Λορέντζος Μαβίλης: όλα τα σονέτα (μέρος 1ο)


Μέρος 2ο

Μέρος 3ο

Όλα σε μορφή pdf


ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ
Σου αρέσαν τα σονέτα μου και αγάλι
αγάλι εψυχοπόνεσες κι εμένα
κι εχάρισές μου, ομορφομάτα, μ’ ένα
φίλημα, την καρδιά σου τη μεγάλη.

Ποιος εράγισε τ’ άλικο ανθογυάλι
και αντίς αίμα νερά θωρώ χυμένα
και τ’ άνθια της αγάπης μαραμένα;
Είχε ο γιαλός της γλύκας γυρογιάλι;

Μισοκρύβεται  εν’ άχαρο βιβλίο
σκονισμένο, παλιό, στο ύστερο ράφι∙
το εδιάβασες μια μέρα σ’ ένα πλοίο

και δεν καλοθυμάσαι ούτε τι γράφει.
Μα μια στάλα ζωής πιωμένη σo ’χει
κι ακόμα δεν το παραρίχνεις, όχι.


ΑΝΑΞΙΟ Α΄
Στο φως σου σταματώντας, μια γαλήνη
θα ξαναβρούνε οι λογισμοί μου οι πλάνοι,
και της απελπισίας τ’ άυπνο καπλάνι
για λίγο τ’ άγριο νύχι θ’ απαλύνει.

Μα ο καημός της πατρίδας δε μ’ αφήνει∙
αλλιώς, ήθε σου πλέξω ένα στεφάνι
που άλλο όμοιο σαν κι αυτό να μην εφάνη∙
τόσο ήθελε η θωριά σου τ’ ομορφήνει.

Του νησιού μου τες μύριες ομορφάδες
σαν κι εμένα κανένας δεν εχάρη,
που όλο περνάω πλαγιές, γιαλούς, κορφάδες.

Μα σ’ εσέ σταματώ· γιατί έχει χάρη
κάλλιο παρ’ άλλη γης η Κέρκυρά μου,
μα μες στην Κέρκυρα μου εσύ, κυρά μου.


ΑΝΑΞΙΟ Β΄
Πόσες φορές με την ψυχή μου σ’ είδα
ν’ ακουμπάς σε μια μαρμαροκολώνα
του φεγγαροβρεμένου Παρθενώνα
σα σε κρίνο απαλό μάγου άστρου αχτίδα.

Και τώρα απ’ τη μεγάλη Πυραμίδα
ανάερα πλες με αθανασίας κορώνα
σα να εζούσες ισόθεη στον αιώνα
των ωραίων και υψηλών αντιφεγγίδα.

Σα θα ξανάμαι αγνάντια σου και ομπρός μου
θα λάμπουν τα δύο μάτια σου, θα λέω
πως βλέπω όλα τα θάματα του κόσμου,

πως αγκαλιάζω ό,τι υψηλό και ωραίο∙
και ξεψυχώντας στο φως της ειδής σου
τη γλύκα θ’ αγροικώ του παραδείσου.


ΠΑΤΡΙΔΑ
Μάνα μου Ελλάδα, τι δεν είσαι τώρα
σαν πρώτα ορθή, ψηλή, στεφανωμένη
με δάφνες, τι δεν είσαι με τα δώρα
της αθάνατης Νίκης στολισμένη;

Αχ! πότε θα ’ρθει, πότε θα ’ρθει η ώρα
να ματαστράψει η όψη σου η σβησμένη
και την ερημωμένη σου τη χώρα
μ’ ελπίδα να φωτίσεις, ω αντρειωμένη;

Πατρίδα μου, σηκώσου. Ας λάμψει πάλι
στον αιθέρα ψηλά το μέτωπό σου
και της Ελευτεριάς θε να προβάλει

η μέρα και το θείο πρόσωπό σου
θα λάμπει σαν τον ήλιο της. Μεγάλη
θα γίνεις κι αλιά τότε στον εχτρό σου.


ΔΕΚΑΤΕΤΡΑΣΤΙΧΟΝ
Όταν φθάν’ η στιγμή που κοπιασμένος
ο ήλιος αρχίζει να νυστάζει
και την σβησμένην όψη του σκεπάζει
εις πορφύρινη χλαίνα τυλιγμένος,

τότε στρέφω το βήμα διψασμένος
εις του Mühlberger την πηγή, όπου στάζει
εν εξαίσιο ποτό, που εκείνου μοιάζει
που ευφραίνει των θεών τ’ Ολύμπιο γένος.

Εκεί  περνώ τες ώρες λησμονώντας
και πατρίδα και φίλους. Ένα μόνο
πρόσωπ’ ολόγυρά μου φτερουγίζει

στα νυσταγμένα μάτια μου κοιτώντας
με βλέμμ’ αγάπης, οπού εκράζει πόνο –
με μάτι μάνας που πικρά δακρύζει.


ΠΑΡΘΕΝΑ, ΠΟ ’ΧΑΣΕΣ…
Παρθένα, πο ’χασες τη μάνα σου, απομένεις
τώρα στην άγρια και σκληρή του κόσμου μάχη
με δίχως μια ψυχή να σ’ αγαπά μονάχη
και την αγλύκαντή σου νιότη έτσι μαραίνεις.

Με δάκρυα ενώ το δρόμο της ζωής διαβαίνεις,
μη σου βαραίνει την καρδιάν αν ίσως λάχει
πάλι ν’ ακούσεις τη φωνή μου. Αυτή δε θάχει
για σένα παρά λόγια αγάπης νεκρωμένης.

Απ’ τη μεγάλη ερμιάν οπού σε ζώνει τήρα
μες στα βάθη του εαυτού και ξαναθυμήσου
πως ήσουν ευτυχής πριν γένει ο χωρισμός μας.

Θα παρηγορηθείς αφού κλείσεις τη θύρα
εις το παρόν και βυθιστείς με την ψυχή σου
εις τες χρυσές στιγμές του πρόσκαιρου έρωτός μας.


Σ’ ΕΓΝΩΡΙΣΑ, ΚΑΛΕ…
Σ’ εγνώρισα, καλέ, κι εθαύμασα κλεισμένα
του πνεύματος και της καρδιάς εις την ψυχή σου
ν’ ανθούν τα δώρα, ώστε από σε της παραδείσου
αύρα ζωογονεί και στήθη νεκρωμένα.

Δεν είδα αργότερα το φως, ώστ’ ενωμένα
τα πρώτα χρόνια της ζωής εγώ μαζί μου
να ζω με την πνοή σου
στα ύψη πόχ’ η τέχνη θαύματα πλασμένα.

Δε φτάνει εκεί κανείς αν δεν του δώσει η μοίρα
ομόψυχον θνητόν το θάρρος του ν’ αυξήσει·
αλλ’ αν σ’ εμέ του ιδανικού κλειστή ’ναι η θύρα,

θα ’ρθει ακτίνα χρυσή το σκότος να διαλύσει
αν στην ενέργεια του καλού δε μείνει στείρα
η γενεά σου κι οδηγόν εσέ γνωρίσει.


ΜΕ ΠΑΝΙΑ
Φύσ’ αγεράκι δροσερό, φύσα μονάχο
συ, κατά τη στεριά να σ’ έχω πάντα πρύμα∙
κι α στο δρόμο μου ξέρες ή ρουφήχτρες λάχω,
ό,τι κι αν τύχει, φύσα, εσύ δε θα ‘χεις κρίμα.

Εκεί στην έρμη ακρογιαλιά που σκα στο βράχο
παντοτινά βογγώντας τ’ αγριεμένο κύμα,
εκεί σ’ ένα άσπρο ασκηταριό θα ’θέλα να ’χω
της αποδέλοιπης πικρής ζωής μου μνήμα.

Αχ! ασημένια μου αντηλιά μες την αφράτη
ανατριχίλα του πελάου, μονάχη εσένα
στερνή μου θα ’χα συντροφιά πάντα γελάτη!

Κι ότα χαρούμενος ο γλάρος μ’ απλωμένα
φτερά θα εχούμαε κατά σε, τοτ’ ίσως κάτι
σα λαχτάρα ευτυχιάς θα ’ρχότουν και σ’ εμένα.



ΣΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΜΑΡΚΟΡΑ
Θανάτου στοχασμός, ανήμερο γεράκι,
εσκόρπισε με μιας τα ολόχαρα ερωτούδια,
που στολισμένα με χιλιόχρωμα λουλούδια
μου λέγαν το καθέν’ απ’ ένα τραγουδάκι.

Και μοιρολόγια του καημού, μαύρο φαρμάκι,
ακούονται αντίς από χαράς γλυκά τραγούδια∙
στίχοι που σα χρυσά πετούσαν ψυχαρούδια,
μελανοί τώρα, μελανοί ’ναι σαν κοράκοι.

Μα ξάφνου άσπρο κατάσπρο τάφο βλέπ’ ομπρός μου
κι ένα στεφάνι η λευκοφόρα Καλοσύνη
απάνου του κρατεί θαμπώνοντας το φώς μου

και γύρω της μοσκοβολούν άχραντοι κρίνοι
με ατάραχη ομορφιά, με μάγεμα άλλου κόσμου,
σαν πράξεις αγαθές που η λάμψη τους δε σβήνει.


ΞΑΝΑΦΕΓΓΕΙ
Νεκροκάραβου μέγα αρμενοπάνι
του πόνου η αντάρα ομπρός μας μαύρο εστήθη∙
της μάνας μας πατρίδα τ’ άγριο αστήθι
το ξέσκισε της Μοίρας το δρεπάνι.

Ξανάφεξε και πάλι εροδοφάνη
νέα πλάση και ο καημός ελησμονήθη
στες καρδιές η πατρίδα αναγεννήθη
με της ελπίδας το χλωρό στεφάνι.-

Κι η Αγάπη σου -ω φιλιά ψυχών και χάδια-
μπήκε στο νεκροκάραβο του Χάρου
και σου ’μεινε η καρδιά για πάντα αχ! άδεια!

Όχι! σαν ξεδακρύσεις ξαναχάρου!
Βλαστάρι αγγελικό νέου παραδείσου
σου τη νεκρανασταίνει το παιδί σου.


ΣΩΚΡΑΚΙ
Γλύκας ανεγδιήγητης ανάβρα
χύνει το νεραϊδένιο σου το διώμα∙
μα εκεί ψηλά διπλό κάθε σου χρώμα,
τρίδιπλη κάθε χάρη σου ξανάβρα.

Φαντάζανε, στα χιόνια, σαν πιο μαύρα
τα δύο μεγάλα μάτια σου κι ακόμα
πιο φλογερό το κοραλλένιο στόμα,
πιο καυτερή του ζυγωμού σου η λάβρα.

Ξένης παράξενο άνοιξης αγιούλι,
ζαλιστικό τριόντισμα στην έρμη
κατάκρυα πλάση γύρω σου σκορπούσες,

που μέσα μας επέρνα ως το μεδούλι∙
με ξέφρενης, ωϊμέ, λαχτάρας θέρμη
την καρδιά μας κολάζοντας μεθούσες.


ΜΟΥΧΡΩΜΑ
Φυσάει τ’ αεράκι μ’ ανάλαφρη φόρα
και τες τριανταφυλλιές αργά σαλεύει∙
στες καρδιές και στην πλάση βασιλεύει
ρόδινο σούρουπο, ώρα μυροφόρα.

Χρυσή θυμητικών ονείρων ώρα,
που η ψυχή τη γαλήνη προμαντεύει,
την αιώνια γαλήνη, και αγναντεύει
σα για στερνή φορά κάθε της γνώρα

αξέχαστη∙ ξανθές κρινοτραχήλες
αγάπες, γαλανά βασιλεμένα
μάτια ογρά και φιλιά και ανατριχίλες

και δάκρυα∙ πλάνα δώρα ζηλεμένα
της ζήσης, που αχνοσβηέται και τελειώνει
σαν το θαμπό γιουλί που ολοένα λιώνει.


ΕΡΜΟΝΕΣ
Ονειρεμένα, λυγερή μυρίκη,
την ωραία αντιφεγγίδα σου στοιχειώνει
η ακύμαντη άρμη, ως με κάτασπρα χιόνι
λουλούδια κλεις μαύρης σπηλιάς τη φρίκη.

Σμίγεις πνοές με το αφροδίσιο φύκι
και ο ξεχυτός βράχος που εσέ κουπώνει
χρυσώνεται όλος όταν σουρουπώνει
χωρίς αχτίδα ηλιού σ’ εσέ ν’ αφήκει.

Έχ’ η γη γλύκες που άλλη δεν αιστάνθη
ψυχή παρά η φιλέρημη, η ανυφάντρα
των υπέργειων ονείρων, και μες τ’ άνθη

του ίσκιου, στο έμπα από τ’ απόκρυφ’ άντρα
το μυστήριο απαλά την αγκαλιαζει∙
γένετ’  ένα μ’ αυτό και αναγαλλιάζει.


ΜΑΛΛΙΑΡΟΣ
Μάλαμα εφέγγαν τα μαλλιά σου πλήθια,
ω Απόλλωνα, σαν έψαλλαν οι Μούσες
γύρω σου και γυμνές σαν την Αλήθεια
οι Χάριτες χορεύανε μαλλούσες.

Και, Όμηρε εσύ, τα μαλλιαρά τα στήθια
των παλαιών παλικαριών υμνούσες
που μέσα στα χρυσά σου παραμύθια
φιλούσαν και θεές γλυκογελούσες.

Στου πόθου ή στης μαλιάς το πάλεμα, όσα
δόξα ερωτιάς χαρίζουν ή θανάτου:
πλιο λαμπρά ονειροϋφαίνει κι άλλα τόσα 


ο Μαλλιαρός –που, αν πέσαν τα μαλλιά του,
μα απ’ το τραγούδι εμάλλιασέ του η γλώσσα
κι απ’ την αγάπη εμάλλιασε η καρδιά του.


ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ
(Εγκοίμηση)
Άρρωστε, ιδές, λαμπρά σβήνεται η μέρα,
τριανταφυλλί προμήνυμα του χάρου∙
τόση γαλήνη στα γεμάτα χάρου
που μοίρα σου φιλεύει ανοιχτοχέρα.

Και στο ναό που άσπρος φαντάζει πέρα –
σα νά ’γιναν κολώνες του μαρμάρου
οι αρμονίες ενός ύμνου του Πινδάρου
πήζοντας ξάφνου μες τον άγιο αγέρα –

έμπα, κοίμου και ο ύπνος θα σε γιάνει∙
θα ονειρευτείς την ομορφιά την ίδια
που με τ’ αρχαίο τραγούδι θα γλυκάνει

της καρδιάς σου τα θλιβερά ξεσκλίδια:
«Τον αγαπά ο Θεός πεθνήσκει νέος.
Μην ξυπνάς∙ είμαι ο Θάνατος ο ωραίος». 


ΑΝΘΡΩΠΟΣ
Σαν η ψυχή δόξας φορεί στεφάνια
και για πλούτο ή για δύναμη φουσκώνει,
ενάντιο λόγο ή νόημα δε σηκώνει∙
συγχώριο δε γνωρίζει η περηφάνια.

Μα από αψύτερη καίεται κακοφάνια−
και υποψία προσβολής την φαρμακώνει−
καρδιά που αδικοσέρνεται στη σκόνη
και πικροπαραδέρνει στην ορφάνια.

Και τούτη συμπαθάει∙ τι, όσο τη σφάζει
πλιο αλύπητα ο καημός, τόσο κάθ’ άλλη
έγνοια εγδικήτρα μέσα της λουφάζει

και χωνεύει, σα σπίθα στην αθάλη∙
ξεσπάει αγνάντια στην όχτρητα και στ’ άχτι
μόνη η αγάπη, αγνή φλόγα, από τη στάχτη.


ΠΑΛΑΙΟΚΑΣΤΡΙΤΣΑ
Σαν πεθάνω, εδώ θά ’ρθω με τα μύρια
φαντάσματα άυπνα μέσα σε άυλα γνέφια
ή σε ασημοβολής μαϊκά σεντέφια
τ’ άγια της νύχτας να χαρώ μυστήρια.

Να ιδώ των ξωτικών τα πανηγύρια,
των τελωνιών τα θεότρελα κέφια,
του Νεραϊδοχορού ν’ ακούσω ντέφια
και Σέρηνων τραγούδια ή και μαρτύρια.

Και άμα στ’ αστέρινά τους χρυσαμάξια
οι αγγέλοι φύγουν και ο ήλιος φέξει πίσω,
ύμνο στην τετραγάλανη μονάξια

πουλί τ’ άγριου γιαλού θα κελαηδήσω∙
τεχνίτρα η πικροθάλασσα παράξια
της λαλησιάς μου θα βαστάει το ίσο.


ΝΙΚΗ
Εβρέθηκ’ ένα ατίμητο βλησίδι!
Τώρα που οι αρχαίοι ξανάζησαν αγώνες,
που της Πατρίδας δίνουν ζωογόνες
φλόγες, αντριάς πολεμικής μισίδι,

του Γένους μας παμπάλαιο στολίδι,
πο ’λαμψε στου Ηρακλή τους ελαιώνες
έπειτ’ από εικοστρείς και πάλ’ αιώνες
ξαναστράφουν οι Ωδές του Βακχυλίδη.

Σ’ εμάς τον στέρνει τώρα η Ελλάδα Μάνα
θριάμβου αρραβώνα στη μεγάλη Πάλη,
και το Γένος μ’ ελπίδας θρέφτει μάννα

που σ’ άγιο Αγώνα θα νικήσει πάλι.
Μάνα! Τους νέους Σου ήρωες να εγκωμιάσει
γεννηθήτω ποιητής που να του μοιάσει!