Σ’
όλη την αρχαιότητα δεν υπήρξε άνθρωπος διασημότερος για την ασέβειά του προς
τους θεούς από το Διαγόρα το Μήλιο. Οι αρχαίοι Έλληνες και Λατίνοι συγγραφείς
μιλούν γι’ αυτόν με ένα είδος αποστροφής, αποκαλώντας τον πάντα «ο άθεος».
Πράγματι, ο Διαγόρας αρνήθηκε κατηγορηματικά την ύπαρξη των παραδοσιακών θεών,
ενώ δεν απέφυγαν τα βέλη της κριτικής του ούτε τα αξιοσέβαστα Ελευσίνια
Μυστήρια. Στην αρχαιότητα κυκλοφορούσαν πολλές ιστορίες γύρω από το όνομά του,
αφού η ασέβειά του υπήρξε παροιμιώδης.[1] Μια από τις ιστορίες αυτές συνδέει ευθέως το
Διαγόρα με το Δημόκριτο: «Αυτόν (ενν. το Διαγόρα), όταν είδε ο Δημόκριτος ότι
ήταν εκ φύσεως προικισμένος, τον αγόρασε, αφού ήταν δούλος, για 10.000 δραχμές
και τον έκανε μαθητή του». Η ιστορία είναι αναμφισβήτητα φανταστική και
μοναδικός σκοπός της είναι να συνδέσει το Δημόκριτο με τον άθεο Μήλιο.
Πράγματι, από κάποιες απόψεις η αντίληψη, την οποία είχε ο Δημόκριτος για τη
γέννηση της θρησκείας, βρίσκεται αρκετά κοντά στο πνεύμα του Διαγόρα: ο
Δημόκριτος θεωρούσε ότι διάφορα φυσικά και ουράνια φαινόμενα έκαναν τους
πρωτόγονους ανθρώπους να πιστέψουν σε θεούς, αφού δεν ήταν σε θέση να
ερμηνεύσουν λογικά αυτά τα φαινόμενα. Εντούτοις, ο Δημόκριτος δεν αρνούνταν την
ύπαρξη των θεών, απλώς θεωρούσε ότι ήταν μια μορφή υπάρξεων αποτελούμενων από
άτομα. Εκπομπές ειδώλων απ’ αυτές τις υπάρξεις διεγείρουν το νου των ανθρώπων
και δημιουργούν την εντύπωση του θείου. Τα είδωλα αυτά προλέγουν τα μελλούμενα
στους ανθρώπους, μιλούν τηλεπαθητικά σ’ αυτούς, προκαλούν όνειρα κ.τ.λ. Πολύ
σύντομα, εντούτοις, οι μαθητές και οι διάδοχοι του Δημόκριτου κατέληξαν στα
θρησκευτικά ζητήματα σε μια αντίληψη πολύ όμοια μ’ αυτήν του Διαγόρα. Βλ.
για παράδειγμα τη χαρακτηριστική ιστορία που λεγόταν για τον Ανάξαρχο και το Μ.
Αλέξανδρο: ο Ανάξαρχος υποστήριξε ότι ο Αλέξανδρος άξιζε τον τίτλο του θεού
πολύ περισσότερο απ’ όσο ο Διόνυσος και ο Ηρακλής και ότι μετά το θάνατό του θα
τιμηθεί από τους ανθρώπους ως θεός.[2] Πίσω
απ’ αυτήν την ιστορία κρύβεται η ευημεριστική αντίληψη ότι οι θεοί δεν είναι
τίποτε άλλο από εξέχοντες βασιλιάδες του παρελθόντος που θεοποιήθηκαν.
Η
εξέλιξη αυτή ενισχύεται με τον Επίκουρο και τη σχολή του, η οποία
αυτοπροβαλλόταν ως γνήσιος εκπρόσωπος του Ατομισμού στην Ελληνιστική Εποχή. Είναι
γνωστή η άποψη του Επίκουρου ότι οι θεοί δεν ενδιαφέρονται καθόλου για τα
ανθρώπινα ζητήματα και δεν επεμβαίνουν στις υποθέσεις των ανθρώπων, ούτε και
εισακούν τις προσευχές τους. Μ’ αυτόν τον τρόπο ο Επίκουρος ουσιαστικά
αχρήστευε όλο το σύστημα των παραδοσιακών θρησκευτικών τελετών των Ελλήνων, οι
οποίες αποσκοπούσαν στον επηρεασμό των θεών προς όφελος των ανθρώπων. Δεν
είναι, λοιπόν, παράδοξο που με τέτοιες απόψεις οι Επικούρειοι και μαζί τους ο
Δημόκριτος και η σχολή του απέκτησαν κακή φήμη στα θεϊκά ζητήματα. Μάλιστα, η
τάση του Επίκουρου να αποσιωπήσει τη συμβολή του Λευκίππου στον Ατομισμό και να
υπερτονίσει τη σημασία του Δημόκριτου φαίνεται ότι έβλαψε τον Αβδηρίτη στην
ύστερη αρχαιότητα: η μεταγενέστερη κακή φήμη των Επικουρείων ίσως να συνετέλεσε
και στην απώλεια των έργων του Δημόκριτου.
Τον
3ο αιώνα π.Χ. φαίνεται ότι γράφτηκε ένα έργο με τον τίτλο Φρύγιοι λόγοι, το οποίο αποδόθηκε στο Δημόκριτο (Διογ. Λαέρτ. 9,
49). Έργο με τον ίδιο τίτλο αποδιδόταν και στο Διαγόρα. Προφανώς οι δύο τίτλοι
αποτελούν ένα έργο, το οποίο ανήκει σε μια κατηγορία γραπτών που άνθησε κατά
την Ελληνιστική Εποχή. Αποσκοπούσε στο να αποκαλύψει τα μυστήρια της Ανατολής
και να τα συνδέσει με οικείες ελληνικές αντιλήψεις για το θείο, ερμηνεύοντας μ’
αυτόν τον τρόπο ή και διορθώνοντας ή ακόμη και γελοιοποιώντας τις τελευταίες ως
αφελείς σε σχέση με τις ανατολίτικες. Ο Δημόκριτος ήταν διάσημος ταξιδευτής και
γνώρισε από κοντά τις θρησκευτικές αντιλήψεις των Περσών, των Αιγυπτίων ίσως
και των Ινδών. Ήταν, λοιπόν, εύλογο να αποδοθούν σ’ αυτόν οι Φρύγιοι λόγοι. Από το Δημόκριτο το έργο
μεταφέρθηκε στο Διαγόρα, λόγω της υποτιθέμενης μαθητείας του δεύτερου στον
πρώτο. Οι Έλληνες είχαν μια διπλή στάση απέναντι στις θρησκευτικές αντιλήψεις
τις Ανατολής. Άλλοτε τις θεωρούσαν ανώτερες φιλοσοφίες κρυμμένες πίσω από το
μύθο και τα σύμβολα, άλλοτε ως μαγικές πρακτικές ασεβείς και επικίνδυνες για
τους Έλληνες. Η πηγή, η οποία απέδωσε τους Φρύγιους
λόγους στο Διαγόρα, έναν διάσημο
άθεο, φαίνεται ότι ανήκε στη δεύτερη κατηγορία και ότι αντιμετώπιζε το έργο ως
προσβολή για την ελληνική θρησκεία. Θεωρούσε, λοιπόν, ότι ο Διαγόρας
παρασύρθηκε από την απατηλή σοφία της Ανατολής. Αν αυτή η ερμηνεία ισχύει για
την περίπτωση του Διαγόρα, πρέπει να δεχτούμε ότι ισχύει και για την περίπτωση
της απόδοσης του έργου στο Δημόκριτο. Αν, μάλιστα, θυμηθούμε ότι και ο
Πρωταγόρας, άλλος διάσημος «άθεος», θεωρούνταν επίσης μαθητής του Δημοκρίτου,
τότε καταλαβαίνουμε ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια απόπειρα σύνδεσης των
διάσημων αθέων με το Δημόκριτο, την Ανατολή και την ατομική θεωρία: οι ατομικοί
θεοί του Δημόκριτου απείχαν πολύ από την παραδοσιακή πίστη και απ’ αυτήν την
άποψη ο Δημόκριτος μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «άθεος».
[1] Δυο απ’ αυτές
προσπαθούσαν να δείξουν ανάγλυφα γιατί ο Διαγόρας κατέληξε στην αθεΐα. Σύμφωνα
με την πρώτη, κάποτε εμπιστεύθηκε ένα χρηματικό ποσό σε κάποιον φίλο του, ο οποίος
δεν το επέστρεψε ποτέ (Σχόλιο Αριστοφ. Νεφ.
830). Σύμφωνα με τη δεύτερη έγραψε έναν εξαιρετικό παιάνα, τον οποίο κάποιος
αντίζηλός του τον έκλεψε και τον παρουσίασε ως δικό του (Σούδα, λήμμα Διαγόρας).
Από τότε ο Διαγόρας έπαψε πια να πιστεύει στους θεούς και τη θεία πρόνοια.
[2] Αρριανού, Αλεξ. ανάβ. 4, 10, 5.