Η Μήδεια ξεκινά με παραπομπή στην αλλοδαπή
καταγωγή της ηρωίδας. Αυτό θέτει εξαρχής το ερώτημα αν η πρωταγωνίστρια φέρει «βαρβαρικά»
χαρακτηριστικά και αν τα εγκλήματά της σχετίζονται ειδικά με την καταγωγή της.
Ο τρόπος δράσης
της είναι φρικτός, κάτι που ο ποιητής περιγράφει αναλυτικά. Αυτή, που ήδη στην
πατρίδα σκότωσε τον αδελφό της, εμφανίζεται ψυχρή επίσης και στον σχεδιασμό της
εκδίκησής της. Η είδηση, ότι το δηλητηριασμένο ένδυμα της νύφης παραδόθηκε, την
φοβίζει βέβαια στην αρχή, αλλά μετά αφήνει τον εαυτό της να περιγράψει με
εκδικητική χαρά την ενέργεια. Εδώ η συμπεριφορά της Μήδειας είναι πειστικά
αιτιολογημένη. Της συνέβη βαριά αδικία και επιπλέον βρίσκεται σε μια αδιέξοδη
κατάσταση, επειδή δεν μπορεί να παραιτηθεί από τα παιδιά της. Μόνο από βαθύτατη
προσβολή και απόγνωση διαπράττει την παιδοκτονία, η οποία εντέλει αυξάνει
περισσότερο τον ίδιο της τον πόνο. Η ψυχογραφική πορεία της τραγωδίας δεν
χρειάζεται λοιπόν οπωσδήποτε επιπλέον ερμηνευτικά παραδείγματα όπως αυτό της «βαρβαρικής
φρικαλεότητας». Ακόμη και οι μαγικές δυνάμεις και η τέχνη της δολοφονίας με
δηλητήριο για τον Ευριπίδη φαίνονται να είναι περισσότερο μια θηλυκή παρά
βαρβαρική ικανότητα.
Ο Ιάσων, πάλι,
επιστρέφει σαφώς πίσω στον ελληνικό σωβινισμό: αυτή, η Μήδεια, αποκόμισε
αναλογικά μεγαλύτερο κέρδος από την σχέση της με τον Ιάσονα: κατοικεί πια στην
Ελλάδα, αντί στην χώρα των βαρβάρων, και γνωρίζει πώς φυλάσσεται το δίκαιο και
πώς ζει κάποιος κατά τους νόμους, μακριά από την ωμή αυθαιρεσία. Αυτό το
γεγονός, συνεχίζει ο Ιάσων, και η δόξα, την οποία αυτή μπορούσε να αποκτήσει στην
αυλή του με τη σοφία της, θα έπρεπε να εξισορροπήσουν την έλλειψη χρυσού.
Βία εναντίον
δίκαιου, σοφία εναντίον χρυσού, εδώ βρίσκουμε σε συμπυκνωμένη μορφή τόπους, των
οποίων τη διαμόρφωση μπορεί να παρακολουθήσει κανείς ήδη στον Αισχύλο και τον
Ηρόδοτο. Ακόμη περισσότερο, ο Ιάσων εντέλει ανάγει όλα τα δεινά στην καταγωγή
της Μήδειας: φάνηκε ασύνετος, αφού έφερε μια γυναίκα από την πατρίδα και την
χώρα των βαρβάρων σ’ έναν ελληνικό οίκο, προς μεγάλη συμφορά. Απαριθμεί όλες
τις ανομίες της και ισχυρίζεται μετά ότι αυτό δεν θα το τολμούσε ποτέ ένα θηλυκό
στην Ελλάδα. Έτσι όλα τα εγκλήματα της παρουσιάζονται από τον Ιάσονα σαν να
είναι χαρακτηριστικά της βαρβαρικής φύσης της: η Μήδεια δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά,
γιατί η αναίδειά της είναι από
γεννήσεως. Αυτό μπορεί μόνο να σημαίνει: «ο βάρβαρος είναι εκ φύσεως κακός».
Αυτό όμως είναι μόνο
το ένα επίπεδο ερμηνείας. Η πρωταγωνίστρια είναι ένας σπουδαίος χαρακτήρας, απέναντι
στον οποίο ο ποιητής και οι θεατές τρέφουν, χωρίς αμφιβολία, κρυφά αισθήματα
συμπάθειας, οίκτου, αν όχι και θαυμασμού. Το πεπρωμένο της είναι πρωτίστως
γενικά ανθρώπινης φύσης και εδώ είναι που εδράζεται κυρίως μια νέα αντίφαση
στην ελληνική λογοτεχνία, δηλ. αυτή μεταξύ άντρα και γυναίκας, αντίφαση της
οποίας το βεληνεκές περιορίζει την αντίθεση Ελλήνων-Βαρβάρων. Η προτίμηση του
Ευριπίδη για γενικευμένα αποφθέγματα ισχύει εδώ ιδιαιτέρως: για μια γυναίκα
στην κατάσταση της, λέει η Μήδεια, η επιθυμία εκδίκησης είναι φυσική (στ. 263).
Προηγουμένως δίνει η Μήδεια μια εντυπωσιακή ανάλυση για την άσχημη θέση των
γυναικών με το να είναι παραδομένες στους άνδρες. Ο χορός της δίνει δίκαιο και
υπερασπίζεται αργότερα από την πλευρά του το γυναικείο φύλο. Η αντίθεση των
φύλων προχωρά μέχρι τις λεπτομέρειες: η Μήδεια βασίζεται στην πίστη της
παραμάνας της, γιατί αυτή είναι ένα θηλυκό, ενώ ακόμη και στην εξαπάτηση η ηρωίδα
απευθύνεται στη θηλυκότητα της ανταγωνίστριάς
της.
Η Μήδεια φαίνεται να φέρει γνωρίσματα των
απελευθερωτικών γυναικείων τάσεων με την πολύ σύγχρονη έννοια και το κυριότερο
εδώ είναι ότι με τούτο πιθανώς να ανοίγει ένα επιπλέον πεδίο της
ιδεολογικοποίησης της καθημερινότητας και γίνονται έτσι προσιτοί νέοι
πόλοι συζήτησης: με τον Ευριπίδη η
αντίθεση «άνδρες και γυναίκες» κερδίζει μια παρόμοια αξιολογική θέση όπως οι
αντιθέσεις «Έλληνες και Βάρβαροι» ή «Αθηναίοι και Σπαρτιάτες».
[Aπό το Stephan Schmal, Feindbilder bei den frühen Griechen 1995]