Ι
Ήταν ένας γέρος κ' είχεν ένα πετεινό,
που λάλει και ξύπνα το μαύρο το γέρο.
Ήλθε μία γάτα κ' έφαγε τον πετεινό,
που λάλει και ξύπνα το μαύρο το γέρο.
Κ' ήλθε μία αλωπού κ' έφαγε την γάτα,
πούφαγε τον πετεινό,
που λάλει και ξύπνα το μαύρο το γέρο.
Κ' ήλθεν ένας λύκος, κ' έφαγε την αλωπού,
πούφαγε την γάτα,
πούφαγε τον πετεινό,
που λάλει και ξύπνα το μαύρο το γέρο.
Κ' ήλθεν ένας λέων κ' έφαγε τον λύκον,
πούφαγε την αλωπούν,
πούφαγε την γάτα,
πούφαγε τον πετεινό,
που λάλει και ξύπνα το μαύρο το γέρο.
Κ' ήλθεν ένας ποταμός, πήρε τον λέοντα,
πούφαγε τον λύκον,
πούφαγε την αλωπού,
πούφαγε τον πετεινό,
που λάλει και ξύπνα το μαύρο το γέρο.
ΙΙ
Ο παπάς μου ο
καλός
πώχει τ' άσπρα τα πολλά,
’γόρασ' ένα πετεινό.
Κικικίκ ο πετεινός.
Ο παπάς μου ο καλός
πώχει τ' άσπρα τα πολλά,
’γόρασε μιαν όρνιθα.
Κακακάκ ή όρνιθα,
κικικίκ ο πετεινός.
Ο παπάς μου ο καλός
πώχει τ' άσπρα τα πολλά,
’γόρασ' ένα γάιδαρο.
Γαγαγά ο γάιδαρος,
κακακάκ ή όρνιθα,
κικικίκ ο πετεινός.
ΙΙΙ
Φεγγαράκι μου λαμπρό
φέγγε μου να περπατώ
να πηγαίνω στο σχολιό,
να μαθαίνω γράμματα,
του θεού τα πράγματα,
ραψίματα, κεντήματα,
του θεού θελήματα.
IV
Έλα ύπνε κ' έπαρέ το,
έλα κι' αποκοίμισέ το,
να το πας στ' αγά τ' αμπόλια
και στ' αγά τα περιβόλια,
να το δώσ' αγάς σταφύλι
κ' η αγάδηνα το ρόδι
και η σκλάβα το μυκήκι.
Νάνι, το πουλί μου , νάνι.
V
Κούπoι Μανόλη,
να πάμε στην πόλι,
να φέρομε λαδάκι
και σαμολαδάκι,
ν’ αλείψομε τη γάτα
και τα γατουδάκια.
VI
Νανά, νανά το γιούδι μου
και το παλληκαρούδι μου,
κοιμήσου γιούδι μ' ακριβό,
κ' έχω να σου χαρίσω
την Αλεξάνδρεια ζάχαρη,
και το Μισίρι ρύζι,
και την Κωνσταντινούπολιν,
τρεις χρόνους να ορίζεις
κι ακόμη άλλα τριά χωριά,
τρία μοναστηράκια,
στες χώρες σου και στα χωριά
να πας να σεργιανίσεις,
στα τρία μοναστήρια σου
να πας να προσκυνήσεις,
VII
Άγια Μαρίνα κοίμισ' το,
κι' άγια Σοφιά ναννούρισ' το,
έπαρ' το, πέρα γύρισ' το,
να δει τα δένδρη πώς ανθούν,
και τα πουλιά πώς κιλαδούν·
και πάλε στράφου, φέρε το,
μην το γυρέψ' ο κύρης του,
και δείρει τους βαΐλους του
μήν το γυρέψ' η μάνα του
και κλάψει και χολικιαστεί
και πικραθεί το γάλα της.
VIII
Νάνι, θάρτ' η μάνα σου
απ' το δαφνοπόταμο
κι' απαί το γλυκό νερό
να σου φέρει λούλουδα,
λούλουδα τριαντάφυλλα
και μoσκoγαρούφαλα,
ΙΧ
Να μου το πάρεις ύπνε μου· τρεις βίγλες θα του βάλω,
τρεις βίγλες, τρεις βιγλάτορας κ' οι τρεις αντρειωμένοι·
βάλλω τον ήλιον στα βουνά, τον αϊτόν στους κάμπους,
τον κυρ Βοριά τον δροσερόν ανάμεσα πελάγου.
Ο ήλιος εβασίλεψεν, αϊτός απεκοιμήθη,
κι ο κυρ Βοριάς ο δροσερός στης μάνας του υπάγει.
«Γιε μου πού ’σουν χτες, προχτές; πού ’σουν την άλλην
νύχτα;
Μήνα με τ' άστρη μάλωνες; Μήνα με το φεγγάρι;
Μήνα με τον αυγερινό, που ’μεστ' αγαπημένοι;»
«Μήτε με τ' άστρη μάλωνα, μήτε με το φεγγάρι,
μήτε με τον αυγερινό, οπού ’στ' αγαπημένοι·
χρυσόν υγιόν εβίγλιζα στην αργυρή του κούνια».
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου