H καταγωγή των Φιλισταίων





Γύρω στα 1200 π.Χ. σε πολλές μυκηναϊκές τοποθεσίες παρατηρούνται στρώματα καταστροφής ή μείωσης του πληθυσμού. Πρόκειται αναμφισβήτητα για το τέλος μιας εποχής, της Εποχής του Χαλκού. Παρόμοια φαινόμενα παρατηρούνται την ίδια εποχή γενικά στην ανατολική Μεσόγειο: η αυτοκρατορία των Χετταίων διαλύεται, η Ουγκαρίτ καταστρέφεται, η Αίγυπτος απειλείται με αφανισμό από την εισβολή των Λαών της Θάλασσας, στην Παλαιστίνη εμφανίζονται νέοι πληθυσμοί, ανάμεσά τους και οι περίφημοι Φιλισταίοι. Ο ελληνικός μύθος του αφανισμού του γένους των ηρώων φανερώνει ότι η ελληνική ηρωική παράδοση διατηρούσε αναμνήσεις αυτών των γεγονότων. Στους ελληνικούς μύθους που είναι γνωστοί ως νόστοι διατηρείται επίσης η ανάμνηση του γεγονότος ότι πληθυσμοί από τον ελληνικό χώρο αναγκάζονται να μετοικήσουν: ο Τεύκρος και ο Αγαπήνωρ αποικίζουν την Κύπρο, ο Αμφίλοχος την Παμφυλία και την Κιλικία, ο Διομήδης τις ακτές της Αδριατικής κ.ο.κ. Η έκταση της μυκηναϊκής διασποράς βεβαιώνεται αρχαιολογικά από τη διάδοση της μυκηναϊκής κεραμικής (Μυκηναϊκή IIIC), η οποία ανευρίσκεται άφθονη, και μάλιστα επί τόπου κατασκευασμένη σε όλη την ανατολική μεσογειακή ακτή, από την Ταρσό ως την Ασκελών[1]. Σε μια περίπτωση μάλιστα η ελληνική μυθική παράδοση φαίνεται να ανταποκρίνεται κυριολεκτικά στην πραγματικότητα: το όνομα του μάντη Μόψου, γιου του Ραικίου, που αποίκισε μέρη στην Κιλικία, την Παμφυλία, στη Συρία και την Παλαιστίνη (βλ. λ.χ. Στράβων 14.4.3), εμφανίζεται σε δίγλωσση (φοινικική και λουβική) επιγραφή από το Καρά-Τεπέ της Κιλικίας. Στην επιγραφή, η οποία ανήκει στον 9ο ή 8 αιώνα π.Χ., κάποιος Awariku (Ραίκιος) εμφανίζεται ως βασιλιάς των Danuniyim (Δαναοί) και απόγονος του Mpš (Μόψος).  
Η παρουσία στη Χαναάν επιτόπια κατασκευασμένης αιγαιακής κεραμικής από τον 12 αιώνα π.Χ. και εξής μαρτυρεί την εγκατάσταση πληθυσμών από το Αιγαίο στην περιοχή αυτή. Η κεραμική των Φιλισταίων είναι μια εξέλιξή της. Τα μέρη στα οποία βρέθηκε η αιγαιακή κεραμική συμπίπτουν με την πορεία των λεγόμενων Λαών της Θάλασσας, οι οποίοι έφτασαν ως την Αίγυπτο, όπου και ηττήθηκαν. Στα αιγυπτιακά κείμενα της εποχής έχουμε παράξενες αντιστοιχίες με ονόματα λαών γνωστών από μεταγενέστερη εποχή: Πελεσέτ (Φιλισταίοι), Σαρντάνα/Σερντέν (Σαρδηνοί), Σικαλάγια (Σικελοί), Τερές (Τυρσηνοί), Εκβές (Αχαιοί), Λούκκα (Λύκιοι), Ντανάγια/Ντενιέν (Δαναοί), Τζεκέρ (Τευκροί;).   
Η εγκατάσταση Μυκηναίων στην Παλαιστίνη επιβεβαιώνεται στα αρχαιολογικά ευρήματα της Ασντόντ, της Εκρών και της Ασκελών, των σημαντικότερων πόλεων της Πεντάπολης των Φιλισταίων (οι άλλες δύο πόλεις ήταν η Γάζα και η Γκαθ). Δεν είναι μόνο η κεραμική, αλλά και άλλα στοιχεία του πολιτισμού που παραπέμπουν στο Αιγαίο. Φυσικά δεν έχουν σωθεί επιγραφικά μνημεία της γλώσσας που έφεραν μαζί τους οι Φιλισταίοι, αλλά σύντομα υιοθέτησαν μια διάλεκτο της Χαναάν και σταδιακά αφομοιώθηκαν από τον περίγυρο. Σύμφωνα με τη βιβλική παράδοση οι Φιλισταίοι κατάγονταν από την Καφτώρ, ένα όνομα που δηλώνει την Κρήτη αλλά και το Αιγαίο γενικότερα και αντιστοιχεί στον όρο Kaptara (στην Ουγκαρίτ) και Keftiu (στην Αίγυπτο). Στην ακτή της Χαναάν κατοικούσαν σύμφωνα με τη Βίβλο οι Kretim, ένα όνομα που αποτελεί ποιητική εκδοχή της ονομασίας για τους Φιλισταίους και συνδέθηκε συχνά στην έρευνα με την Κρήτη. Οι Kretim υπηρετούν ως μισθοφόροι τους Ισραηλίτες βασιλείς. Γνωρίζουμε ότι οι Έλληνες μισθοφόροι ήταν περιζήτητοι στην ανατολική Μεσόγειο και τους χρησιμοποίησαν και οι Αιγύπτιοι. Ο οπλισμός και η πολεμική τακτική του Γολιάθ και των Φιλισταίων στη Βίβλο έχει πολλές ομοιότητες με τα αντίστοιχα μυκηναϊκά στοιχεία. Η βαριά μεταλλική πανοπλία, όπως αυτή του Γολιάθ, είναι ήδη γνωστή από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού στον τάφο των Δενδρών.
                Μια σχετικά πρόσφατη ανακάλυψη (1996) στην περιοχή Tel-Miqne (Εκρών) της Χαναάν ρίχνει φως στην καταγωγή των Φιλισταίων. Μια αλφαβητική επιγραφή του 7ου αιώνα, γραμμένη στη Χαναανιτική, γράφει:
«Ο ναός που αφιέρωσε ο Akhyaus (γιος του Padi, που ήταν γιος του Yasad, που ήταν γιος τουAda, που ήταν γιος του Yahar), βασιλιάς της Εκρών, στην Ptnyh, την Κυρία του. Είθε να τον ευλογεί, να τον διαφυλάσσει, να μακραίνει τις μέρες του και να ευλογεί τη γη του».
Ο Akhyaus είναι γνωστός και από μια σύγχρονη ασσυριακή πηγή ως Ikausu. Το ίδιο όνομα με τη μορφή Achish φέρει και ένας βασιλιάς της Γκαθ, ο οποίος τοποθετείται από τη Βίβλο γύρω στα 1000 π.Χ. Το όνομα δεν είναι σημιτικό. Έχει προταθεί ως παράλληλο η λέξη Αχαιός. Σημιτικό δεν είναι και το Padi, το οποίο απαντά και σε συλλαβικές πινακίδες από τον ελληνικό χώρο, αν και η ακριβής ελληνική απόδοση του ονόματος είναι αμφίβολη λόγω της φύσης της συλλαβικής γραφής. Το όνομα της θεάς, στην οποία αφιερώνεται ο ναός, έχει προταθεί ότι είναι Πότνια, η Κυρία. Στην ταύτιση με την Πότνια οδηγούν και πήλινα ειδώλια (Ashdoda) που βρέθηκαν στις πόλεις των Φιλισταίων και εικονίζουν μια μυκηναϊκού τύπου καθιστή θεότητα. Σύμφωνα με τον ιστορικό Ξάνθο το Λυδό ο Μόψος στην Ασκελών έριξε τη βασίλισσα Ατάργατη (ή Ατεργάτη) και το γιο της Ιχθύ σε μια γειτονική λίμνη, όπου και την έφαγαν τα ψάρια. Το όνομα Ατάργατις είναι παράλληλο με το όνομα Δερκετώ, μισή γυναίκα, μισή ψάρι, η οποία λατρευόταν στην ίδια λίμνη. Συνεπώς ο Ξάνθος θεωρεί τον Μυκηναίο Μόψο ιδρυτή αυτής της λατρείας.
Η ίδια, ωστόσο, επιγραφή δείχνει  ότι οι Φιλισταίοι είχαν πια αφομοιωθεί στο πολιτιστικό περιβάλλον της περιοχής: δεν είναι γραμμένη στα Ελληνικά και όλα τα υπόλοιπα ανθρωπωνύμια είναι σημιτικά, γεγονός που δείχνει την ταχεία αφομοίωσή τους, παρά την ύπαρξη ορισμένων παραδόσεων που έδειξαν αντοχή στο χρόνο και για τις οποίες οι Φιλισταίοι ένιωθαν προφανώς υπερήφανοι.     






[1] Άλλα στοιχεία υλικού πολιτισμού από τον μυκηναϊκό κόσμο: τύποι εστιών, περόνες, βαρίδια για τον αργαλειό, τύποι ειδωλίων κ.τ.λ.