησε και ο καλόγερος χαμογελαστός μίλησε:

Ω! Ιβάν η προσμονή σου θα είναι μεγάλη! Γιατί

η προσευχή για το ανθρώπινο γένος θα κρατήσει πολύ,

και θα κάνεις καλύτερα να με σκοτώσεις αμέσως,

παρά να ξελιγωθείς περιμένοντας μάταια!

Τότε ο Ιβάν σούφρωσε τα φρύδια κι έκανε τον σπουδαίο ο κουτός:

Όχι, ό,τι είπα, το είπα! Προσευχήσου, θα περιμένω κι έναν αιώνα ακόμα!

Ο μοναχός προσευχήθηκε ως το βράδυ.

Κι από το βράδυ ως την άλλη αυγή εξακολούθησε.

Κι από την αυγή ως τη νύχτα προσευχήθηκε ακόμα.

Κι από το καλοκαίρι ως την άλλη άνοιξη

κράτησε η προσευχή του.

Και τα χρόνια φεύγανε και τα χρόνια περνούσαν

και ο Μύρωνας προσευχότανε πάντα.

Η νεαρή βελανιδιά έφτασε ως τα σύγνεφα.

Ένα πυκνό δάσος είχε γεννηθεί απ’ τα βελανίδια.

Και η αγία προσευχή δεν είχε ακόμη τελειώσει.

Και σήμερα ακόμα, ο καλόγερος σιγά-σιγά

μουρμουρίζει λόγια απολυτρωτικά.

Ζητάει από το Θεό να παραστέκει στους ανθρώπους,

Απ’ την Παρθένο να τους δίνει ευτυχία.

Ο Ιβάν ο πολεμιστής είναι όρθιος κοντά του.

Το σπαθί του έχει γίνει από καιρό σκόνη

και ο σιδερένιος θώρακάς του φαγώθηκε από τη σκουριά.

Τα όμορφα ρούχα του είναι σάπια κουρέλια.

Χειμώνα και καλοκαίρι ο Ιβάν μένει εκεί γυμνός.

Και η παγωνιά τον δαγκώνει και η ζέστη τον καίει.

Κι ωστόσο μένει.

Το σαπισμένο αίμα του τρέχει ακόμα στις φλέβες του.

Και οι λύκοι και οι αρκούδες μόλις που τον κοιτάζουν.

Δεν έχει τη δύναμη ν’ αφήσει αυτό το μέρος

Ούτε να σηκώσει το χέρι, ούτε να πει λέξη!

Γιατί αυτή είναι η τιμωρία του: δε θα ‘πρεπε

να εκτελέσει τη σκληρή διαταγή,

ούτε να κρυφτεί πίσω από την ξένη συνείδηση.

Αλλά η προσευχή που ο καλόγερος

στέλνει στο Θεό για τους φτωχούς εμάς τους αμαρτωλούς

κυλάει πάντα γαλήνια.

Σαν ένα λαμπρό ποτάμι που ξεχύνεται στον ωκεανό!