Το φίδι, η οχιά, η έχιδνα, ο αχινός και ο δράκος με το ζαρκάδι: ετυμολογία και ερμηνεία των λέξεων


Η αρχαία λέξη ὄφις παράγεται από ρίζα *oghwis. Το χειλοϋπερωικό  ghw τρέπεται σε φ. Αργότερα από  ὄφις > ὀφίδιον (υποκοριστικό) > φίδι. Σε βόρεια ιδιώματα όμως (λ.χ. Ημαθία) ακόμη και σήμερα λένε ο όφιους = όφιος με μεταφορά από την τρίτη στη δεύτερη και «ομαλότερη» κλίση των ουσιαστικών.
Από παραλλαγή της ίδιας ρίζας *eghis παράγεται η λέξη ἔχις, δηλαδή η οχιά. Ο σημερινός τύπος οχιά οφείλει τον φωνηεντισμό -ο- σε εκ των υστέρων επίδραση του τύπου ὄφις. Προέκυψε επίσης με μεταφορά από την τρίτη στην πρώτη κλίση των ουσιαστικών. Με επεκτάσεις προκύπτουν η λέξη ἔχιδνα και ο ἐχῖνος (=σκαντζόχοιρος και αχινός).  

Η λέξη δράκων προκύπτει από τη ρίζα του ρήματος δέρκομαι (κοιτώ έντονα και διαπεραστικά). Το ρήμα έχει άλλους τύπους δέρξομαι, ἔδρακον (β΄ αόριστος), ἐδράκην, ἐδέρχθην, δέδορκα.[1] Το ρήμα χρησιμοποιούνταν αρχικά για κάθε ον με διαπεραστικό και τρομακτικό βλέμμα (π.χ. για θεούς, πολεμιστές, λιοντάρια, αγριόχοιρους κ.ο.κ.), αλλά η λέξη δράκων ήδη στον Όμηρο δηλώνει απλώς το πολύ μεγάλο σε μέγεθος φίδι. Το ουσιαστικό πρέπει να ήταν ριζικό, επειδή αν ήταν μετοχή του β΄ αορ. ἔδρακον θα είχε τόνο **δρακών (πβ. ἔβαλον > βαλών). Τη θέση αυτή ενισχύει η ύπαρξη θηλυκού τύπου δράκαινα (και όχι **δράκουσα), όπως λέων, λέαινα. Η κλίση με -ντ- προέκυψε πιθανώς από εκ των υστέρων επίδραση της κλίσης των μετοχών του τύπου λύων, λύοντος. Σύμφωνα με μια πιθανότητα η δορκάς/-άδος (επίσης δόρξ/δόρκος, δόρκος/δόρκου, δόρκων/δόρκωνος), δηλαδή το ζαρκάδι, σχετίζεται με τον παρακείμενο δέδορκα (από τα μεγάλα και εκφραστικά μάτια του ζώου), αλλά οι εναλλακτικοί τύποι ζορκάς, ζόρξ, ἴορκος, ἴορκες, ἴυρκες θέτουν σε αμφιβολία την ταύτιση και μοιάζουν να παραπέμπουν σε ρίζα yoρκ-. Το τελευταίο θέμα παραμένει άλυτο.


[1] Από άλλες παραλλαγές της ρίζας προκύπτουν το οξυδερκής και άλλα παρόμοια σύνθετα, δέργμα, δεργμός, δέρξις, Δέρκετος, δράκος (=μάτι). Το τελευταίο είναι άσχετο με το νεοελληνικό δράκος που προήλθε από το δράκων με μεταφορά στη δεύτερη κλίση (δράκοντας = μεταφορά του ουσιαστικού στην πρώτη κλίση).

Σχόλια