Η αραβική γλώσσα




Η Αραβική ταξινομείται στις σημιτικές γλώσσες, αλλά η ακριβής θέση της εντός της σημιτικής οικογένειας έχει αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης. Παραδοσιακά ήταν σύνηθες να αναγνωρίζεται ως Νότια Σημιτική γλώσσα, μαζί με την Αρχαία Νότια Αραβική, τη Σύγχρονη Νότια Αραβική και την Αιθιοπική. Αλλά πρόσφατα προτάθηκε ότι θα πρέπει ορθότερα να χαρακτηριστεί ως μια Κεντρική Σημιτική γλώσσα,  κατηγορία η οποία περιλαμβάνει επίσης τις Βορειοδυτικές Σημιτικές γλώσσες (Αραμαϊκή και Χαναανιτική).
Η ανάπτυξη και η διάδοση της αραβικής γλώσσας ήταν μια μακροχρόνια και πολύπλοκη διαδικασία. Καθώς η μουσουλμανική κοινότητα επεκτάθηκε πέρα από την Αραβική χερσόνησο από το μέσα του έβδομου αιώνα μ.Χ., διέδωσε μαζί και την γλώσσα του Κορανίου. Η Αραβική έγινε τελικά η lingua franca μιας τεράστιας περιοχής που κάλυπτε μεγάλα τμήματα της δυτικής Ασίας, της βόρειας Αφρικής και της δυτικής Ευρώπης. Σήμερα η Αραβική έχει παγκόσμια παρουσία, αφού ομιλητές της γλώσσας μπορούν να βρεθούν σε κάθε γωνιά του πλανήτη.
Ως το παλαιότερο και πιο σεβαστό κείμενο γραμμένο στα αραβικά, το Κοράνι απολαμβάνει μια προνομιακή θέση στην ιστορία της γλώσσας. Η μορφή της Αραβικής που βρίσκεται στο ιερό κείμενο του Ισλάμ έγινε το πρότυπο έκφρασης της γλώσσας και μαζί με την ποίηση της προϊσλαμικής περιόδου αποτέλεσε τη βάση της γλώσσας που είναι γνωστή ως Κλασική Αραβική. Οι πρώτοι Άραβες γραμματικοί συμβουλεύτηκαν τις δύο αυτές πηγές, προκειμένου να καθορίσουν τη σωστή χρήση και να θεσπίσουν τους κανόνες της γλώσσας. Η εξύψωση της μορφής της γλώσσας του Κορανίου είχε επίσης καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη ενός βασικού γνωρίσματος της Αραβικής, της διγλωσσίας, μιας κατάστασης στην οποία υψηλές και χαμηλές ποικιλίες της γλώσσας συνυπάρχουν και σηματοδοτούν μια διαίρεση μεταξύ γραπτών και προφορικών μορφών επικοινωνίας.
Υπάρχει έλλειψη επαρκών στοιχείων για τον εντοπισμό της εμφάνισης και της ανάπτυξης της Αραβικής στα πρώιμα στάδιά της. Η αραβική χερσόνησος ήταν κατοικημένη κατά τη δεύτερη χιλιετία π.Χ., αλλά η γλώσσα των πρώτων κατοίκων της είναι άγνωστη. Μεταξύ του δέκατου τρίτου και δέκατου αιώνα π.Χ. αρκετά προηγμένοι πολιτισμοί ήταν εγκατεστημένοι στην περιοχή. Οι πρώτες επιγραφές που εμφανίζουν χαρακτηριστικά που σχετίζονται με την μετέπειτα Κλασική Αραβική είναι γραμμένες σε μια γλώσσα που ονομάζεται Πρώιμη Βόρεια Αραβική (μερικές φορές καλείται Πρωτο-αραβική ή Πρώιμη Αραβική).
Οι επιγραφές αυτές είναι ως επί το πλείστον αποσπασματικές και συχνά αποτελούνται μόνο από ονόματα προσώπων. Χρονολογούνται από το 600 π.Χ. ως το 400 μ.Χ. περίπου. Αυτές οι πρώιμες Βόρειες Αραβικές επιγραφές περιέχουν κάποιες ενδιαφέρουσες ομοιότητες με τις βορειοδυτικές σημιτικές γλώσσες, όπως φαίνεται για παράδειγμα από τη χρήση του οριστικού άρθρου h(n) (πβ. Εβρ. ha) και όχι του άρθρου al που ανευρίσκεται στη μετέπειτα Αραβική. Υπάρχουν επίσης ορισμένες περιορισμένες ενδείξεις κοινού λεξιλογίου με τις βορειοδυτικές σημιτικές γλώσσες, όπως για παράδειγμα η λέξη mdbr «έρημος» (πβ. Εβρ. midbar).
Οι παλαιότερες καταγραμμένες ενδείξεις για το οριστικό άρθρο al παρατηρούνται σε επιγραφές γραμμένες στη Ναβαταία και την Παλμύρα. Αυτές οι επιγραφές είναι στην αραμαϊκή γραφή, αλλά προέρχονται από μέρη όπου η Αραβική ήταν η κοινή ομιλούμενη, και φαίνεται ότι η μορφή της γλώσσας που ομιλούνταν στις περιοχές αυτές είχε σχέση με την Κλασική Αραβική. Περίπου τέσσερις χιλιάδες επιγραφές, οι περισσότερες από τις οποίες χρονολογούνται μεταξύ του πρώτου αιώνα π.Χ και του πρώτου αιώνα μ.Χ., έχουν ανακαλυφθεί στο αραβικό βασίλειο της Ναβαταίας, το οποίο είχε ως πρωτεύουσα την Πέτρα, στη σύγχρονη Ιορδανία. Τα παλμυρηνά κείμενα είναι περίπου δύο χιλιάδες και προέρχονται από την όαση Tadmur, ένα σημαντικό εμπορικό φυλάκιο στην έρημο της Συρίας μεταξύ του πρώτου και τρίτου αιώνα μ.Χ.
Η χρησιμότητα αυτών των δύο συνόλων επιγραφών στην κατανόηση της ανάπτυξης της Αραβικής περιορίζεται από το γεγονός ότι είναι γραμμένες στην Αραμαϊκή, η οποία ήταν η τρέχουσα γλώσσα της γραπτής επικοινωνίας. Αποδεικτικά στοιχεία για την Αραβική που ομιλούνταν από τους τοπικούς πληθυσμούς βρίσκονται κυρίως στα πολλά ονόματα προσώπων που υπάρχουν στις επιγραφές και στα λίγα σημεία όπου η ομιλούμενη γλώσσα έχει διεισδύσει στη γραπτή γλώσσα. Η σημαντικότερη συμβολή των Ναβαταϊκων και Παλμυρηνών επιγραφών στη μελέτη της Αραβικής βρίσκεται στην περιοχή της ορθογραφίας. Ειδικότερα τονίζουν τον καίριο ρόλο που έπαιξε η αραμαϊκή γραφή στη σειρά και τη διάταξη του Κλασικού Αραβικού αλφαβήτου και παρέχουν σημαντικά στοιχεία σχετικά με την ορθογραφία των μακρών φωνηέντων.
Το παλαιότερο αραβικό κείμενο είναι ίσως αυτό που ανακαλύφθηκε το 1979 στο En Avdat και αποτελεί μέρος μιας επιγραφής στο θεό Obodas. Η επιγραφή, ίσως ήδη από τον πρώτο αιώνα μ.Χ., είναι γραμμένη στην αραμαϊκή γραφή των Ναβαταίων και ένα τμήμα της δύο σειρών γενικά θεωρείται ότι είναι το πρωιμότερο δείγμα της Αραβικής. Αν και υπάρχει διαφωνία για τον τρόπο ανάγνωσης και ερμηνείας του κειμένου, η παρουσία του οριστικού άρθρου al δεν αφήνει καμία αμφιβολία ότι η επιγραφή είναι αραβική.
Παρά το γεγονός ότι περιέχει στοιχεία που είναι σαφώς αραβικά, η επιγραφή από το En Avdat δεν είναι συνταγμένη σε μια αραβική γραφή. Τα στοιχεία για την γραπτή Αραβική κατά την περίοδο πριν από το Ισλάμ είναι αρκετά περιορισμένα, αλλά πέντε σύντομες επιγραφές γραμμένες στη γλώσσα έχουν βρεθεί και δημοσιεύθηκαν. Η κύρια αξία αυτών των πέντε επιγραφών έγκειται σε ό,τι μας λένε για την πρώιμη ανάπτυξη της αραβικής γραφής. Είναι πλέον γενικά αποδεκτό ότι το αραβικό αλφάβητο προήλθε από μια επισεσυρμένη μορφή του Ναβαταϊκού αλφαβήτου. Συγκριτικά στοιχεία από τη Ναβαταϊκή αραμαϊκή γραφή δείχνουν ότι ίσως ήδη από το δεύτερο αιώνα μ.Χ. είχε προκύψει μια αραβική γραφή, η οποία περιείχε μερικά από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της μετέπειτα γλώσσας, συμπεριλαμβανομένων των συνδέσμων μεταξύ των γραμμάτων και των διαφορετικών μορφών των μεμονωμένων γραμμάτων ανάλογα με τη θέση τους μέσα σε μια λέξη.
Οι πρώτοι Άραβες γραμματικοί υποδεικνύουν ότι υπήρχαν διαφορές μεταξύ των ομιλουμένων γλωσσών των διαφόρων φυλών στην προϊσλαμική Αραβία, αλλά είναι αδύνατο να εντοπίσουμε την ακριβή κατανομή των διαφορών αυτών. Οι βασικές διακρίσεις στηρίζονται σε ευρείς γεωγραφικούς όρους, με πρωταρχική διάκριση αυτή μεταξύ των βορείων και νοτίων Αράβων. Η γλώσσα των νοτίων Αράβων χαρακτηρίζεται από τη χρήση του οριστικού άρθρου 'am και αυτό το χαρακτηριστικό συνεχίζει να υπάρχει στις διαλέκτους της σημερινής Υεμένης. Οι γλώσσες των βόρειων Αράβων χωρίζονται σε δύο ομάδες, μία που περιλαμβάνει το δυτικό τμήμα της χερσονήσου και μια το ανατολικό τμήμα. Αυτές αναφέρονται ως γλώσσα του Hijaz και γλώσσα του Tamim αντίστοιχα. Κατά γενικό τρόπο, η διαίρεση αυτή σκιαγραφεί επίσης τα όρια μεταξύ των σταθερών εγκαταστάσεων των προϊσλαμικών πόλεων της περιοχής Hijaz στο δυτικό τμήμα της Αραβίας και της νομαδικής ζωής των περιοχών της ερήμου στα ανατολικά.
Το Hijaz ήταν η γενέτειρα του Ισλάμ και δύο από τις μεγαλύτερες πόλεις του, η Μέκκα και η Μεδίνα, ήταν σημαντικά κέντρα για την πρώιμη μουσουλμανική κοινότητα. Είναι ενδιαφέρον ότι η γλώσσα του Κορανίου είναι διαφορετική από τη γλώσσα που μιλούσαν στην περιοχή αυτή και είναι στην πραγματικότητα πιο κοντά στις διαλέκτους του ανατολικού τμήματος της Αραβίας. Για παράδειγμα, η ορθογραφία του Κορανίου περιλαμβάνει το γράμμα hamza, που προσδιορίζει έναν γλωττιδικό ήχο, και αυτό είναι ένα γνώρισμα που χαρακτηρίζει στις ανατολικές διαλέκτους, αλλά λείπει παντελώς από τις δυτικές. Φαίνεται λοιπόν ότι οι μορφές της Αραβικής στο ανατολικό τμήμα της χερσονήσου ήταν πιο κοντά στην Κλασική Αραβική από εκείνες στο δυτικό τμήμα, από όπου ξεκίνησε το Ισλάμ. Αυτό αποδίδεται συχνά στο σημαντικό ρόλο της προϊσλαμικής ποίησης, όπως εμφανίστηκε στα ανατολικά και τελικά εξαπλώθηκε σε δυτικές περιοχές όπως η Μέκκα και η Μεδίνα. Επειδή η ποίηση θεωρούνταν ότι είναι η πιο αγνή μορφή της Αραβικής και ότι ξεπερνούσε τις φυλετικές διαιρέσεις, ήταν το ιδανικό όχημα για να μεταδώσει το μήνυμα του ιερού κείμενου του Ισλάμ, ακόμη και αν δεν ήταν η καθομιλουμένη της περιοχής στην οποία η θρησκεία εμφανίστηκε για πρώτη φορά.
Αυτή η κατάσταση, στην οποία μια ποιητική ή λογοτεχνική γλώσσα συνυπάρχει με μια καθομιλουμένη γλώσσα, αποτελεί παράδειγμα διγλωσσίας, ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα της Αραβικής μέχρι σήμερα. Σε όλο τον αραβόφωνο κόσμο δύο ποικιλίες της γλώσσας διαχωρίζουν τους τομείς της γραφής και της ομιλίας, με μια τυποποιημένη μορφή που χρησιμοποιείται για την γραπτή έκφραση και την επίσημη ομιλία και μια καθομιλουμένη μορφή που χρησιμοποιείται για την άτυπη ομιλία. Σήμερα η Κλασική Αραβική είναι μια μορφή της γλώσσας που απαντά μόνο κατά την ανάγνωση του Κορανίου ή άλλων αρχαίων κειμένων. Η Σύγχρονη Πρότυπη Αραβική, η οποία άρχισε να αναπτύσσεται κατά τον δέκατο ένατο αιώνα, χρησιμοποιείται για τη γραφή ή την επίσημη ομιλία και χρησιμεύει για να ενώσει όλους τους Άραβες ομιλητές. Οι τοπικές διάλεκτοι χρησιμοποιούνται για την άτυπη ομιλία και οι διαφορές μεταξύ τους μπορεί να είναι τόσο βαθιές που δύο φυσικοί ομιλητές της Αραβικής να μην είναι σε θέση να καταλάβουν ο ένας τον άλλο και να πρέπει να καταφύγουν στην επικοινωνία μέσω της Σύγχρονης Πρότυπης Αραβικής ή μιας άλλης γλώσσας.
 [Από το JOHN KALTNER, "Αrabic", στο Beyond Babel 2002]